Τελικά τι ακριβώς ζητάμε από τον φετινό Παναθηναϊκό; Ιδανικά, να γίνει μια ομάδα που δεν τρώει γκολ πίσω και τα βάζει με τη σέσουλα μπροστά, αλλά αυτά δεν γίνονται ούτε στις ποδοσφαιρικές ταινίες τύπου «Goal - Ζώντας το όνειρο». Ακόμα και εκεί οι άμυνες μπάζουν, αλλά η λύτρωση έρχεται από την επίθεση στο 90φεύγα. Γκολ γουστάρει να βλέπει ο κόσμος και 4-3 αντί για 1-0 και δεν εκτιμά όσο πρέπει ή όσο εκτιμούν οι προπονητές την αμυντική συνοχή και σοβαρότητα -εκτός αν μιλάμε για «εθνική υπόθεση», όπως το Euro 2004, που ακόμα και αυτό στην πορεία απαξιώθηκε λόγω αναιμικού θεάματος.
Ο Παναθηναϊκός στην Τούμπα, λοιπόν, στάθηκε αρχοντικά στα αμυντικά καθήκοντά του. Ο Βύντρα με τον Σαριέγκι έκαναν την πιο συνετή και συνεπή εμφάνισή τους ως δίδυμο, σαν να παίζουν μαζί πέντε χρόνια. Κανείς δεν κατάλαβε ότι ο Τζόρβας έχει παίξει μόνο δύο παιχνίδια με την ομάδα, ο Νίλσον έδειξε ότι είναι ο πιο συνεπής πλάγιος μπακ στα αμυντικά καθήκοντά του και ο Σπυρόπουλος αυτή τη φορά κοίταζε περισσότερο πίσω και λιγότερο μπροστά. Ακόμα και με μέτριο παιχνίδι από Μάτος και Σιμάο, η ομάδα ούτε το κέντρο έχασε ούτε κινδύνευσε σε πολλές περιπτώσεις. Το πρόβλημα αυτή τη φορά ήταν μπροστά. Εκεί που ο μη καταλογισμός πέναλτι στον Μάντζιο και η χαμένη ευκαιρία του Γκάμπριελ δεν αρκούν στην πραγματικότητα για 90 αγωνιστικά λεπτά. Για ένα ντέρμπι ακόμα, έπειτα απ’ αυτό με την ΑΕΚ, η ομάδα δεν έκανε ευκαιρίες. Για ένα ακόμα σοβαρό παιχνίδι, όπως αυτό με την Ιντερ, είχε κατοχή της μπάλας και πίεση σε ένα σημαντικό κομμάτι του αγώνα, αλλά τον αντίπαλο από τον λαιμό δεν τον έπιασε. Και δεν είμαι καθόλου σίγουρος αν είναι θέμα προσώπων και απουσιών ή γενικότερης φιλοσοφίας και κουλτούρας. Από τον προπονητή και από τους ίδιους τους παίκτες.
Είναι βολικό να ρίχνεις όλα τα αναθέματα στον Τεν Κάτε ύστερα από ένα μη επιτυχημένο αποτέλεσμα -διότι αποτυχημένη δεν λες μια ισοπαλία στην Τούμπα. Αλλά πέρα από τη φιλολογική κουβέντα σχετικά με τη συμμετοχή Κλέιτον, δεν νομίζω ότι μπορούμε να συζητήσουμε στα σοβαρά πολλά άλλα πράγματα. Ο Ζιλμπέρτο θα ήταν έγκλημα αν έπαιζε, όπως και ο Μουν, με τόσα μίλια στην πλάτη. Ο Καραγκούνης έπαιξε περίπου όσο άντεχε, ίσως περισσότερη ώρα να σήμαινε υποτροπή και έξω για πολύ καιρό. Ο Ρουκάβινα μοιάζει πολύ soft για τόσο μάτσο παιχνίδια και παίκτη με την ποιότητα του Ιβανσιτς δεν τον αφήνεις έξω. Τον Χριστοδουλόπουλο σε ένα τέτοιο παιχνίδι τον βάζεις περισσότερο για να μοιράζονται τα μπινελίκια των ΠΑΟΚτσήδων σ’ αυτόν και τον Σαλπιγγίδη και λιγότερο για αγωνιστικούς λόγους και κουβέντα μπορεί να γίνει μόνο για την επιλογή Μάντζιου στην κορυφή. Είναι από τα ρίσκα που είτε σου βγαίνουν, όπως πέρυσι με την ΑΕΚ, είτε όχι και εκ των υστέρων αναρωτιέσαι αν θα ήταν καλύτερα να ρίξεις τον Σαλπιγγίδη μπροστά ή να τολμήσεις με τον Πετρόπουλο. Στη λογική, όμως, του παίκτη που μπορεί να υποδεχτεί την μπάλα και να τη σπάσει στα πλάγια, όπως κάνει ο Σόουζα, ο Μάντζιος έμοιαζε πιο λογική επιλογή. Ασχετα αν τον χτύπησε η παιδική ασθένεια του παρελθόντος και αποφάσισε να περάσει τον περισσότερο χρόνο του μακριά από την περιοχή και πιο κοντά στις πλάγιες γραμμές. Εκεί όπου ο χώρος είναι περισσότερος για ποικιλίες και το ξύλο λιγότερο.
Η πραγματική κουβέντα είναι αν αυτή η εμφάνιση αφήνει υποσχέσεις ή ελπίδες για τον αγώνα με τη Βέρντερ. Την ομάδα που βάζει γκολ όσο εύκολα το δέχεται. Η στιβαρή άμυνα της Τούμπας δεν ξέρω αν μπορεί να σταματήσει τον Πιζάρο, τον Ντιέγκο και τα άλλα παιδιά. Και η αναιμική επίθεση αν μπορεί να βάλει γκολ στην άμυνα-παιδική χαρά των Γερμανών. Οπως είναι οι δύο ομάδες, μοιάζει περίπου απίθανο να βγάλει ο Παναθηναϊκός το ματς με το μηδέν πίσω. Και άλλο τόσο απίθανο να βάλει περισσότερα απ’ όσα φάει. Εκτός αν η προσθήκη του Κλέιτον, του Ζιλμπέρτο ή του Μουν αλλάξει τα δεδομένα. Και κάτι τελευταίο: μερικοί πονηροί περιμένουν στη γωνία για να μας θυμίσουν τι κατάφεραν οι ίδιοι πέρυσι κόντρα στη Βέρντερ. Είναι οι ίδιοι που απόλαυσαν το στραπάτσο από την Ανόρθωση, επειδή τους θύμισε τα δικά τους χάλια. Αυτές οι αστείες συγκρίσεις πάντα φέρνουν στην πλάτη ένα επιπλέον βάρος.