Tο κείμενο έμοιαζε να γράφεται από μόνο του. «Απογοητευμένοι από την απώλεια του πέναλτι οι παίκτες του Ολυμπιακού συνέχισαν να επιτίθενται, αλλά...». Και το «αλλά...» έχει συμπληρωθεί μέχρι και 50 φορές την τελευταία δεκαετία σε ματς στο Καραϊσκάκη. «...αλλά με ήρωα τον Βρονταρά, που κατ’ ανάγκη είχε μπει για να αντικαταστήσει τον Ρόκα, που τραυματίστηκε, ο Πανθρακικός απέσπασε λευκή ισοπαλία». «...αλλά με τον Βρονταρά να συνεχίζει να αποκρούει ό,τι πήγαινε στην εστία του ο Πανθρακικός όχι μόνο κράτησε την ισοπαλία, αλλά από λάθος της άμυνας του Ολυμπιακού ο Ολίζε μπήκε μόνος του στην περιοχή και πλασάροντας τον Νικοπολίδη έδωσε στην ακριτική ομάδα τη μεγάλη νίκη στο Καραϊσκάκη». Δεκάδες κλισέ έχουν επιβιώσει τα προηγούμενα χρόνια από τέτοια ματς στο Καραϊσκάκη. Μόνο που φέτος υπάρχουν δύο διαφορές. Οχι η ανώτερη ποιότητα των παικτών του Ολυμπιακού, μια και σε προηγούμενες αποτυχίες στο Καραϊσκάκη η ποιότητα ήταν ίδια ή καλύτερη από τη σημερινή. Η διαφορά είναι ότι φέτος ο Ολυμπιακός όχι μόνο έχει τύχη, αλλά και έναν παίκτη στην αρχή της καριέρας του προσαρμοσμένο στην ελληνική λογική. Τον Γκαλέτι, ο οποίος όχι μόνο είναι ο ποιοτικότερος ξένος ποδοσφαιριστής που παίζει σήμερα στην Ελλάδα, αλλά έμαθε να διαλέγει ματς. Πέρυσι ο Γκαλέτι διάλεγε παιχνίδια σύμφωνα με το όνομα του αντιπάλου. Φέτος με το σκορ. Στο δεύτερο ημίχρονο και όταν είδε ότι το ματς πάει να στραβώσει, ο Γκαλέτι έπαιξε σε ρυθμό Τσάμπιονς Λιγκ. Σε συνδυασμό με την τύχη του Ολυμπιακού, ο οποίος σκόραρε αμέσως μετά την απώλεια του πέναλτι, ένα ματς που σε άλλες χρονιές θα έφερνε κλάμα, τώρα έφερε χειροκρότημα. Κυρίως σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα των αντιπάλων του.
Οχι τόσο του Παναθηναϊκού, που ένα ισόπαλο αποτέλεσμα στην Τούμπα δεν μπορεί να είναι καταστροφή. Ιδίως όταν ο Παναθηναϊκός ήταν καλύτερος του ΠΑΟΚ. Πρώτα στην ψυχή. Στο πρώτο 20λεπτο του χθεσινού ματς της Τούμπας ήταν καθοριστικό το να διαμορφωθεί η ατμόσφαιρα στα κουμάντα του κέντρου. Σε κάθε διεκδίκηση, είτε ο παίκτης του Παναθηναϊκού ήταν ο Μάτος είτε ο Ιβανσιτς, η μπάλα μετά την κόντρα θα κατέληγε στην κατοχή του. Αυτή όμως τη φορά ο Παναθηναϊκός δεν είχε το πρόβλημα στην άμυνα, αλλά στην επίθεση. Οπου ο Μάντζιος ήταν εκτός ρυθμού, ο Σαλπιγγίδης προσπαθούσε να δείξει ψύχραιμος στη θύελλα των αποδοκιμασιών και τα χαφ δύσκολα πατούσαν περιοχή. Φυσικά ρόλο έπαιζε ότι αντιμετώπιζαν μία ομάδα του Σάντος. Επτά ορκισμένοι πίσω για το μηδέν και ό,τι ήθελε προκύψει. Ενα από τα δεκάδες βαρετά ματς που μας έχει χαρίσει ο συμπαθής Πορτογάλος προπονητής. Tόσο βαρετό όσο τα δύο σακάκια και ένα μπουφάν που φοράει στα πέντε χρόνια του στην Ελλάδα.
Κλείνοντας, για την ΑΕΚ μπορώ να επαναλάβω ότι είναι πολύ νωρίς να την ξεγράψουμε, πολύ νωρίς για να τη γράψουμε, αλλά καθόλου νωρίς για να πούμε ότι άλλα δύο τέτοια αποτελέσματα και θα μιλάμε για μαθηματικές πιθανότητες για τίτλο. Που είναι ο ευγενικός τρόπος για να λέμε «πάμε για του χρόνου».