Aχρωμη, άοσμη, άγευστη, αναποτελεσματική. Εάν είχε αποφευχθεί το τελευταίο στερητικό άλφα, εάν δηλαδή η Εθνική ομάδα είχε διαφυλάξει το πολύτιμο και κολακευτικό –με γνώμονα την απόδοσή της– «Χ», τα τρία προηγούμενα «α» θα είχαν συγχωρεθεί στη συνείδηση του μέσου φιλάθλου αλλά και στην κριτική που ασκούν τα ΜΜΕ.
Ναι, τώρα θα ακούγονταν ύμνοι για τον ρεαλισμό της ομάδας. Ο Ρεχάγκελ θα χαρακτηριζόταν –και από εμάς– πονηρή αλεπού που ελίσσεται ανάμεσα στα ελβετικά κυνηγόσκυλα, οδηγώντας μας στο Μουντιάλ μέσω Αλπεων. Η εικόνα της ομάδας, όμως, θα παρέμενε ίδια: κακή στο πρώτο μέρος του αγώνα, χλομή στο δεύτερο. Δυστυχώς φαίνεται πως ενίοτε χλομιάζει και η καλώς νοούμενη απαιτητικότητα που χρωστάμε στην Εθνική – εάν, όντως, τη σεβόμαστε: ακούω και διαβάζω για «καλό» δεύτερο σαρανταπεντάλεπτο και αναρωτιέμαι μήπως μου ανέβηκε η μυωπία στο 4,5 ή μήπως παρακολούθησα το παιχνίδι με 40 πυρετό, χωρίς να το καταλάβω.
Ε, όχι δα! Για να δημιουργήσουμε υποψία ευκαιρίας χρειαζόμασταν ευχέλαιο. Το ψάχναμε στη… χαρά της «γιόμας». Παίκτης ικανός να προκαλέσει ρήγμα στην ελβετική άμυνα με προσωπική ενέργεια δεν φαινόταν – εκτός αν δεχθούμε ότι κάθε ομάδα πρέπει να διαθέτει Ινιέστα ή Αρσάβιν για να κάνει μια κίνηση μη προδιαγεγραμμένη κι αναμενόμενη. Στα μετόπισθεν κινδυνεύσαμε σοβαρά δύο φορές να φορτωθούμε ένα 0-2. Αν η ευψυχία του Καραγκούνη και το στοιχειώδες «στρώσιμο» του παιχνιδιού που προσέφερε ο Πατσατζόγλου επαρκούν για να ικανοποιηθούμε, ε, τότε ας καταγράψουμε ως ευκαιρίες και τις απόπειρές μας να εκμαιεύσουμε πέναλτι ξεγελώντας τον Κανταλέχο. Αν θέλεις να ξεγελάς τον εαυτό σου, τρόποι υπάρχουν πολλοί.
Α, να μην ξεχάσουμε τα ευχάριστα: αυτή τη φορά το θέατρο –κατά τη ρήση Ρεχάγκελ– ήταν γεμάτο. Η παράσταση, όμως, ήταν κακή… Μέχρι το βράδυ της περασμένης Τετάρτης ο θίασος τα πήγαινε περίφημα. Την Τετάρτη, όμως, ανέβαινε κάτι δυσκολότερο από το «ο Τάσος και η Γκόλφω». Ναι, βεβαίως, ο θίασος έκανε τις παραστάσεις με Λουξεμβούργο, Λετονία, Μολδαβία να φαίνονται πανεύκολες. Μπράβο του και συγχαρητήρια για τη σοβαρότητά του – στον συγκεκριμένο συντελεστή δυσκολίας τα πήγε περίφημα. Και οι Ελβετοί είχαν να διεκπεραιώσουν απλό έργο με το Λουξεμβούργο, αλλά ήταν σαν να έπαιζαν Γουλιέλμο Τέλο που ένιωθε σίγουρος ότι θα πετύχει το μήλο κι ακόμα αναρωτιέται πώς στην ευχή το βέλος καρφώθηκε στα οπίσθιά του. Ας πρόσεχαν. Ουδόλως υποτιμώ τη σταθερότητα του δικού μας συγκροτήματος. Να μην αξιολογήσω, όμως, και τα της Τετάρτης; Στην πρώτη «άλλου επιπέδου» παράσταση που κλήθηκε να δώσει τα έχασε, σαν μαθητικός θίασος που υποχρεώθηκε ξαφνικά να ανεβάσει, απροετοίμαστος, «Βασιλιά Λιρ». Ε, δεν ανήκει δα και στην ελίτ του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου η Ελβετία, για να πούμε «δεν τρέχει τίποτα».
Το καλό είναι ότι θίασος και σκηνοθέτης (Οτο) διαθέτουν χρόνο να κάνουν διορθωτικές κινήσεις, δίχως να έχει κολλήσει στον κρόταφό τους κανένα πιστόλι: είναι καλή η συγκομιδή βαθμών έως τώρα. «Τα αγαθά της αποταμιεύσεως», για να θυμηθούμε το θέμα έκθεσης που μας έβαζαν να γράφουμε στο δημοτικό σχολείο, δωρίζοντάς μας και κουμπαράδες, όταν ακόμα ήταν άγνωστη έννοια η χρηματοπιστωτική κρίση. Το κακό είναι πως η Εθνική παγιώνει μια εικόνα: ότι ναι μεν έχει αξιοπρεπέστατο ναδίρ, όχι όμως και υψηλό ζενίθ.
Συχνά δικαιολογούμε το «συμβατικό» έως κουραστικό –για το μάτι– παιχνίδι της, επικαλούμενοι τη σημασία του αποτελέσματος και υπενθυμίζοντας κάτι: όσες φορές ελληνικές ομάδες τα πήγαν καλά στην Ευρώπη έπαιζαν συντηρητικά. Υπάρχουν, όμως, ορισμένες σημαντικές διαφορές. Αφορούν αυτό που προαναφέραμε: το ζενίθ, το «ξεπέταγμα», την υπέρβαση. Οταν χρειάστηκε να υπερισχύσει μιας Γιουβέντους για να προκριθεί στην επόμενη φάση του Τσάμπιονς Λιγκ, ο Παναθηναϊκός του «τσούκου τσούκου μπολ» έβαλε τρία γκολ. Η Εθνική βάζει τρία με τη Μολδαβία σ' ένα παιχνίδι στο οποίο δημιουργεί 3,5 ευκαιρίες και σκεφτόμαστε μήπως πρέπει να πέσουν πανηγυρικοί κανονιοβολισμοί από τον Λυκαβηττό.
Ας επιτραπεί στον γράφοντα να διατυπώσει μερικές ακόμα σκέψεις επ' αυτού του δημοφιλούς παραλληλισμού (Εθνική, σύλλογοι σε καλές ευρωπαϊκές χρονιές). Δεν ξέρω πόσο στενή σχέση έχει στα χαρτιά το σύνηθες αγωνιστικό στυλ της Εθνικής με το «παιχνίδι αντεπιθέσεων» του Ολυμπιακού, πέρυσι, στο Τσάμπιονς Λιγκ. Ξέρω όμως ότι η δημιουργικότητα –στοιχείο απαραίτητο σε κάθε αγωνιστικό στυλ– ή η έλλειψή της είναι αυτό που διαχωρίζει τις επιφανειακές ομοιότητες: πέρυσι ο Ολυμπιακός σημείωσε έξι γκολ σε βάρος της Βέρντερ, ανέτρεψε δυσμενές σκορ σε Βρέμη, Ρώμη (η Λάτσιο δεν ήταν ακριβώς ο ορισμός της ομάδας που σου βάζει γκολ και συνεχίζει επιθετικά). Παρ' ολίγον να το πετύχει και στη Μαδρίτη, όπου λίγο έλειψε να κάνει το 3-3 στο 89'. Οι «ερυθρόλευκοι» πέτυχαν συνολικά 11 γκολ, δίχως να επιδείξουν… σκανδαλώδη αποτελεσματικότητα: σε κάθε αγώνα τους απώλεσαν 1-2 σημαντικές έως μεγάλες ευκαιρίες. Είναι αυτά χαρακτηριστικά που αντιστοιχούν στον κανόνα (οι εξαιρέσεις τον επιβεβαιώνουν) των εμφανίσεων της Εθνικής; Προφανώς όχι. Το να λέει κάποιος ότι η Εθνική τού θυμίζει την αγωνιστική φιλοσοφία του περσινού Ολυμπιακού στο Τσάμπιονς Λιγκ, συγγνώμη, αλλά είναι σαν να ισχυρίζεται ότι είδε τον Γιουλ Μπρίνερ, είδε τον Μάρλον Μπράντο στο «Αποκάλυψη Τώρα» και τους βρήκε όχι μόνο ίδιους, αλλά και «φτυστούς» με τον Γκουσγκούνη. Επειδή και οι τρεις ήταν φαλακροί.
Η βασικότερη, όμως, ειδοποιός διαφορά είναι άλλη: το συντηρητικό (όπως το εννοεί καθένας) παιχνίδι του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού στις καλές τους ευρωπαϊκές στιγμές ήταν μέσο απόσπασης καλών αποτελεσμάτων με αντιπάλους όπως η Αρσεναλ και η Γιουβέντους, η Ρεάλ και η Βέρντερ. Ομάδες πληρέστερες ή και πολύ καλύτερες των δικών μας. Επειτα από τον θρίαμβο του 2004, η Εθνική δεν αντιμετώπισε «μεγαθήρια», ώστε να επιβεβαιωθεί, αν μη τι άλλο, η αποτελεσματικότητα της συνταγής, στο όνομα της οποίας τείνουμε να θεωρούμε φυσιολογικές ακόμα και εμφανίσεις που προκαλούν χασμουρητά. Τρεις από καλύτερες εξ όσων αντιμετωπίσαμε –Ουκρανία, Τουρκία, Ελβετία– νίκησαν στο Καραϊσκάκη. Η ειρωνεία είναι ότι η μεγάλη μας επιτυχία, η νίκη επί της Τουρκίας, ήταν απόσταγμα μιας εξαιρετικής εμφάνισης. Εκείνο το βράδυ, αν σωστά θυμάμαι, είχαμε δημιουργήσει όσες ευκαιρίες παράγουμε συνήθως σε... 2,5 παιχνίδια. Ναι, στην τελική ευθεία προς το Euro μας είχε «κολλήσει» η καλή συνήθεια της προσπάθειας να παίξουμε ποιοτικότερο ποδόσφαιρο. Μόνο που «ξεκόλλησε» γρήγορα.
Δεν θα τα έγραφα όλα αυτά, εάν πίστευα ότι το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα αδυνατεί να παρουσιαστεί καλύτερο απ' όσο την περασμένη Τετάρτη. Δεν λέω θεαματικά καλύτερο, απλώς καλύτερο. Ενδεχομένως με κάποιες νέες ιδέες. Διαφορετικά, θα παρατείνουμε μια «χρυσή μετριότητα», επαρκέστατη απέναντι στους «λίγους», ανεπαρκής με τους καλούς και... θεός φυλάξοι με τους πολύ ισχυρούς, όταν (με το καλό) τους συναντήσουμε στη Ν. Αφρική. Για την ώρα, ας σημειώσουμε ότι η Ελβετία ανήκει απλώς στους καλούς...