Τις τελευταίες δέκα ημέρες πολλοί ανακάλυψαν μια μεγάλη κι επικίνδυνη φούσκα στο αγγλικό ποδόσφαιρο. Το πιο δημοφιλές, το πιο εμπορικό, το πιο λαμπερό, το πιο πλούσιο, αλλά και το πιο χρεωμένο του κόσμου. Η ανακάλυψη αυτή είναι καθαρά υποκριτική. Την τελευταία δεκαετία τουλάχιστον, από την οικονομική εικόνα των αγγλικών ομάδων που δημοσιοποιούσε η Deloitte & Touch, τα ανοίγματά τους ήταν φανερά. Κι ας ήταν δημοσιοποίηση στοιχείων που αφορούσαν μόνο τα έσοδα και τις δαπάνες για μεταγραφές, μισθούς και συμβόλαια. Γιατί οι περισσότεροι που στέκονται στην επιφάνεια των πραγμάτων εντυπωσιάζονταν από τα εκατομμύρια των εσόδων και δεν κοιτούσαν τα άλλα οικονομικά μεγέθη. Βέβαια, τα ΜΜΕ δεν έδιναν την ανάλογη δημοσιότητα και στις ανακοινώσεις των ισολογισμών των αγγλικών ομάδων κάθε Ιούνιο, για να έχει ο αναγνώστης πιο ολοκληρωμένη εικόνα.
Ετσι, οι περισσότεροι έμεναν στη λάμψη των εκατομμυρίων που ξοδεύονταν για μεταγραφές και συμβόλαια, χωρίς να αναζητούν τον τρόπο που αυτά τα έξοδα θα μπορούσαν να καλυφθούν. Σχεδόν κάθε χρόνο η έκθεση της Deloitte επισήμαινε ότι το μεγαλύτερο ποσοστό της αύξησης των εσόδων των ομάδων πήγαινε σε μισθούς και συμβόλαια ποδοσφαιριστών. Κίνηση που μακροπρόθεσμα μπορούσε να υπονομεύσει την οικονομική δυναμική των ομάδων. Αλλά οι ομάδες βασιζόμενες –όπως συνήθως συμβαίνει στη διαμόρφωση των χαρακτηριστικών κάθε οικονομικής φούσκας– στην προσδοκία όλο και μεγαλύτερων εσόδων από τα τηλεοπτικά δικαιώματα κυρίως, δαπανούσαν όλο και περισσότερα. Η κατάσταση αυτή πολύ πιθανόν να συνεχιζόταν χωρίς ανησυχητικές ενοχλήσεις, αν δεν συνέβαινε ένα γεγονός που επιτάχυνε τη διόγκωση της φούσκας και άλλαξε σε μεγάλο βαθμό κάποια παραδοσιακά χαρακτηριστικά του αγγλικού ποδοσφαίρου. Αν η πρώτη συμφωνία πώλησης τηλεοπτικών δικαιωμάτων το 1992 ήταν η πρώτη μεγάλη τομή στη φυσιογνωμία του αγγλικού ποδοσφαίρου, η δεύτερη ήταν η είσοδος των ομάδων στο χρηματιστήριο.
Ομως, επειδή οι ομάδες δεν ήταν ακόμα έτοιμες, τουλάχιστον οι περισσότερες από αυτές, να λειτουργήσουν ως επιχειρήσεις και επειδή παρασύρθηκαν από τα πολλά έσοδα που είχαν, η οικονομική συμπεριφορά τους τις οδήγησε εκτός χρηματιστηρίου. Ενός χρηματιστηρίου, αυτό του Λονδίνου, που είχε κι έχει αυστηρούς κανόνες για τις επιχειρήσεις που εντάσσονται σε αυτό. Κάποια στιγμή, εκεί στο 2002, ήρθε και η κατάρρευση των τηλεοράσεων, η οποία άφησε πολλές ομάδες με τεράστιες τρύπες στους ισολογισμούς τους και οδήγησε σε πολλές πτωχεύσεις. Το 2004 η εξαγορά της Τσέλσι από τον Αμπράμοβιτς άλλαξε τα δεδομένα. Οι αγγλικές ομάδες έγιναν ιδιαίτερα ελκυστικές για τους ξένους επενδυτές. Οχι τόσο για τις προοπτικές κερδοφορίας τους –που αν εξαιρέσει κάποιος 4-5 μεγάλες ομάδες, οι υπόλοιπες μπορούσαν με σωστή διαχείριση να έχουν ένα μικρό ποσό κερδών– όσο για τη δυνατότητα διαφήμισης που προσέφεραν στους ιδιοκτήτες τους. Σχεδόν 200 χώρες σε όλο τον κόσμο μεταδίδουν στιγμιότυπα των παιχνιδιών των ομάδων της Πρέμιερσιπ, οπότε γίνεται εύκολα κατανοητή η δυνατότητα διαφήμισης ενός προϊόντος σε τεράστιο κοινό. Το κύμα των εξαγορών, όμως, των αγγλικών ομάδων δεν έγινε όπως έγινε η εξαγορά της Τσέλσι.
Εκεί, ο Αμπράμοβιτς έδωσε –από το δικό του πορτοφόλι– τόσα όσα χρειαζόταν για να αποκτήσει την ομάδα με τα όποια περιουσιακά στοιχεία και τα χρέη της σε ποσοστό 100%. Τόσο στη Μάντσεστερ όσο και στη Λίβερπουλ, οι νέοι ιδιοκτήτες έδωσαν ένα ποσό για την εξαγορά της ομάδας και το υπόλοιπο το δανείστηκαν από τις τράπεζες, μεταφέροντας αυτό το δάνειο στον ισολογισμό της. Και αν η ομάδα μπορεί κάθε χρόνο να δημιουργεί τόσα κέρδη που να της επιτρέπουν να αποπληρώνει την ετήσια δόση του δανείου, έχει καλώς. Αν, όμως, δεν μπορεί, τι γίνεται; Και αξίζει να σκεφθεί κάποιος ότι δεν αρκεί να έχεις κέρδη ίσα με τη δόση της τράπεζας, που στις περιπτώσεις των Μάντσεστερ και Λίβερπουλ είναι γύρω στα 25 εκατομμύρια ευρώ ετησίως.