Στη βυζαντινή αυτοκρατορία φρουρά του αυτοκράτορα ήταν οι Βαράγγοι. Σκανδιναβοί, κατά κανόνα, πολεμιστές που εκτός από τις πολεμικές ικανότητές τους είχαν το προσόν ότι δεν μιλούσαν λατινικά ή ελληνικά και με τη «μόρφωση» που κουβάλαγαν ήταν απίθανο να μάθουν. Ετσι ο αυτοκράτορας εξασφαλιζόταν ότι οι Βαράγγοι δεν θα μπλεκόντουσαν σε δολοπλοκίες συμμετέχοντας σε ενδεχόμενη απόπειρα δολοφονίας του. Σε αυτή τη λογική χαιρετίζω την πρόταση του Βασίλη Γκαγκάτση για την πρόσληψη του Σουηδού Αντερς Φρισκ σαν Βαράγγου της διαιτησίας. Με λύπη όμως τον πληροφορώ ότι από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες των τελευταίων 400 χρόνων ούτε ένας δεν πέθανε από φυσικά αίτια.
Το αδιέξοδο του Βασίλη Γκαγκάτση στη διαιτησία φαίνεται και από ένα σημείο του λόγου που έβγαλε στη συνέντευξη Τύπου. «Η ΚΕΔ και ο κ. Ψυχομάνης έχουν κάνει εξαιρετική δουλειά, όμως τους αγώνες δεν τους σφυρίζει ο κ. Ψυχομάνης, αλλά οι διαιτητές». Πολύ σωστά. Μόνο που το ίδιο σωστή είναι και μια αμφιβολία στο κατά πόσον ο Φρισκ θα μπορεί να σφυρίζει οκτώ αγώνες το Σαββατοκύριακο. Οπότε το πρόβλημα που προβλέπεται να λύσει ο Φρισκ δεν θα είναι τα σφυρίγματα, αλλά η επικοινωνία. Η αδυναμία δηλαδή κάποιου παράγοντα ή διαιτητή να παίρνει τηλέφωνο τον Φρισκ για να του μουρμουράει για τα σφυρίγματα ή να ζητάει να μη διαιτητεύσει ξανά την ομάδα κάποιος διαιτητής. Εκτός από αυτό αδυνατώ να σκεφτώ άλλο πλεονέκτημα. Εκτός του ότι βρίσκω και τη λύση βραχύβια, διότι αν συνεχιστεί η πρακτική του ντου στα γραφεία του αρχιδιαιτητή, όπως έγινε από παράγοντα της Β' Εθνικής πριν από μία βδομάδα, δεν βλέπω τον Σουηδό να φτουράει.
Για να μην μπλεκόμαστε πολύ, το πρόβλημα της διαιτησίας δεν είναι ούτε στη φυσική κατάσταση των διαιτητών ούτε στην κρίση τους. Το πρόβλημα είναι αυτό που είπε ο Σωκράτης Κόκκαλης στην τελευταία συνεδρίαση της Σούπερ Λίγκας. Οι διαιτητές πιέζονται πάρα πολύ. Τώρα, τι νόημα έχει να το επισημαίνεις και να έχεις τον Σάββα να πιέζει τους διαιτητές όποτε χρειαστεί, σταματάει το μυαλό του ανθρώπου.
Επίσης οι διαιτητές εκτός από τους παράγοντες επηρεάζονται και από τον στρατευμένο Τύπο. Και δεν αναφέρομαι μόνο στις οπαδικές εφημερίδες αλλά και στα οπαδικά ρεπορτάζ των ουδέτερων εφημερίδων, που ένα γράφει: «Θυμούνται στον Ολυμπιακό τι σφύριζε ο Κάκος…» και μετά απαντάει το άλλο ρεπορτάζ: «Δεν ξεχνάνε όμως στον Παναθηναϊκό τι είχε κάνει ο Μαζαράκος» και στο τέλος αντί για ουδέτερη εφημερίδα έχεις δέκα οπαδικές πιασμένες από την ίδια καρφίτσα. Μια πρακτική που μοιάζει να κόψαμε στη «SportDay» και όσο κι αν με ενοχλεί είναι έργο των Τσοχοχελάκηδων.
Το πρόβλημα της διαιτησίας θα λυθεί τη στιγμή που οι ομάδες θα σταματήσουν να ασχολούνται μαζί της. Το δοκίμασαν την πρώτη χρονιά τής Σούπερ Λίγκας. Το πείραμα δεν κράτησε ούτε 10 αγωνιστικές. Κάτι περισσότερο απ' όσο θα θυμούνται οι Ελληνες διαιτητές τον ετήσιο επαναλαμβανόμενο λόγο του Γκαγκάτση.
Λατρεύω όταν οι ελληνικές ομάδες κληρώνονται με ξένη που έχει στις τάξεις της Ελληνα ποδοσφαιριστή. Ανεξάρτητα από το πόσο σημαντικός είναι ο Ελληνας αυτόματα η ομάδα γίνεται «Παναγιώταινα». Είχαμε τη Νιούκαστλ του Νταμπίζα, την Ιντερ του Καραγκούνη και τώρα έχουμε την Μπενφίκα του Κώστα Κατσουράνη. Οπου σε αυτές τις περιπτώσεις άντε και υποφέρεται η έκφραση, αφού και οι τρεις τους λίγο ή πολύ μπαίνανε στην ενδεκάδα. Το να γράφεις όμως η Μπενφίκα του Ναλιτζή ή η Αρμίνια του Λεωνίδα Καμπάνταη είναι τόσο σουρεαλιστικό όσο να γράφεις ο Ολυμπιακός του Μάρκο Νε ή η ΑΕΚ του Παουτάσο.
Το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα πρέπει να το βλέπεις με ανοιχτό μυαλό, διαφορετικά θα τον τηγανίσεις τον εγκέφαλο. Πριν από λίγο καιρό ο Βασίλης Γκαγκάτσης έλεγε ότι η διαιτησία έχει κάνει βήματα προόδου και προχθές είπε ότι προς στιγμή νόμισε ότι οι διαιτητές τον στήνανε την τέταρτη αγωνιστική. Αυτό όμως που με τρελαίνει είναι η behind close doors ομιλία του Γκαγκάτση στους διαιτητές που ακουγόταν έξω από την αίθουσα στο σημείο που καθόντουσαν οι δημοσιογράφοι. Μπορώ να φανταστώ τη σκηνή που δημοσιογράφοι φώναζαν «Πρόεδρε, μπορείς να μιλάς πιο δυνατά και αν δεν μπορείς, τουλάχιστον ζυγώνεις στην πόρτα;».
Ενα «και» συν, ένα «αλλά» μείον, η ετήσια ομιλία του προέδρου «Οποιος δεν αντέχει να πάει σπίτι του» καταγράφηκε καλύτερα και από το να γραφόταν με κασετόφωνο. Ενα όμως νέο σημείο είναι η για πρώτη φορά χρήση του πρώτου πληθυντικού σε ομιλία του Γκαγκάτση. Το «Δεν σας ανεχόμαστε άλλο», που ορθά έγινε και πρώτος τίτλος στο ρεπορτάζ. Μέχρι τώρα το τρίτο ενικό ήταν προνόμιο ελαχίστων. Για παράδειγμα του Ιωάννη Μελισσανίδη, που αντί να πει «Πάω να ξαπλώσω» προτιμούσε το «Ο Ολυμπιονίκης θα πάει να ξεκουραστεί». Ακόμα όμως και ο Ιωάννης μάσαγε μπροστά στη χρησιμοποίηση του πρώτου πληθυντικού της μεγαλειότητας. Ο Βασίλης Γκαγκάτσης (φτου, φτου, και σε ανώτερα) μετά τη Βικτόρια της Αγγλίας έγινε ο πρώτος που το τόλμησε. Δημιουργώντας φυσικά ορισμένα προβλήματα κατανόησης στο μέλλον όπως στις συνεννοήσεις με τον καφετζή: «Θέλουμε καφέ». «Και ο φίλος που περιμένεις, πρόεδρε, πώς τον πίνει τον δικό του;».
Το «Κατάπτυστος» ανήκει στο απώτερο ταπεινό παρελθόν και χρειάζεται ένα νέο προσωνύμιο που να ταιριάζει με τον πληθυντικό της μεγαλειότητας. Οχι βέβαια κάτι σαν το καριόλης και το κουφάλα, που είμαι βέβαιος ότι ο Δημητράκος πάλι θα έβαλε κάποια κακή ερμηνεία, αντί να γράψει ότι το πρώτο βγαίνει από το κρεβάτι και το δεύτερο με το κουφάλα εννοεί κάποιον που δεν θέλει να ακούσει για παρανομίες.
Κάτι που ακόμα και η γεροντοκόρη ο Δημητράκος δεν θα έχει βρει να πει ότι μπορεί να ερμηνευθεί άσχημα. Το «Απαράμιλλος» έχει το «παρά» που θυμίζει «Παράγκα». Το «ευοίωνος» ακούγεται σαν βαθμός υπαξιωματικού του πολεμικού ναυτικού. Το «Εξοχότατος» το έχουν πάρει με κοπιράιτ οι πρέσβεις. Το «Μεγαλειότατος» οι βασιλείς. Το «Μακαριστός» πρέπει να είσαι και αρχιερέας και να πεθάνεις, που και τα δύο είναι μεγάλη φασαρία. Το «Πατρίκιος», που είναι μαγκιόρικο βυζαντινό αξίωμα, απορρίπτεται γιατί θα μπλέκουν τον πρόεδρο με τον Κομνηνό. Το «Περίεργος» δίνει την αίσθηση της φιλομάθειας, αλλά το πήρε ο Πανόπουλος στις κασέτες. Το «Ευάρεστος» είναι πολύ σένιο, αλλά για κάποιο μυστήριο λόγο μου θυμίζει τον στομαχικό. Τέλος πάντων, δεκτές και οι βοήθειες από το κοινό και αν κάποιος έχει να προτείνει τίτλο που να είναι εύηχος, αρχαιοπρεπής και να αποδίδει την αποθέωση του ανδρός, please send a mail.
Στο μεταξύ τελείωσα το «Βυζαντινά στασιαστικά και αυτονομιστικά κινήματα στα Δωδεκάνησα και τη Μικρά Ασία 1189 – 1240 μ.Χ.» του Αλέξη Γ. Κ. Σαββίδη και έμεινα εντυπωσιασμένος από το ότι οι ευγενείς είναι ανάμεσά μας και εμείς δεν το καταλαβαίνουμε. Στο κεφάλαιο Θ' για το κίνημα ανεξαρτησίας του Λέοντος Γαβαλά, ο συγγραφέας αναφέρει και τον γνωστό φεουδαρχικό, αριστοκρατικό οίκο των Βαρούχων της Κρήτης. Μάλιστα, αγαπητοί. Πίσω από τον απλό άνθρωπο που παρακολουθούμε κάθε Κυριακή στην τηλεόραση να μιλάει με τον Πουρουπουπού κρύβεται ο γόνος μιας κρητικής αριστοκρατικής οικογένειας. Των Βαρούχων, που επειδή ο οίκος είναι τόσο παλιός, μια στιγμή βάλανε μαγκουρίτσα στο «ο» για να το στηρίξουνε και από «Βαρούχος» έγινε «Βαρούχας».
«Ο άντρας όμως κάνει τη γενιά κι όχι η γενιά τον άντρα», που είπε και ο Ρουβάς. Υπάρχει αμφιβολία ότι σε μερικά χρόνια το «Μπαλής» θα συνοδεύεται με τίτλο; Ντε Μπαλής. Ντε λα Μπαλής. Φον Μπαλής. Φον Μπαλής τσου Σελιάνα, που είναι και ο τρόπος που οι γερμανικές σούπερ αριστοκρατικές οικογένειες εν συντομία αναφερόμενες και σαν «φον ουντ τσου» γράφουν πρώτα το όνομα και μετά τον τόπο καταγωγής. Η αναφορά μου στον Δημήτρη γίνεται έπειτα από την επισήμανση του μέλους του «Μπαλής fan club» Α.Μ. για τη φωτογραφία που δημοσιεύτηκε στη «SportDay» της Κυριακής, όπου στη σελίδα 12 το Διεθνές Σαλόνι Αυτοκινήτου της Κολωνίας κοσμεί το πορτρέτο του Μπαλή. Και σαν ελάχιστο φόρο τιμής δημοσιεύουμε μία ακόμα φωτογραφία από το «Διεθνές Σαλόνι Αυτοκινήτου ο Μπαλής», στο οποίο εταιρείες από όλο τον κόσμο εκθέτουν τα νέα μοντέλα τους στην κριτική πένα του άρχοντα της Σελιάνας.
Σε αυτό το σημείο οφείλω να πληροφορήσω τους αναγνώστες ότι πουλάω το παρόν Panoutsomobil RX8 για να το αντικαταστήσω με κάτι σε μέγεθος Smart ή και μικρότερο. Οποιος θέλει, μπορεί να στείλει mail υποδεικνύοντας οχήματα μικρότερα του Smart που να μπορούν να εισαχθούν στην Ελλάδα και να χωράω να μπω.