Ο Παναθηναϊκός περνάει αυτή τη στιγμή τη μεγαλύτερη κρίση στην πολυμετοχική εποχή του. Επειδή, λοιπόν, οι καπετάνιοι φαίνονται στις φουρτούνες και όχι στα αραχτά κότερα, τώρα είναι η στιγμή που θα φανεί πόσο η διοίκηση μετράει.

Το πρώτο στοιχείο που θα πρέπει να αντέξει η διοίκηση είναι η πίεση στον προπονητή της. Αντιδρώντας όχι βέβαια με τις υστερίες των Media Watch της εποχής του καημένου του Αθανασόπουλου, αλλά με την αυτοσυγκράτηση που έδειξε η διοίκηση του Ντέμη στις αμφισβητήσεις στον Σάντος και τον Φερέρ. Σε περιόδους τέτοιας αμφισβήτησης ακόμα και μια δήλωση στήριξης απλώς συντηρεί το θέμα. Η λογική λέει ότι ο Παναθηναϊκός δεν μπορεί να βρει καλύτερο όνομα προπονητή από τον Χενκ Τεν Κάτε. Οπότε Χενκ ή ξέρετε τι… Ντούσαν. Αλλά αν οι εμπνεύσεις του νέου πολυμετοχικού Παναθηναϊκού τελειώνουν στο «να πάρουμε τον Ντούσαν», και ο Βέλιτς με τον Τζίγκερ μια χαρά ήτανε.

Το δεύτερο στοιχείο είναι να γίνει μια αποτίμηση της μεταγραφικής φιλοσοφίας του καλοκαιριού. Από τους παίκτες που πήρε ο Παναθηναϊκός πιο ελπιδοφόροι είναι ο Μουν και ο Κλέιτον. Τον πρώτο είχε συστήσει ο Μόρις και ο δεύτερος ήταν από Ελλάδα και γνωστός. Από εκεί και πέρα, ο Ρουκάβινα είναι ατομιστής, πράγμα που ενοχλεί τον προπονητή του, που θα είχε την ευθύνη αν τον είχε προτείνει, ο Χριστοδουλόπουλος είναι ελπίδα, αλλά όπως ξέρουμε και τα λαχεία όλοι με την ελπίδα τα αγοράζουνε, ο Μελίσσης είναι ευτυχισμένος που πήρε τη μεταγραφή και η ευτυχία ενός νέου ανθρώπου πρέπει να μας είναι αρκετή, ο Σόουζα ένα βαρύ καλό φορ με την έμφαση στο «βαρύ» και ο Ζιλμπέρτο Σίλβα θυμίζει πάρα πολύ τον Κονσεϊσάο. Τυπικότατος στις συμβατικές υποχρεώσεις του, αλλά μέχρις εκεί. Σε σημείο που στο γκολ του Ντομπρασίνοβιτς έμοιαζε να μη σηκώνεται για κεφαλιά επειδή οι κεφαλιές στην περιοχή δεν περιγράφονται στα καθήκοντα των αμυντικών χαφ.

Από τους παλιούς ερωτήματα εγείρει ο Γκαλίνοβιτς, που έχει το πρόβλημα της κολούμπρας. Ετσι και του πάνε οι πρώτες φάσεις στραβά, τον χτυπάει η επάρατη κολούμπρα και βαράει γροθιές στην μπάλα ακόμα και στα ελεύθερα. Ο Βύντρα, που αν υπάρχει γινγκ και γιανγκ στο ποδόσφαιρο είναι το γινγκ στο γιανγκ του Πέτρου Ξανθόπουλου. Οπως με τον Ξανθόπουλο οι Ολυμπιακοί κοψοχολιαζόντουσαν από την ψυχραιμία, με τον Βύντρα συμβαίνει το ίδιο για τους Παναθηναϊκούς από το άγχος. Ακόμα και αλάνθαστος να είναι στο παιχνίδι, από τον φόβο ότι θα την κάνει την γκέλα ο κόσμος φεύγει μουσκεμένος στον ιδρώτα. Και ο Σαριέγκι, που από πέρυσι έδειχνε μια έλλειψη εκρηκτικότητας. Την οποία έχει και για να δανείσει ξέρετε ποιος… Ο Δευτέρας. Μόνο που αυτός πάει και πέταξε. Περνάει τις Κυριακές του φορώντας τη φανέλα της ΑΕΚ.


Λοιπόν, πριν ο Δαβίδ πετύχει στο δόξα πατρί τον Γολιάθ και κάνει τους βιβλικούς μπούκηδες ευτυχισμένους, το παλικάρι ήταν βοσκόπουλο στη Γαλιλαία. Πριν στείλει αδιάβαστο τον Φιλισταίο Γολιάθ, ο Ντέιβ δεν είχε καθαρίσει τον επίσης Φιλισταίο Μποχάρ, τον Ασσύριο Αμπουρδοχώρ και σίγουρα δεν ήταν η πρώτη σφεντόνα του Ισραήλ. Αντίθετα, πριν από τη νίκη με τον Παναθηναϊκό η Ανόρθωση είχε πάρει το πρωτάθλημα, αποκλείσει τον Ολυμπιακό και πάρει την εκτός έδρας ισοπαλία με τη Βέρντερ. Οπότε σίγουρα η Ανόρθωση δεν ήταν Δαβίδ. Και για έναν άλλο λόγο. Για να είσαι Δαβίδ χρειάζεται να υπάρχει και Γολιάθ. Φρέσκος και τσιριπιτιτός και όχι από το τι έκανε πριν από οκτώ χρόνια.

Εντάξει, ιστορικά ο Παναθηναϊκός έχει τα καλύτερα ευρωπαϊκά αποτελέσματα από τις άλλες ελληνικές ομάδες, αλλά η τελευταία πραγματικά καλή χρονιά του ήταν η γνωστή και ως «χρονιά του Κυράστα». Η ευρωπαϊκή πορεία που σταμάτησε στους 20 πόντους, που ήταν η απόσταση για να πάει η μπάλα μέσα στο τέρμα της Μπαρτσελόνα και ο Παναθηναϊκός να περάσει στα ημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ. Από τότε, όμως, έχουν περάσει έξι χρόνια στα οποία ο Παναθηναϊκός δεν είχε ανάλογη πορεία, έχοντας ταυτόχρονα συντριβές που στην καλή του εποχή ήταν αδιανόητες, όπως το 5-0 από την Μπαρτσελόνα, το 5-1 από τη Βέρντερ και το 3-0 από την Ουντινέζε. Με παρηγοριά τα επτά του Ολυμπιακού από τη Γιουβέντους. Οταν, όμως, μια ομάδα βρίσκεται στο σημείο που οι επιτυχίες της είναι οι αποτυχίες του αντιπάλου, κάτι έχει πάει στραβά.

Το τι είχε πάει στραβά στον Παναθηναϊκό ας πούμε ότι διαγράφηκε με την πολυμετοχικότητα. Νέα αρχή, νέοι αγώνες κι ας πάν' στην ευχή τα παλιά. Αυτό που ενδιαφέρει είναι το τώρα. Που ούτε φυσικά ο κόσμος καταρρέει ούτε ο Αμπράμοβιτς τρέμει όταν ανοίγει την εφημερίδα στα αθλητικά. Γιατί μπορεί οι πολυμετοχικοί να είναι πιο δυνατοί οικονομικά από τον Αμπράμοβιτς, όπως είχε πει ο Ανδρέας Βγενόπουλος, αλλά για την ώρα το κρύβουν διακριτικά.

Ο Παναθηναϊκός πλήρωσε στην Κύπρο και πιθανότατα θα πληρώσει στο μέλλον ένα συνδυασμό. Την ύπαρξη ενός περιορισμένου μπάτζετ με τη διάθεση να «τη σπάσει» στον Ολυμπιακό. Ο ιδανικός παίκτης ήταν κάποιος που ο Ολυμπιακός είχε δείξει ενδιαφέρον, αλλά τελικά θα κατέληγε στον Παναθηναϊκό. Ετσι, όμως, δεν γίνονται μεταγραφές, αλλά πλάκα. Το να παίρνεις τον Κλέιτον και τον Χριστοδουλόπουλο επειδή είχε ενδιαφερθεί ο Ολυμπιακός είναι χρήσιμο για να χαρούνε οι κουτοί. Να σκεφτούν: «Να, τώρα άλλαξαν όλα και ο Κόκκαλης δεν μπορεί να παίρνει όποιον γουστάρει». Αλλά ο Μελίσσης πού κόλαγε; Υπήρχε άνθρωπος που πριν αρχίσει η μεταγραφική σεζόν πίστευε ότι ο Μελίσσης θα κατέληγε στον Παναθηναϊκό; Ούτε ο Μελίσσης, όπως φάνηκε από τις δηλώσεις του…

«Ο Μελίσσης είναι τώρα που σε μάρανε, ρε Πανούτσο;», θα ήταν μια λογική ερώτηση. Ναι, ο Μελίσσης. Γιατί ο Μελίσσης δείχνει πόσο ελαφρά αντιμετωπίστηκε η μεταγραφική περίοδος από τον Παναθηναϊκό. Που όλοι καταλάβαιναν ότι του χρειάζεται στόπερ και η διοίκηση πήρε έναν που δεν είναι καλύτερος από αυτούς που η ομάδα έχει επειδή ο Βγενόπουλος έχει καλές σχέσεις με τον Ζαγοράκη.

Το σουρεαλιστικό, όμως, του θέματος είναι η σχέση βαβούρας και πραγματικότητας. Προχθες το βράδυ μετά το ματς ο Κάρπετ στο τηλέφωνο μού έλεγε ότι ένα θετικό στοιχείο της Ανόρθωσης ήταν ότι στην περσινή ενδεκάδα είχε προσθέσει δύο-τρεις παίκτες. Στον Παναθηναϊκό οι αλλαγές δεν ήταν σίγουρα το πρόβλημα. Ξεκίνησε με τέσσερις νέους, τον Μουν, τον Χριστοδουλόπουλο, τον Κλέιτον και τον Ζιλμπέρτο Σίλβα, για να τελειώσει με δύο, αφού και οι τρεις αλλαγές έγιναν στους καινούργιους, και στην ενδεκάδα μαζί με τον Σόουζα μπήκαν ο Ιβανσιτς και ο Τζιόλης. Επίσης, η άμυνα, για την οποία τόση κουβέντα γίνεται, με Γκαλίνοβιτς, Σπυρόπουλο, Βύντρα, Σαριέγκι και Γκούμα, αποτελείται από περσινούς παίκτες. Εκτός αν τη διαφορά κάνει η αποπομπή του Μόρις, που είναι μεγάλη και πονεμένη κουβέντα…

Να είναι το πρόβλημα ο προπονητής; Λίγο, ναι. Οσο πατάει η γάτα. Τα γκολ που τρώει ο Παναθηναϊκός είναι και τα τρία από κεφαλιές στο κέντρο της άμυνας. Ακόμα και το αυτογκόλ είναι στη λογική του ρίσκου που παίρνουν τα στόπερ όταν χρειάζεται να πετάξουν την μπάλα κόρνερ. Γιατί, όμως, παίρνουν το ρίσκο; Διότι η μπάλα, έστω και με πλάγιο, έφτασε κοντά στο σημαιάκι. Και το πώς έφτασε δεν χρειάζεται Σωκράτης (ο παλιός και όχι ο Κόκκαλης) να το ρωτήσει; Διότι το πλάγιο μπακ είχε πρόβλημα. Οταν ο στόπερ βρίσκεται στην κίνηση και η σέντρα είναι κοφτή και δεν του δίνει τον χρόνο να πατήσει, αντίο, ρουμπινέτα.


O Τεν Κάτε μπορεί να έκανε το λάθος να κατέβασε την ομάδα χωρίς φουνταριστό, αλλά το μέχρι στιγμής πρόβλημα είναι ότι δεν έχει καταλήξει σε στάνταρ 14άδα. Οτι όχι μόνο μπλέκει τους δημοσιογράφους και τους αντιπάλους του, αλλά και τους ίδιους του τους παίκτες. Ιδιαίτερα στα πλάγια, που όποιοι δύο πατάνε γραμμή πρέπει να συνδυάζονται με τα μάτια, τα βάλε Βύντρα, βγάλε Γκάμπριελ, βάλε Νίλσον, βγάλε Σπυρόπουλο, βάλε Ιβανσιτς, βγάλε Χριστοδουλόπουλο, αντί ανταγωνισμό, δημιουργούν χάος.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube