Οι πολυνησιακές φυλές τιμούσαν τους γέροντες με το να τους κοπανάνε το κεφάλι με ένα ρόπαλο, να τους μαγειρεύουν και να τους τρώει σε μπουφέ η φυλή. Αλλες φυλές, πιο πονόψυχες, τους άφηναν απλά να πεθάνουν στην πείνα. Στην Ελλάδα, καλώς ή κακώς, δεν έχουμε κάποια στάνταρ μέθοδο για να ξεκάνουμε τα ντόπια ραμολί. Η μόνη που έχω διακρίνει και αφορά μόνο τα κουλτουρέ πουρά είναι το Ηρώδειο. Με τη μέθοδο του φούντο στις σκάλες. Ιδιαίτερα στην αποχώρηση, που τα πόδια είναι μουδιασμένα, οι πιθανότητες να μη μετρήσει το φιλότεχνο ραμολί τα σκαλοπάτια είναι μηδαμινές. Και τουλάχιστον να αξίζει η συναυλία και τον κόπο…

Γιατί δεν ξέρω ποια βάσκανος μοίρα με έβαλε να σκάσω τα 180 ευρά, για δύο εισιτήρια στη συναυλία του Ενιο Μορικόνε, αλλά όποια και να είναι καλό να μη στεριώσει. Οχι ότι η μουσική του Μορικόνε είναι κακή. Το αντίθετο. Η μουσική είναι η γνωστή από τα σπαγκέτι γουέστερν, το «Κάποτε στην Αμερική» και το απλοϊκό μαρσάκι του «Σάκο και Βαντσέτι», με τα όργανα να προστίθενται ανά κατηγορία σαν τους αγωνιστές της εργατικής τάξης που θα φέρουν τη δικαιοσύνη, τρομάρα τους. Το μεγάλο πρόβλημα ήταν ότι η μουσική γράφτηκε για ταινίες και δεν έχει το ειδικό βάρος να εκτελεσθεί σε συμφωνική μορφή. Τόση πολύ φασαρία για τόσο απλοϊκές μελωδίες είχα να ακούσω από την εποχή της Ορχήστρας των Χρωμάτων, που ο Χατζηδάκις δημιούργησε στη μεγαλομανία του. Το άλλο πρόβλημα ήταν οι σολίστ. Αφαιρουμένου του πρώτου κορνετίστα με τα γυαλιά, που έφτανε σε σημείο συμφόρησης για να αποδώσει καλύτερα τα σόλο, οι υπόλοιποι ήταν επιπέδου ορχήστρας βιενέζικου καφενείου και πεζοδρομημένου αθηναϊκού δρόμου για να παίζουν το «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία». Οσο για τον ίδιο τον Μορικόνε, μαέστρος είναι μόνο κατ’ απονομή. Γιατί μια ολόκληρη συναυλία το μόνο που έκανε είναι να κουνάει το δεξί για το τέμπο και στο στυλ όταν θυμάμαι χαίρομαι να απευθύνει τον λόγο στα όργανα με το αριστερό. Αν έτσι είναι οι μαέστροι παίρνεις ένα μετρονόμο και κάνεις το ίδιο καλά τη δουλειά σου.

Παίρνει τον τίτλο της χειρότερης συναυλίας που τελευταία είδα; Μακράν. Ο Γκαετάνο Βελόζο ήταν απογοητευτικός, αλλά τουλάχιστον το να βλέπεις έναν πενηντάρη κύριο να χοροπηδάει πόνγκο καταλαβαίνεις ότι η ζημιά δεν έχει συμβεί μόνο στον Καζούλη. Ο Φίλιπ Γκλας μπορεί να έστειλε το μισό θέατρο στην αγκαλιά του Μορφέα, αλλά τουλάχιστον η προσπάθεια ήταν πρωτοποριακή. Οπότε ο Μορικόνε το σηκώνει το κύπελλο, αυτοί που έχασαν τη συναυλία την Κυριακή λόγω βροχής μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι και άλλο ένα τέτοιο να μου τύχει και δεν χρειάζεται να στραβοπατήσω στις σκάλες του Ηρωδείου για να σκοτωθώ. Το κάνω και μόνος μου.


Ποιες είναι οι δύο πιο συχνές φράσεις των «σοβαρών» ακροατών στο ραδιόφωνο. «Ας μη γινόμαστε προπονητές» είναι η μία. «Γιατί αντί για διαιτησία να μη μιλήσουμε για μπάλα;» είναι η δεύτερη. Αμφότερες oι φράσεις όταν λέγονται ακολουθούνται από δύο, τρία δευτερόλεπτα σοβαρής ευρωπαϊκού επιπέδου σιωπής. Για να υπάρξει χρόνος όσοι ακούνε να πουν «Κοίτα ρε, τι πήγε και σκέφτηκε ο gay!».

Πάμε λοιπόν στη δεύτερη φράση. Το περίφημο «Ας μιλήσουμε για μπάλα». Οπως κάνουν στην Ευρώπη, έτσι; Τι γίνεται λοιπόν μετά τη φράση; Συνήθως τίποτα. Γιατί για να μιλήσεις για μπάλα δεν είναι δυνατόν να το κάνεις αν δεν παραβείς το πρώτο σκέλος. Να κάνεις δηλαδή τον προπονητή. Πείτε μου μια συζήτηση «για μπάλα» που δεν είναι για ματς δύο ομάδων, ποια κερδίζει και ποια χάνει, που δεν θα κάνεις τον προπονητή; Τι να λες; Εκτός από κουίζ και ποια ομάδα θα κερδίσει στο ποδόσφαιρο θέματα ανεξάντλητα δεν υπάρχουν. Οσο για αυτούς που λένε «Να μιλάμε για μπαλίτσα όπως στην υπόλοιπη Ευρώπη», έχοντας μείνει στην Ευρώπη 16 χρόνια μπορώ να πω ότι οι Ευρωπαίοι βλέπουν μπάλα, αλλά δεν μιλάνε για μπάλα. Εμείς το έχουμε το κόλλημα της κουβέντας, που είναι και ο λόγος που έχουμε τόσες πολλές αθλητικές εφημερίδες ενώ αντίστροφα κόβουμε λίγα εισιτήρια. Ακόμα περισσότερο γουστάρουμε να ακούμε να μιλάνε για μπάλα. Ιδιαίτερα όταν το σόου έχει πολιτική αγωγή και υπεράσπιση. Είκοσι χρόνια έχουν περάσει και ακόμα ο κόσμος θυμάται την αυθεντική «Δίκη της Δευτέρας» των μακεδονομάχων με Ρεπανά, Τουρώνη και Πλατσούκα. Οπου, εκτός από όλα τα άλλα, υπήρχε πάντα και μία επίθεση στο αθηναϊκό κατεστημένο. Τώρα γιατί το «αθηναϊκό κατεστημένο» της ΕΡΤ είχε φτιάξει κανάλι της Βόρειας Ελλάδας για να του την πέφτουνε κανένας δεν ασχολείτο να εξηγήσει.

Κανένας επίσης δεν ασχολήθηκε σοβαρά με τη δήλωση του Διονύση Ψωμιάδη, με την οποία πριν από λίγες μέρες ανακοίνωνε την απόφασή του να μην κατέβει στις εκλογές της ΕΠΟ. Ο Ψωμιάδης πριν αποχωρήσει φρόντισε να καταγγείλει το «αθηναϊκό κατεστημένο». Οχι ακριβώς…

Σήμερα υφυπουργός Αθλητισμού είναι ο Γιάννης Ιωαννίδης. Από τη Θεσσαλονίκη. Ο οποίος διαδέχτηκε τον Γιώργο Ορφανό. Αδελφό του παλιού παίκτη του ΠΑΟΚ. Πριν από αυτόν υφυπουργός ήταν ο Γιώργος Λιάνης. Ποδοσφαιριστής του Ηρακλή. Πριν από αυτόν ο Γιώργος Φλωρίδης. Από το Κιλκίς. Ακόμα πιο πριν ο Ανδρέας Φούρας. Από την Πάτρα. Το υφυπουργείο Αθλητισμού και η Αθήνα είναι δύο κόσμοι που δεν συναντώνται.

Οχι δηλαδή ότι ο Διονύσης Ψωμιάδης ή ο αδελφός του κολλάνε μόνο στον αθλητισμό για να βρούνε τα εγκλήματα του αθηναϊκού κατεστημένου. Πριν από 10 χρόνια ο Διονύσης έβγαινε και πάλι στο κλαρί για να αποκαταστήσει μια ακόμα αθηναϊκή αδικία. Ηταν η εποχή που ο Μπαμπινιώτης είχε βγάλει το λεξικό και η Θεσσαλονίκη ξεσηκωνόταν επειδή στο λήμμα «Βούλγαρος» έβαζε ότι χρησιμοποιείται σαν βρισιά εναντίον των οπαδών του ΠΑΟΚ. Τότε ο Διονύσης είχε πει: «Eίναι γελοίο και γελοία θα απαντήσω. Eπεξηγεί μήπως στη λέξη Eλληνας ότι είναι ο κάτοικος κάτω από τα Tέμπη; Mας λέει τι πάει να πει χαμουτζής; Πρόκειται για ηλιθιότητα-πρόκληση του…». Του; Το μαντέψατε. «… του αθηναϊκού κατεστημένου».

Γενικά τα κατεστημένα έχουν και τα καλά τους. Παραδείγματος χάριν το «δημοσιογραφικό κατεστημένο» που κάνει σήμερα απεργία την κατάλληλη στιγμή. Ετσι σήμερα, όπως μου επισήμανε ο αναγνώστης Π.Ι., οι τηλεθεατές του Ανόρθωση – Παναθηναϊκός θα έχουν τη χαρά να παρακολουθήσουν τον αγώνα με κυπριακό σπικάζ. Ελπίζω όμως το κανονικό και όχι το νερόβραστο όπως είχε γίνει την τελευταία φορά στο Mega. Γιατί τον Κύπριο σπίκερ τον θέλουμε με τα όλα του. Με τα «πορτιέρο» και τα σχετικά και όχι δούλο του αθηναϊκού κατεστημένου. Και να έχει και την απόλυτη ελευθερία του λόγου.

Από την άλλη οι ομάδες της Βόρειας Ελλάδας έχουν ένα δίκιο όταν διαμαρτύρονται ότι στην «Αθλητική Κυριακή» δεν έχουν ίση αντιπροσώπευση. Τουλάχιστον έχουν δίκιο ότι ενώ Μίχος, Κατσαρός και Κωστής κάθονται στο τραπέζι, ο ΠΑΟΚ πρέπει να βολεύεται με τον Μίνο στο link. Η πρότασή μου λοιπόν είναι να υπάρχει εκπροσώπηση. Οχι μόνο των ομάδων της Βόρειας Ελλάδας αλλά και των υπόλοιπων περιοχών της χώρας. Να φτιαχτεί ένα τραπέζι σαν των ιπποτών της στρογγυλής τραπέζης και να κάθονται 16 παίκτες με τον Πουρουπουπού να κάνει τον Αρθούρο και την Αννα την Γκουίνεβιρ. Και όπως Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός έχουν λόγο για τους εκπροσώπους τους, να στέλνουν και οι υπόλοιποι αυτόν που γουστάρουν.

Kανένας λογικός Νεοσμυρνιώτης δεν θα επέλεγε άλλον εκπρόσωπο από τον Μήτσο Μαυρίκη. Να παίζει λοιπόν Λεβαδειακός – Αστέρας, να μπαίνει το γκολ στο 90', ο Μήτσος να ζητάει τον λόγο και να ξεκινάει στο τζόνι σπιναριστό. «Λοιπόν, Παύλο, μού θύμισε ένα ματς που είχαμε παίξει. Το 1981 με τις Σέρρες. Είχαμε ένα δανεικό από πέρυσι και είπαμε να το φέρουμε "Χ". Στο 90' φεύγει ένας των Σερρών και το καρφώνει. Γυρνάω εγώ στον Αναστασιάδη και του λέω "Σάκη, για "Χ" δεν το είχαμε πει", και μου λέει "Ετσι νομίζω, ρε Μήτσο, αλλά ρώτα και κανέναν άλλον". Και μέχρι να ρωτήσω σφύριξε ο διαιτητής και το έληξε».


Πλάκα στην πλάκα, λοιπόν, ο ΠΑΟΚ και ο Αρης ζήτησαν να εκπροσωπούνται στην «Αθλητική Κυριακή». Από την εκπομπή τούς είπαν το Ο.Κ. αλλά να βρουν οι ίδιοι κάποιον δικό τους να έχουν και την ευθύνη. Επειδή όμως υπήρξε συμφωνία έπεσε η ιδέα να βάλουν έναν του Ηρακλή για ουδέτερο. Και για να υπάρχει αντικειμενικότητα πρότειναν στον Πηλαδάκη να τον διαλέξει. Σε αυτό το σημείο τρελαίνεται ο Πηλαδάκης και η ιστορία συνεχίζεται.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube