Είναι φυσικό η οικονομική κρίση να πλήττει και το ποδόσφαιρο. Το ενδιαφέρον βρίσκεται στον τρόπο που κάποιες ομάδες προσπαθούν να αντιδράσουν. Κάποιες, όμως, όχι όλες. Και τρόπο αντίδρασης έχουν οι ισχυρότερες.

Πριν ακόμα από το ξέσπασμα της κρίσης που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, οι ομάδες της Πρέμιερσιπ –των οποίων τα παιχνίδια μεταδίδονται σε περίπου 200 χώρες σε όλο τον κόσμο– αλλά και κάποιοι άλλοι μεγάλοι ευρωπαϊκοί σύλλογοι είχαν αποφασίσει ότι η εξάπλωσή τους προς την Ανατολή θα μεγάλωνε την πελατειακή τους βάση και συνακόλουθα και τα έσοδά τους. Τέτοιες επιλογές μπορούν να κάνουν μόνον οι ομάδες που μπορούν. Που είναι γνωστές, δημοφιλείς και έχουν και οικονομική δύναμη. Είναι απολύτως φυσιολογικό να μην μπορεί να αναλάβει μία τέτοια προσπάθεια, ας πούμε, ο Ολυμπιακός ή ο ΠΑΟ, διότι το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν είναι προϊόν που να διεκδικεί πελάτες έξω από την Ελλάδα ή έστω τους τόπους που βρίσκεται συγκεντρωμένο το ομογενειακό στοιχείο.

Μετά το τέλος της περσινής σεζόν στην Μπουντεσλίγκα, η Μπάγερν έκανε μια «βόλτα» στην Ανατολή και για πρώτη φορά επισκέφτηκε την Ινδία. Στην Καλκούτα έπαιξε ένα φιλικό με την τοπική ομάδα Mohun Bagan, την οποία νίκησε 3-0. Το ενδιαφέρον, φυσικά, δεν βρίσκεται στο αποτέλεσμα όσο στο γεγονός ότι παρακολούθησαν το παιχνίδι 125.000 άνθρωποι και γι' αυτό το παιχνίδι η γερμανική ομάδα εισέπραξε 2,5 εκατομμύρια ευρώ. Ομως, διαφήμισε μια χαρά το brand name της σε μία από τις μεγαλύτερες αναδυόμενες αγορές του κόσμου. Κάτι ανάλογο έκανε και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ φέτος στη Ν. Αφρική, που έδωσε δύο φιλικά, πήρε κοντά στα 4 εκατομμύρια ευρώ και παράλληλα εγκαινίασε και δύο μεγάλα καταστήματα που θα πωλούν αντικείμενα με το σήμα της ομάδας.

Ούτε η Μπάγερν ενδιαφέρεται για το καλό του ινδικού ποδοσφαίρου, ούτε η Γιουνάιτεντ για την ανάπτυξη του ποδοσφαίρου στη Ν. Αφρική, ούτε καμία από τις μεγάλες ομάδες που περιοδεύουν στην Ανατολή έχει τέτοιες ανησυχίες. Ολη η ιστορία είναι καθαρά business. Το 2005, όταν η Ρεάλ έκανε τη μεγάλη περιοδεία της στην Ασία και την Κίνα, έβαλε στα ταμεία της 25 εκατομμύρια δολάρια και ίδρυσε περισσότερες από 40 ποδοσφαιρικές ακαδημίες, όχι τόσο για να βρει ταλέντα όσο για να λειτουργήσουν αυτές οι ακαδημίες σαν αντιπροσωπίες προώθησης του προϊόντος που λέγεται «Ρεάλ Μαδρίτης». Την ίδια πρακτική ακολουθούν όλοι οι μεγάλοι σύλλογοι.

Αλλά κάνουν και κάτι ακόμα. Φροντίζουν το σύστημα παραγωγής ταλέντων έτσι ώστε και να μπορούν να επανδρώνουν τις πρώτες ομάδες αλλά και να πωλούν αυτά τα ταλέντα για να ενισχύουν τα έσοδά τους. Η Μπαρτσελόνα, για παράδειγμα, έχει μία τέτοια μεγάλη και αξιόλογη παραγωγή ταλαντούχων ποδοσφαιριστών και αρκετούς από αυτούς τους πωλεί πριν καν γίνουν 19 ετών. Διότι δεν μπορούν να χωρέσουν όλοι στην πρώτη ομάδα.

Εδώ ας μου επιτραπεί να κάνω μία επισήμανση. Το πόσο καλά έχουν αξιοποιήσει οι Ισπανοί με τους Αγγλους τα παιχνίδια της δεύτερης ομάδας, τόσο για να παίρνουν παιχνίδια οι ταλαντούχοι νεαροί όσο και να επανέρχονται έπειτα από τραυματισμούς οι βασικοί ποδοσφαιριστές.

Στην αξιοποίηση των ταλέντων, η δουλειά των ακαδημιών της Αρσεναλ και ο τρόπος που ο Βενγκέρ αναδεικνύει αυτό το υλικό παραμένουν υποδειγματικά. Χάζευα τις προάλλες το παιχνίδι Κυπέλλου στο οποίο ο Βενγκέρ έβαλε στην προθήκη του καταστήματος όλη την πιτσιρικαρία. Τον 19χρονο Κάρλος Βέλα, που ήρθε το 2007 από τη Θέλτα Βίγκο. Τον 16χρονο μέσο Τζακ Γουίλσιρ, που βρίσκεται στις ακαδημίες του συλλόγου από τα 9 του χρόνια. Οπως ο 18χρονος Γκάβιν Χόιτ, του οποίου ο μεγαλύτερος αδελφός, προϊόν και αυτός των ακαδημιών των «κανονιέρηδων», δεν πληρούσε τα πολύ αυστηρά στάνταρντ του Βενγκέρ και πουλήθηκε στη Μίντλεσμπρο.

Είδα ακόμα τον 18χρονο Φραν Μέριντα, ο οποίος, όπως ο Φάμπρεγκας, προέρχεται από τις ακαδημίες της Μπάρτσα, και άλλο ένα «προϊόν» των ακαδημιών της Αρσεναλ, τον μέσο Μαρκ Ράνταλ. Ολοι αυτοί, είτε παίξουν στην πρώτη ομάδα της Αρσεναλ είτε όχι, θα φέρουν πολλά χρήματα στο ταμείο της και θα συνεισφέρουν στην αποπληρωμή των δανείων που πήρε η ομάδα για την κατασκευή του «Emirates».

Ποδόσφαιρο αηδίας

Αν το ποδόσφαιρο ήταν ένα παιχνίδι που θα έπρεπε να παίζεται όπως είδαμε την Κυριακή, τότε δεν θα χρειαζόταν να παίζεται στο γήπεδο αλλά στο ρινγκ του κατς. Αυτό το πράγμα στο οποίο μεταλλάσσεται το επαγγελματικό ποδόσφαιρο την Ελλάδα είναι απωθητικό ως παιχνίδι και απαράδεκτο ως θέαμα. Και επιπλέον είναι πολύ ακριβό ως προϊόν, για να μη γράψω για τις απαράδεκτες εγκαταστάσεις και τις ανύπαρκτες παροχές σε αυτούς που το παρακολουθούν.

Αυτό που θα έπρεπε να προσφέρει το ποδόσφαιρο ως παιχνίδι, ειδικά στην Ελλάδα, με τον τρόπο που οργανώνεται και παίζεται είναι ανέφικτο, επειδή το παιχνίδι έχει μεταμορφωθεί σε μία αποθήκη καταπιεσμένων ενστίκτων και λογής λογής συμπλεγμάτων, που προωθούνται με συνέπεια από τα περισσότερα ΜΜΕ. Φυσικά, το ποδόσφαιρο δεν είναι ξεκομμένο από την κοινωνία.

Μία κοινωνία, λοιπόν –η ελληνική–, που έχει στα βασικά της χαρακτηριστικά την αποθέωση της ατομικότητας, της ιδιοτέλειας, της συναλλαγής, της υποκρισίας, του ψέματος, της υπερβολής, της αρπαχτής, του εφήμερου, γιατί θα έπρεπε να έχει ένα ποδόσφαιρο διαφορετικό;

Την ώρα που στη Β' Εθνική έχουν συγκεντρωθεί τα μπουμπούκια του ελληνικού παραγοντικού σύμπαντος (τα οποία έχουν στενές σχέσεις με την ελληνική Δικαιοσύνη) την ώρα που ο πρόεδρος της ΕΠΟ –άνθρωπος με συγκεκριμένο παρελθόν και αισθητική– θεωρεί το ελληνικό ποδόσφαιρο ως φέουδο και οι νέοι παράγοντες και επενδυτές που μπαίνουν στον χώρο (ευαγγελιζόμενοι την αλλαγή του και τον εκσυγχρονισμό του) μεταχειρίζονται τη γλώσσα και τις μεθόδους των παλαιών για να μπορέσουν να σταθούν στον χώρο, γιατί το αύριο του παιχνιδιού να 'ναι καλύτερο;

Η οικονομική επιφάνεια των νέων επενδυτών δεν αποτελεί καμία εγγύηση για αλλαγή. Το πολύ πολύ για ένα φρεσκάρισμα του προσώπου ενός παιχνιδιού που είναι οριστικά ξεπερασμένο.

Και οι φίλαθλοι, που θα μπορούσαν να απαιτήσουν καλύτερους όρους διεξαγωγής, καλύτερη ποιότητα κα διαφάνεια, εκπαιδεύονται ως οπαδοί, τους οποίους το μόνο που ενδιαφέρει είναι η νίκη –και η προστασία– της ομάδας τους. Που γίνεται δική τους νίκη και δική τους προστασία.

Χαμένη υπόθεση;

Η ιστορία της περίφημης «παράγκας» ενίσχυσε την καχυποψία με την οποία οι Ελληνες φίλαθλοι και οπαδοί προσεγγίζουν κάθε αποτέλεσμα. Και ακόμα περισσότερο από την καχυποψία, την εντύπωση ότι πίσω από κάθε λάθος κρύβεται η σκοπιμότητα. Και ένα σχέδιο. Η αλήθεια είναι ότι οι «μεγάλοι» του ποδοσφαίρου πάντοτε ήθελαν να ελέγχουν τη διαιτησία για να διασφαλίζουν τα συμφέροντά τους. Κανείς, παρά τις μεγαλόσχημες διακηρύξεις, δεν θέλει το περίφημο 50/50.

Αν αυτό συνδυαστεί με την ευρύτατα διαδεδομένη αντίληψη σύμφωνα με την οποία οι ισχυροί αυτοδικαίως θα πάρουν σφυρίγματα –σε βάρος των αδυνάτων– και την ανικανότητα των διαιτητών να κάνουν τη δουλειά τους (ίσως η ανικανότητά τους και η τάση τους να υπακούν εντολές να είναι τα μόνα προσόντα που χρειάζονται) μας κάνουν να υποψιαζόμαστε ότι το ελληνικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου είναι μια χαμένη υπόθεση.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube