Δεν είναι αυτοί που έφυγαν, αλλά αυτοί που έμειναν, και με τον ένα ή τον άλλον τρόπο ο Ερνάντεθ τους έχει χάσει. Αυτό είναι που του φταίει του φετινού Αρη. Του Αρη που έχουμε δει μέχρι σήμερα. Το ξεκαθαρίζουμε. Γιατί δεν έχουμε σκοπό να γίνουμε μάντεις ή τουλάχιστον δεν έχουμε τη διάθεση –σε αυτό το σημείο– να προβλέψουμε το μέλλον του.
Βέβαια με βάση όσα έχει δείξει μέχρι σήμερα, τίποτε δεν είναι το ίδιο με την περσινή περίοδο και όπως γίνεται κατανοητό, λόγω του ότι υπολείπεται αποτελεσματικότητας, δεν περιμένουμε Ευρώπη, αλλά μάλλον Νευροκόπι.
Ο Γκαρσία δεν είναι όπως πέρυσι και αυτό έχει αποτέλεσμα ο Αρης να παρουσιάζει σημαντικά κενά στο κέντρο. Ακόμη πιο σημαντικά και μεγαλύτερα γίνονται από τη στιγμή που αποχώρησε ο Νεμπεγλέρας και η ομάδα έχασε την ταυτότητά της. Δεν πιέζει, δεν καλύπτει, δεν ανταποκρίνεται σε καμία περίπτωση στις απαιτήσεις των αγώνων και πόσω μάλλον όταν θα αντιμετωπίσει ένα φρέσκο (όχι και τίποτε σπουδαίο) ΠΑΟΚ.
Στον Αρη παρατηρείται το φαινόμενο του «ενισχύομαι και –αντικειμενικά– διαθέτω καλύτερο από το περσινό ρόστερ, αλλά η ομάδα δεν κερδίζει». Κάπως (δηλαδή περιφραστικά) θα χρειαστεί να το εξηγήσουμε. Είναι άλλωστε εμφανές ότι υπάρχουν περισσότεροι ποιοτικοί παίκτες. Πώς τα έχουν καταφέρει να μην παρουσιάσουν αποτελεσματικότερο σύνολο είναι ένα μικρό μυστήριο. Κατά μία έννοια αυτοί που ήρθαν για να ενισχύσουν ή να αντικαταστήσουν Γκαρσία και «Νέμπε» στο κέντρο, δεν τα καταφέρνουν. Και κάτι ακόμη εξίσου σημαντικό. Ποιότητα εξακολουθεί να διαθέτει το κέντρο της άμυνας. Αναζητείται η ταχύτητα στην αντίδραση για να καλύπτονται τα κενά εκείνων των επιθετικογενών πλάγιων μπακ που δεν πρόκειται σήμερα να αλλάξουν μυαλά και να πάψουν να παρατούν τη θέση τους για να γλυκαθούν βγαίνοντας στην επίθεση.
Με αυτά και με αυτά ο Αρης οδεύει προς ένα ντέρμπι με τον ΠΑΟΚ και μέσα σε μερικές μέρες είναι δύσκολο να βρεθεί ο... διακόπτης που θα γυρίσει και θα μεταμορφώσει την ομάδα σε κάτι πολύ καλύτερο.
Ακόμη και στην περίπτωση του τερματοφύλακα, μπορεί να έπραξε καλά που ανάγκασε τον Χαλκιά να αποχωρήσει, αλλά –όπως αποδεικνύεται– δεν έχει κανείς στον νου του πώς θα αντικατασταθεί επαρκώς η θέση αυτή. Το αποτέλεσμα είναι να μην υπάρχει σιγουριά, κυρίως με τον Κέλεμεν και κατά δεύτερον με τον Σηφάκη.