Aντώνη Πανούτσε, σου 'χω καλά νέα. Νομίζω ότι βρήκα τον άνθρωπό σου. Εκείνον ο οποίος όχι μόνο θα σε συντροφέψει στη συναυλία του Μορικόνε, αλλά θα πληρώσει και το αντίτιμο του «τσουχτερού» εισιτηρίου που διστάζεις –τσιγκούνη– να καταβάλεις.

Μαζί θα σφίξετε τη γροθιά όταν θα ακουστεί το «Σάκο και Βαντσέτι», εμπνευσμένοι και από την οργή της «Φράνκφουρτερ Αλγκεμάινε», που γράφει –με αφορμή όσα γίνονται στις ΗΠΑ– πως δεν μπορεί αιωνίως σε αυτόν τον κόσμο να ιδιωτικοποιούνται τα κέρδη και να κοινωνικοποιούνται οι ζημίες. Μαζί θα βγείτε κατόπιν μπαρότσαρκα (μη σε νοιάζει, ο τύπος μπορεί άνετα να τα κεράσει όλα). Οταν θα κάνετε κέφι θα ρίξετε κι ένα στεντόρειο «Bella, ciao» –κι ας ακούγεται acid jazz στο μαγαζί. Μην ανησυχείς αν δεν ξέρεις τους στίχους. Τους ξέρει εκείνος, γιατί είναι Ιταλός. Ο συμπατριώτης του Μορικόνε ονομάζεται Τζούλιο Τρεμόντι και στην πατρίδα του είναι διάσημο πρόσωπο. Θα σε βοηθήσει, Αντώνη, να ολοκληρώσεις την ιδεολογική σου μετεκπαίδευση –είδες, όσο κι αν την τηρείς μυστική, ο Λεάνης την πήρε ήδη χαμπάρι.

Πριν από λίγους μήνες ανάλογη μετεκπαίδευση ολοκλήρωσε κι ο ίδιος ο Τζούλιο, αφήνοντας σύξυλους τους Ιταλούς με ένα μίνι μανιφέστο: «Η ολοκληρωτική ιδεολογία της αγοράς είναι ένα εφεύρημα που δαιμονοποίησε όχι μόνο το κράτος, αλλά κι οτιδήποτε ήταν δημόσιο ή κοινοτικό. Οι αγορές εξουσιάζουν τα πάντα κι επιβάλλεται να αρχίσει η μάχη εναντίον της κυριαρχίας τους». Αναρωτιέστε γιατί έμειναν όλοι άναυδοι; Διότι, απλούστατα, ο Τζούλιο Τρεμόντι είναι υπουργός Οικονομίας της κυβέρνησης Μπερλουσκόνι. Το ίδιο αξίωμα είχε και την περίοδο 2001- 2004, επίσης επί διακυβέρνησης «καβαλιέρε».

Πάει, χάλασε ο κόσμος –τα γράφαμε και χθες. Στην εποχή της περιλάλητης παγκοσμιοποίησης ακούς τον –τόσο μπερδεμένο από τις καταρρεύσεις επενδυτικών τραπεζών– υποψήφιο των ρεπουμπλικανών και δεν πιστεύεις στ' αυτιά σου. Νομίζεις (τρόπος του λέγειν) ότι σκοπεύει να μιμηθεί τον... Κωνσταντίνο Καραμανλή του 1976, τότε που οι Ελληνες βιομήχανοι τον κατηγορούσαν για «σοσιαλμανία»! Ακούς τον υπουργό του «βαρόνου» Μπερλουσκόνι, του κατ' εξοχήν έμψυχου συμβόλου της εποχής, που φημίζεται για την κυριαρχία της οικονομίας επί της πολιτικής και της αγοράς επί τoy κράτους, και θαρρείς ότι διαβάζει τον λόγο κάποιου ακτιβιστή διαδηλωτή από το Σιάτλ ή τη Γένοβα. Αν γινόταν παγκόσμια σύναξη επιφανών, διάσημων νεοφιλελεύθερων που τολμούν να υπερασπιστούν ανοιχτά ό,τι πρεσβεύουν, αμφιβάλλω αν θα μαζεύονταν περισσότεροι από τους θεατές ενός παιχνιδιού του Θρασύβουλου στη Φυλή.

Για να είμαστε δίκαιοι και ακριβείς, δεν πρόκειται απλώς για διάσταση λόγων και έργων. Πρόκειται για κάτι επιπλέον. Ακόμα και συντηρητικότατες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, όπως η γαλλική και η ιταλική, προσπαθούν να περισώσουν ένα παραδοσιακό, στοιχειώδες προνόμιο της πολιτικής εξουσίας: να βρίσκει κοινωνικά ερείσματα που δεν θα χάνονται όταν ρίξει μια κακή ζαριά ο επονομαζόμενος «καπιταλισμός–καζίνο». Να ορίζει (η πολιτική εξουσία) προτεραιότητες και να ελίσσεται, δίχως να προσκρούει στο ντουβάρι της αγοράς. Να κρατά και λίγο το πηδάλιο, όχι να άγεται και να φέρεται -κι αυτή- από τον αυτόματο πιλότο της ανεξέλεγκτης «ελεύθερης οικονομίας». Ο Σαρκοζί έχει περάσει γενεές δεκατέσσερις την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με αφορμή τα επιτόκια. Η βαθύτερη αιτία είναι ότι θέλει να καθορίζει ο ίδιος την οικονομική και κοινωνική πολιτική του. Να επιλέγει το πώς, το πότε και με ποιους ακριβώς στο στόχαστρο θα μεθοδεύσει τα επόμενα χτυπήματα «κάτω από τη μέση» στο γαλλικό κοινωνικό κράτος ή ό,τι, τέλος πάντων, απομένει από αυτό. Να διαμορφώνει ο ίδιος «πολιτική ατζέντα», την οποία δεν θα ακυρώνει ούτε θα υπονομεύει η «Βίβλος της Αγοράς». Αν συγκρίνει κανείς προσεκτικά τη στάση της κυβέρνησης Μπερλουσκόνι στο θέμα της Alitalia με την αντίστοιχη της ελληνικής στο κεφάλαιο της Ολυμπιακής, θα διαπιστώσει ότι –σε σχέση πάντοτε με τους δικούς μας «φωστήρες»– ο Σίλβιο μπορεί να κατηγορηθεί ακόμα και για... κρατισμό.

Γράφαμε χθες χαριτολογώντας ότι θα τρίζουν τα κόκαλα του Ρέιγκαν με αυτά που (δεν) λέει σήμερα ο Μακέιν. Μπορεί να τρίζει και η μασέλα της Θάτσερ, αλλά η ουσία είναι ότι ακόμα και το δίδυμο «Ρόναλντ – Μάργκαρετ» στις ημέρες μας ίσως συμμεριζόταν τις... παρασπονδίες τύπου Σαρκοζί και Μπερλουσκόνι. Η απάντηση στο ερώτημα «γιατί;» απαιτεί την ανίχνευση ορισμένων διαφορών ανάμεσα σε βασικά χαρακτηριστικά των 80ς και στα αντίστοιχα του σύγχρονου «καπιταλισμού-καζίνο» ή «αχαλίνωτου καπιταλισμού», όπως τον χαρακτήρισε σε ένα πολυσυζητημένο, ενδιαφέρον άρθρο του («Foreign Policy», 1999) ο δημοσιογράφος Τόμας Φρίντμαν, «γκουρού» της παγκοσμιοποίησης και για ένα διάστημα σύμβουλος της Αμερικανίδας υπουργού Εξωτερικών, Μαντλίν Ολμπράιτ. Αυτό δεν είναι του παρόντος σημειώματος. «Παρούσα» ας δηλώσει, όμως, μια διαπίστωση: στα 80ς, όταν οι συνταγές της Θάτσερ είχαν απήχηση, εδώ ορισμένα παιδάκια μπουσουλούσαν στο πάρκο της ΟΝΝΕΔ μέχρι να μάθουν να περπατούν στην πολιτική. Σήμερα ως υπουργοί νομίζουν –το καταλαβαίνεις κι απ' τα λόγια τους, όχι μόνο τα έργα τους– ότι ο θατσερισμός είναι ακόμα παγκόσμια μόδα. Είναι αυτό, άραγε, κάποιο είδος πολιτικού παλιμπαιδισμού; Ομολογώ ότι δεν ξέρω και, ακόμα χειρότερα, δεν γνωρίζω ποιοι είναι αρμόδιοι να αποφανθούν: οι πολιτικοί επιστήμονες ή οι νευρολόγοι;

Εύλογα θα πει κανείς: «Μα καλά, χρειαζόταν να εξευτελιστεί πλήρως ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός με τον τωρινό κρατισμό α λα αμερικανικά, για να αποδειχθεί ότι απέτυχε; Δεν το είχε ήδη αποδείξει η προφανής διόγκωση κοινωνικών προβλημάτων και ανισοτήτων στο πεδίο δράσης και εφαρμογής του;». Σωστό ερώτημα, αλλά για (φυσιο)λογικούς ανθρώπους. Οχι για μουτζαχεντίν του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού. Σκεφθείτε ότι μιλάτε με ένα θρησκόληπτο: αν είναι –ας πούμε– καθολικός, ακόμα και τη Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου μπορεί να τη θεωρήσει θεϊκό θέλημα. Ενα μόνο πράγμα δεν θα ανεχθεί: να τον κυριεύσει ο Σατανάς. Τον Οκτώβριο του 1965 αυτοκτόνησε στη Νέα Υόρκη ο Ντάνιελ Μπάρος, «μέγας δράκος» της Κου Κλουξ Κλαν και μέλος του Αμερικανικού Ναζιστικού Κόμματος. Ούτε το αυτί του είχε ιδρώσει ούτε οι τύψεις τον έπνιξαν. Ο Μπάρος αυτοκτόνησε γιατί δεν άντεξε την ντροπή, όταν οι «New York Times» αποκάλυψαν την εβραϊκή καταγωγή του.

Για τους μουτζαχεντίν του νεοφιλελευθερισμού, λοιπόν, η τωρινή «έκρηξη κρατισμού» στις ΗΠΑ αποτελεί κόλαφο ανάλογο: ό,τι είναι για τον θρησκόληπτο η παράδοσή του στον εξαποδώ, ήταν για τον Μπάρος το μίσος προς την καταγωγή του. Αλίμονο, ας μην αυτοκτονήσει κανείς. Ας σιωπήσουν, όμως, οι λίγοι που επιμένουν πως ο γάιδαρος πετάει, αν η αγορά το θέλει. Καλό θα τους κάνει.

ΥΓ.: αύριο, ένα παραμύθι για την κατάρρευση των επενδυτικών τραπεζών και ο ελληνικός, νεοφιλελεύθερος «κρατισμός».

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube