Σε αυτούς τους καιρούς, που το χρήμα είναι αυτό που ρυθμίζει τα πάντα στο ποδόσφαιρο, η πίστη, η αφοσίωση και η αγάπη στην ομάδα είναι αρετές που εξαφανίζονται. Ισως γι' αυτό ακριβώς περιπτώσεις όπως αυτές του Μαλντίνι, του Γκιγκς, του Γιάννη Γκούμα ή του «Τζόλε», που ουσιαστικά γερνάνε με μια φανέλα, γίνονται σημεία αναφοράς. Βέβαια, σε μια δραστηριότητα όπως το επαγγελματικό ποδόσφαιρο, που εδώ και αρκετά χρόνια αποτελεί σημαντικό κομμάτι της βιομηχανίας του θεάματος, οι δημόσιες σχέσεις παίζουν καθοριστικό ρόλο.

Οι πρωταγωνιστές συχνά δεν διστάζουν να διαφημίσουν αυτή την αγάπη τους, την αφοσίωσή τους στον σύλλογο που ανήκουν. Ή στον σύλλογο στον οποίο προσφέρουν τις υπηρεσίες τους έναντι αμοιβής. Σε αρκετές περιπτώσεις πάρα πολύ μεγάλης. Ομως οι δημόσιες σχέσεις είναι μια μέθοδος που χρησιμεύει για να δημοσιοποιεί κάτι και τις περισσότερες φορές να το ωραιοποιεί σε τέτοιο βαθμό, που στο τέλος το παραποιεί. Μελετώντας τα στοιχεία κάποιων περασμένων ισολογισμών της Αρσεναλ, διαπίστωσα κάτι πάρα πολύ ενδιαφέρον.

Το 2006 ο Ανρί, παίκτης-σύμβολο των «κανονιέρηδων» μετά την αποχώρηση του Βιεϊρά, πήρε 10 εκατομμύρια στερλίνες για να υπογράψει την πρόωρη ανανέωση του συμβολαίου του με την ομάδα. Μια ανανέωση που κράτησε μία μόλις σεζόν, στην οποία ο Ανρί έκανε 27 εμφανίσεις με την κόκκινη φανέλα και σημείωσε 12 γκολ. Τα 10 εκατομμύρια ήταν η προκαταβολή μισθών και πριμ υπογραφής. Μετά την υπογραφή ο Ανρί, ο οποίος ήταν στόχος της Μπάρτσα, είχε δηλώσει πως «έμεινα διότι αγαπώ τον σύλλογο.

Δεν μπορούσα να απογοητεύσω τους οπαδούς μας. Η αγάπη που έχω εισπράξει εδώ είναι συγκινητική. Δεν έπαιξα ποτέ στην Ισπανία και τώρα πια δεν πρόκειται ποτέ να αγωνιστώ εκεί. Υπέγραψα το τελευταίο μου μεγάλο συμβόλαιο με την ομάδα της καρδιάς μου, την Αρσεναλ». Κάτι λιγότερο από ένα χρόνο αργότερα, ο Γάλλος θα υπογράψει στην Μπάρτσα με αποδοχές 520.000 στερλινών τον μήνα και θα δηλώσει στη Βαρκελώνη: «Είμαι στ' αλήθεια ευτυχής που βρίσκομαι εδώ. Από τώρα θα ζω και θα αναπνέω για την Μπαρτσελόνα».

Ε, η αφοσίωση, η αγάπη του Ανρί έχουν τιμή. Λίγο αλμυρή, βέβαια, αλλά οι φίλοι της Μπαρτσελόνα δεν φάνηκε να την εκτιμούν. Ανάλογα περιστατικά μπορεί να θυμηθεί και να εντοπίσει κανείς σε πολλά πρωταθλήματα και όχι μόνο στο αγγλικό. Απλώς εκεί υπάρχουν τα πολλά χρήματα που αγοράζουν αφοσίωση σωρηδόν. Οπως, ας πούμε, συνέβη και με την περίπτωση του Ντίμιταρ Μπερμπάτοφ. Τον περασμένο Ιανουάριο, όντας ποδοσφαιριστής της Τότεναμ και ενώ ήδη είχαν ξεκινήσει τα σενάρια της μεταγραφής του, ο Βούλγαρος δηλώνει ότι «αυτή η φημολογία για την επικείμενη μεταγραφή μου είναι εξοργιστική.

Εχω κουραστεί να βλέπω το όνομά μου συνεχώς στις εφημερίδες. Πάει πολύ. Θέλω να με αφήσουν ήσυχο να παίξω ποδόσφαιρο». Τρεις μήνες μετά ο μάνατζερ του Μπερμπάτοφ, ο Εμίλ Ντάντσεφ, δηλώνει ότι «ο Ντίμιταρ είναι 27 χρόνων και έχει ανάγκη, το θέλει πολύ, να κερδίσει τίτλους. Εχει έρθει η ώρα για να κάνει μεταγραφή. Ηδη υπάρχουν επτά ή οκτώ ομάδες που ενδιαφέρονται γι' αυτόν εδώ και πολύ καιρό». Οι δηλώσεις του Μπερμπάτοφ όταν υπέγραψε στη Γιουνάιτεντ για την καλύτερη ομάδα της Αγγλίας, τον μεγαλύτερο σύλλογο του κόσμου με τα εκατομμύρια των οπαδών, είναι πολύ πρόσφατες.

Και ήταν ένα μήνυμα δημόσιων σχέσεων προς τους οπαδούς. Ενα μήνυμα που έλεγε «ξέρω πού ήρθα και ξέρω τι θέλετε από μένα. Θα γεμίσω με γκολ τα αντίπαλα δίχτυα». Ο Μπερμπάτοφ -και ο κάθε Μπερμπάτοφ- κάνει τη δουλειά του διότι πληρώνεται πολύ καλά και όχι επειδή αγαπάει την ομάδα ή είναι αφοσιωμένος σε αυτή. Φυσικά και ο Μαλντίνι πληρώνεται και ο Γκιγκς, αλλά και ο Τζέραρντ. Ο οποίος, όμως, αρνήθηκε τα εκατομμύρια του Αμπράμοβιτς και προτίμησε να μείνει στην ομάδα που αγαπάει. Τη Λίβερπουλ.

Η τιμή του brand name

Mια παράλληλη ιστορία. Πάλι από το 2006. Ο εκτελεστικός διευθυντής της Γιουνάιτεντ, Ντέιβ Γκιλ, ανακοινώνει ότι η Μάντσεστερ απέρριψε μια πρόταση 70 εκατομμυρίων στερλινών για τη διαφήμιση στη φανέλα. Αν η πρόταση γινόταν αποδεκτή, θα ήταν η μεγαλύτερη συμφωνία για διαφήμιση σε φανέλα ποδοσφαιρικής ομάδας. Η πρόταση είχε υποβληθεί από τη Mansion, μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες τζόγου στη Βρετανία. Η Γιουνάιτεντ τότε προτίμησε να αποδεχθεί την πρόταση της μεγάλης -ίσως της μεγαλύτερης- εταιρείας ασφαλιστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ, της AIG.

Η αιτιολογία του εκτελεστικού διευθυντή της Γιουνάιτεντ ήταν ότι αν η Μάντσεστερ αποδεχόταν την πρόταση της Mansion, θα έκανε ζημιά στο brand name της ομάδας, στην εικόνα της. «Απορρίψαμε τη μεγαλύτερη πρόταση για διαφήμιση, διότι θέλαμε να δεχθούμε τη σωστή πρόταση. Νιώσαμε άσχημα με την ιδέα ότι πολλά παιδιά που θα αγόραζαν και θα φορούσαν τη φανέλα της Γιουνάιτεντ θα διαφήμιζαν μια εταιρεία τζόγου». Προφανώς, είναι προτιμότερο οι πιτσιρικάδες, κατά τον Γκιλ, να φοράνε μια φανέλα που διαφημίζει την AIG, μία εταιρεία που 3 ή 4 μήνες πριν από τη συμφωνία της με τη Μάντσεστερ πλήρωσε 1 δισ. 600 εκατομμύρια δολάρια για να διακανονίσει νομικά μια καταγγελία για απάτη.

Πρόκειται για το μεγαλύτερο ποσό που πληρώθηκε ποτέ στις ΗΠΑ για παρόμοια περίπτωση (εδώ υπάρχει μια εξήγηση για τα τεράστια ποσά που πληρώνουν κάποιες εταιρείες για να διαφημιστούν στις φανέλες ομάδων. Φανέλες που πολλαπλασιάζουν το σήμα της διαφημιζόμενης εταιρείας τόσες φορές όσες και οι οπαδοί της ομάδας που θα αγοράσουν τη φανέλα της ομάδας που αγαπούν. Οι οπαδοί μεταβάλλονται σε διαφημιστικές πινακίδες, χωρίς φυσικά να πληρώνονται γι' αυτό.

Για την ιστορία, η AIG, που γλίτωσε τη χρεοκοπία την περασμένη ομάδα χάρη στα 85 δισ. δολάρια που της έδωσε το αμερικανικό δημόσιο, είχε συμφωνήσει με τη Γιουνάιτεντ να δίνει 1.000 στερλίνες σε φιλανθρωπική δράση που έχει στόχο τα παιδιά για κάθε γκολ που θα σημειώνει η ομάδα του Μάντσεστερ. Πλήρωσε πέρυσι δηλαδή 133.000 στερλίνες. Τα φετινά χρήματα θα είναι προσφορά των Αμερικανών φορολογουμένων, οι οποίοι δεν ξέρω πώς σχολιάζουν το γεγονός ότι λίγο πριν δημοσιοποιηθούν τα οικονομικά προβλήματα της AIG η ίδια εταιρεία πλήρωσε 7 εκατομμύρια δολάρια ως μπόνους σύνταξης στον αποχωρήσαντα εκτελεστικό διευθυντή της, Ρόμπερτ Βίλουμσταντ.

Η γελοιότητα των γκάλοπ

Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ ότι τα γκάλοπ χρησιμεύουν για να γεμίζουν ώρες ανούσιων πολιτικών συζητήσεων στην τηλεόραση. Ωρες που έχουν συγκεντρώσει αρκετές χιλιάδες ευρώ σε διαφημιστικό χρόνο. Ούτε μου είχε περάσει ποτέ από τον νου ότι μπορεί ένα ΜΜΕ, για να εξυπηρετήσει τις επιδιώξεις του ιδιοκτήτη του, να παραγγείλει ένα γκάλοπ που να δίνει μία συγκεκριμένη εικόνα. Φυσικά, ούτε το ενδεχόμενο οι ερωτήσεις των γκάλοπ να είναι κατευθυνόμενες με απασχόλησε ποτέ ή η πιθανότητα να γίνονται τα γκάλοπ για να επιβεβαιώσουν κάτι που όλοι ξέρουμε και να παρουσιάζεται ως επιτυχία του γκάλοπ.

Οπως δεν κατάλαβα ποτέ τι είδους πολιτική έχουν και ασκούν οι κυβερνήσεις εκείνες που το πρώτο μέλημά τους είναι να αντιστρέψουν τα μηνύματα των γκάλοπ και όχι να διαχειριστούν αποτελεσματικά τις τύχες της χώρας. Εμαθα, όμως, να υπολογίζω εκείνα τα γκάλοπ που γίνονται σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα, με τους ίδιους όρους, την ίδια επιστημονική μέθοδο και δεν έχουν στόχο τον εντυπωσιασμό. Και τις κυβερνήσεις και τα κόμματα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που διαμορφώνουν την πολιτική τους ανεξάρτητα από τις δημοσκοπήσεις και τις θεαματικότητες των τηλεπαραθύρων.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube