Στα αγγλικά, ανάμεσα σε αρκετές άλλες έννοιες, η λέξη «kinks» σημαίνει και «γρέζια». Πραγματικά ή μεταφορικά. Τις ιδιοτυπίες στον χαρακτήρα του καθενός, που δεν είναι ανάγκη να αξιολογηθούν, αλλά του προσδίδουν τη μοναδικότητα σε σχέση με τους άλλους. Τα ποδοσφαιρικά «γρέζια» παραδοσιακά λατρευόντουσαν στην κερκίδα του Ολυμπιακού. Τα καθαρά τεχνικά, όπως το κόλλημα του Ζιοβάνι να προσπαθεί να κρεμάσει κάθε τερματοφύλακα με σουτ από τη σέντρα, μέχρι και στη συμπεριφορά, όπως η μανία του Βασίλη Μποτίνου να κυνηγάει τους επόπτες στις γραμμές. Από τον πρόεδρο μέχρι τον τελευταίο οπαδό του Ολυμπιακού, η μανία για τακουνάκια, ποδιές, τσαμπουκάδες φτάνει στην εξάρτηση. Είναι, λοιπόν, αμαρτία απ' τον Θεό ένας ποδοσφαιριστής που είναι πιθανότατα καλός, αλλά με τέτοια έλλειψη γρεζιών που να μοιάζει άχρωμος, να βρεθεί να παίζει στον Ολυμπιακό. Φυσικά, αναφέρομαι στον πολλά από Τύπο και οπαδούς μαρτυρήσαντα Οσκαρ Γκονθάλεθ.
Είμαι βέβαιος ότι στις παγκόσμιες ιστορίες του ποδοσφαίρου δεν θα φιγουράρει το όνομα του Οσκαρ Γκονθάλεθ. Από την άλλη, είμαι επίσης βέβαιος ότι στην ιστορία του Ολυμπιακού και στο κεφάλαιο «άμπαλοι» το όνομα του Οσκαρ δεν θα βρεθεί μπροστά από του Μάριτς ή του Μπόρχα. Μόνο που ο Μάριτς ήταν ο «καραφλός βράχος» του κέντρου και ο Μπόρχα η «κόμπρα του Ισημερινού», ενώ ο Οσκαρ είναι… Οπως φάνηκε στο χθεσινό ματς, ο Οσκαρ είναι ένας καλός ποδοσφαιριστής που παίζει δεύτερος επιθετικός, που με το που δίνει την μπάλα κινείται στον κενό χώρο για να πάρει την πάσα και όταν την πάρει προσπαθεί να τελειώσει την φάση. Οχι με το τακουνάκι, όχι με το αυτί, αλλά πλασάροντας με το εσωτερικό προς τα δίχτυα, όπως έκανε στο γκολ. Αυτά τα στοιχεία τον κάνουν αρκετό για τον Ολυμπιακό; Για βασικό νομίζω πως όχι. Αλλά και το να ακούγεται ότι ο Οσκαρ πρέπει να απελαθεί αφού πρώτα δημευθεί η περιουσία του είναι υπερβολή. Αν δεν του ζητάνε να κάνει πράγματα που δεν μπορεί, όπως να παίζει στη γραμμή, αν ανεξάρτητα από τα χρήματα που δαπανήθηκαν σήμερα στον Ολυμπιακό καταλαβαίνουν τι μπορούν να περιμένουν, ο Οσκαρ κάτι μπορεί να δώσει.
Στο φινάλε οι οπαδοί του Ολυμπιακού μπορούν να ξεχαρμανιάζουν με τους άλλους characters της ενδεκάδας. Οπως για παράδειγμα τον Ντάρκο Κοβάσεβιτς. Ο οποίος από ηλικία θα μπορούσε να έχει παιδί της παντρειάς και πλακώνει τα «πίτσκου», τα «πούτα» και τα σχετικά επειδή ο προπονητής του τον κάνει αλλαγή ένα τέταρτο πριν τελειώσει το ματς. Εκτός αν προτιμάνε τον Λέτο, που από την εποχή που ο Δώνης έπαιζε μπάλα δεν έχω δει ποδοσφαιριστή να έχει τόση ομοιότητα στο τρέξιμο με τα άλογα. Και αν ούτε κι αυτό τους φτάνει, να ξαναζητήσουν να διαιτητεύσει ο Τριτσώνης. Κάθε άνθρωπος θέλει να έχει μια ιστορία μαγκιάς στη ζωή του για να τη διηγείται και ένα πέναλτι εναντίον του Ολυμπιακού στο Καραϊσκάκη είναι πάντα μια καλή αρχή για να διηγείσαι στα εγγόνια σου. Μόνο που αν θέλεις να κάνεις τη μαγκιά και να δώσεις ένα πέναλτι που δεν υπάρχει, κάν' την όταν το σκορ είναι 0-0 να το ευχαριστηθείς. Να το κάνεις στο τελευταίο τέταρτο και με το σκορ 3-0, είναι σαν να λες ότι έχεις πλακώσει τον Μοχάμεντ Αλί, αλλά ξεχνάς να πεις ότι ήταν 60 και είχε πάθει Πάρκινσον.