Οι πρώτες διαφημίσεις χορηγών στις φανέλες των ομάδων στην Αγγλία ξεκίνησαν το 1979, τη χρονιά που κέρδισε τις εκλογές η Μάργκαρετ Θάτσερ. Κάτι διαφημίσεις με τεράστια γράμματα, κυρίως μικρομεσαίων επιχειρήσεων όπως εταιρείες γραφικής ύλης και εξοπλισμού γραφείων, λογιστικές φίρμες, μπίρες, αλυσίδες περιποίησης κήπων, τέτοιες εταιρείες. Εξαίρεση, αν θυμάμαι καλά, πρέπει να ήταν η Λίβερπουλ με εκείνα τα τεράστια γράμματα της HITACHI στην κόκκινη φανέλα. Μπορεί να μην είναι καθόλου τυχαίο ότι η διαφήμιση στη φανέλα εμφανίστηκε την εποχή που περνούσαμε στην «θατσερική» αντίληψη για την οικονομία, με την αποθέωση και την θεοποίηση της κατανάλωσης.
Ηταν η εποχή που θα οδηγούσε σε απόσυρση από το προσκήνιο της ιστορίας τη βρετανική μεσαία τάξη και τις παραδόσεις της. Φυσικά, εκείνη η εποχή είναι ένα είδος... προϊστορίας που έχει πλέον ξεχαστεί. Με τα δυσάρεστα, τα αντιαισθητικά ή τα πιπεράτα. Ας πούμε, η Αρσεναλ, όταν ταξίδευε στην Ισπανία, αφαιρούσε το όνομα του χορηγού από τη φανέλα, την εταιρεία παιχνιδιών SEGA, γιατί στα ισπανικά η λέξη σημαίνει μαλακίζομαι. Με το πέρασμα του χρόνου διορθώθηκε και η αισθητική των logo των χορηγών και μπήκαν κανόνες για το μήκος των γραμμάτων και των διαφημίσεων. Ομως το κενό στη φανέλα της Γουέστ Χαμ το περασμένο Σάββατο –εξαιτίας της πτώχευσης της εταιρείας τουρισμού XL– μαρτυρά ότι η οικονομική κρίση, η οποία έχει ακόμα πολλά κεφάλαια, θα επηρεάσει σοβαρά τα οικονομικά του ποδοσφαίρου.
Ο κλάδος παροχής οικονομικών υπηρεσιών –ασφάλειες, τράπεζες, πιστωτικές κάρτες κ.λπ.– είναι ο κλάδος που συνεισφέρει τα περισσότερα χρήματα στη χορηγία της φανέλας των ομάδων. Παγκοσμίως υπολογίζεται ότι συνεισφέρει 1.902 δισ. δολάρια τον χρόνο. Αυτός ο κλάδος, όμως, είναι που πλήττεται περισσότερο από κάθε άλλον. Και οι εκτιμήσεις των ειδικών της αγοράς υποστηρίζουν ότι τα πρωταθλήματα που θα χτυπηθούν περισσότερο είναι το γερμανικό και το ισπανικό, αν και οι Ισπανοί ήδη δοκιμάζονται από την κατάρρευση του κλάδου των κατασκευαστικών εταιρειών. Αν αυτή είναι μία πλευρά, δυσάρεστη, της οικονομίας του ποδοσφαίρου, υπάρχει και η ευχάριστη.
Για παράδειγμα, πρέπει ήδη από χθες να έχουν γνωστοποιηθεί τα στοιχεία της οικονομικής δραστηριότητας της Αρσεναλ για το οικονομικό έτος που ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο που μας πέρασε. Πέρυσι τα έσοδα των «κανονιέρηδων» εκτοξεύθηκαν από τα 170 περίπου εκατομμύρια ευρώ στα 305. Φέτος είναι ακόμη περισσότερα για τρεις κυρίως λόγους. Εσοδα από μεταγραφές, αυξημένα έσοδα από τα εισιτήρια και από τις πωλήσεις πολυτελών διαμερισμάτων που οικοδομήθηκαν στο παλιό γήπεδο της Αρσεναλ, το «Χάιμπουρι». Βέβαια, έσοδα δεν σημαίνει κατ' ανάγκη κέρδη. Και οι «κανονιέρηδες» έχουν χρέη –που δημιουργήθηκαν από τα δάνεια για την κατασκευή του «Emirates»–, τα οποία φθάνουν τα 257 εκατομμύρια στερλίνες. Πρέπει λοιπόν να διατηρήσουν τη δυνατότητά τους για υψηλά έσοδα, έτσι ώστε να μπορούν να έχουν κέρδη και να αποπληρώνουν τις δόσεις τους και να χρησιμοποιήσουν ό,τι περισσέψει για επενδύσεις ή μεταγραφές. Και αν η Αρσεναλ είναι μια ευχάριστη ιστορία στην οικονομία του ποδοσφαίρου, για κάθε μια τέτοια ιστορία υπάρχουν τουλάχιστον δέκα άσχημες. Που δεν τις μαθαίνουμε όλες.
Μια από αυτές που μάθαμε, όμως, είναι αυτή της σκωτσέζικης Ρέιντζερς. Η οποία, παρά το γεγονός ότι αύξησε κατά 54% τα έσοδά της σε σχέση με την περασμένη χρονιά, αύξησε το συνολικό της χρέος από τα 16 εκατομμύρια στερλίνες στα 21,5. Γα την ιστορία αναφέρω ότι τα έσοδα της Ρέιντζερς τη χρονιά που έκλεισε τον Ιούνιο έφτασαν τα 64,5 εκατομμύρια στερλίνες.
Και μια ιστορία παραλογισμού για το τέλος. Ο Μάικ Ασλεϊ, ο πρόεδρος της Νιούκαστλ που ισχυρίζεται ότι έχει επενδύσει συνολικά στην ομάδα 230 εκατομμύρια στερλίνες, για να την πουλήσει σε κάποια επενδυτική ομάδα του Ντουμπάι ζητάει 480. Ε, θα πει κάποιος. Αμα του τα δώσουν; Θα τα πάρει. Με την ομάδα, όμως, τι θα γίνει. Θυμίζω ότι και τη Λίβερπουλ κάποιοι την αγόρασαν με προσδοκίες, αλλά πριν από 15 μέρες η ομάδα ανακοίνωσε ότι αναστέλλει τα σχέδια για τη δημιουργία νέου γηπέδου λόγω οικονομικών δυσκολιών.