Παρακολουθούσα την αγωνιστική συμπεριφορά της Ιντερ στο παιχνίδι με τον ΠΑΟ. Οχι για να κατανοήσω ή να συγκρίνω αγωνιστικά συστήματα και ποδοσφαιρικές αξίες. Εν ολίγοις, σε όλα τα παιχνίδια, αυτού του επιπέδου κυρίως, με απασχολεί πολύ περισσότερο το «γιατί» από το «πώς». Το «πώς» και στο ποδόσφαιρο, όπως και σε πολλά άλλα πράγματα στη ζωή, καθορίζεται από το «γιατί».
Η διαφορά ποιότητας με την ιταλική ομάδα είναι δεδομένη. Οπως δεδομένη είναι η διαφορά στα μέσα, την ιστορία, την παράδοση και το ειδικό βάρος. Και αυτή η διαφορά καθορίζει τόσο το «πώς» της τακτικής όσο και το «γιατί» του στόχου. Προφανώς και οι δύο ενδιαφέρονται για τη νίκη, αλλά ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες. Είναι σαν σε μία κούρσα εκατό μέτρων οι Ιταλοί -και κάθε άλλος που βρίσκεται στη θέση τους- να ξεκινούν από ένα βατήρα ο οποίος βρίσκεται 10 μέτρα πιο μπροστά από την αφετηρία. Εκεί όπου βρίσκεται ο ΠΑΟ -και κάθε άλλη ομάδα στη θέση του.
Η Ιντερ στο δεύτερο ημίχρονο ήταν φανερό ότι κρατήθηκε περισσότερο πίσω, έχοντας ήδη το προβάδισμα ενός γκολ. Υποθέτω, γιατί υπόθεση είναι κάθε γνώμη, ότι αυτή ήταν η στρατηγική της. Να βασιστεί στην ποιότητά της για να κρατήσει το προβάδισμα στο σκορ και να εκμεταλλευθεί τα κενά που θα παρουσίαζε ο λιγότερο ποιοτικός ΠΑΟ, όταν στο δεύτερο ημίχρονο θα ανοιγόταν για να ισοφαρίσει ή και να κυνηγήσει τη νίκη.
Δεν με ενδιαφέρει να μετρήσω τις τακτικές, όσο το να προσεγγίσω το «γιατί» της Ιντερ. Που επειδή ξεκινάει με στόχο την κατάκτηση του τροπαίου -και όχι την απλή διάκριση όπως ο ΠΑΟ- θα υιοθετήσει τη φιλοσοφία τού «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Ο σκοπός της θέλει -ανάμεσα στα άλλα- και την οικονομία δυνάμεων. Παίζει μόνο όσο χρειάζεται για να πάρει το αποτέλεσμα που θέλει. Και αν συνεχίσει να το κάνει με επιτυχία, θα κατακτήσει το τρόπαιο και θα κερδίσει χρήματα και οπαδούς.
Αυτό, όμως, νομίζω ότι θα οδηγήσει στη συντηρητικοποίηση του παιχνιδιού, απονευρώνοντάς το από τα βασικά χαρακτηριστικά του. Θα πάψει να είναι παιχνίδι. Θα πάψει να ψυχαγωγεί. Και το παιχνίδι δεν ψυχαγωγεί με το αποτέλεσμα αλλά με το θέαμα που προσφέρει. Τα τελευταία χρόνια με την εμπορευματοποίηση του παιχνιδιού καλλιεργείται μια εντύπωση που ταυτίζει την ικανοποίηση του παιχνιδιού με το αποτέλεσμα. Που πρώτα από όλα βολεύει εκείνον που επενδύει στο αποτέλεσμα.
Οι ιδιοκτήτες των ομάδων επενδύουν χρήματα. Εμείς εκπαιδευόμαστε στην ικανοποίηση του «οπαδικού εγωισμού». Αυτόν μαθαίνουμε να επενδύουμε στο παιχνίδι. Κερδίζει η ομάδα μου και η νίκη γίνεται προσωπική. Υπάρχω και υπάρχω καλά. Χάνω και η ήττα γίνεται προσωπική. Αυτό, όμως, δεν έχει να κάνει με ένα παιχνίδι. Η αλλαγή στα χαρακτηριστικά του παιχνιδιού οδήγησε και σε αλλαγή της συμπεριφοράς των ποδοσφαιριστών, εκτός από τους θεατές. Για ποιο λόγο ο Μπερμπάτοφ θέλει να φύγει από την Τότεναμ για να πάει στη Γιουνάιτεντ; Ο Ρονάλντο στη Ρεάλ;
Ο Ρομπίνιο από τη Ρεάλ στη Μάντσεστερ Σίτι; Τι τους λείπει, οι τίτλοι; Η απάντηση είναι εύκολη. Εκείνο που κυνηγάνε όλοι. Το χρήμα. Ακόμα και στην κοινωνία των ποδοσφαιριστών, η πίστη στην ομάδα και ο σεβασμός στο συμβόλαιο έχουν πάψει να ισχύουν.
Η απληστία ομάδων, ποδοσφαιριστών και μάνατζερ σιγά σιγά περιορίζει το παιχνίδι σε μία «χρυσή» φυλακή. Σαν πίθηκος στο κλουβί που θα περνάνε τα παιδάκια την Κυριακή και θα τον ταΐζουν φιστίκια. Δείτε τι συμβαίνει με τα παιχνίδια που προσφέρουν θέαμα στο Τσάμπιονς Λιγκ. Οσο προχωρά η διοργάνωση και τα κέρδη που διακυβεύονται είναι μεγαλύτερα τόσο η σκοπιμότητα κυριαρχεί και το παιχνίδι γίνεται ένα βαρετό ή σκληρό project με εμπορικούς στόχους. Και όλο αυτό είναι διαπίστωση. Το πώς και το αν αλλάζει αυτή η κατάσταση είναι μια άλλη μεγάλη κουβέντα, που κάποτε πρέπει να ξεκινήσει.
Οσα ξέρει ο νοικοκύρης...
Πολύ συχνά όλοι μας επικρίνουμε τους προπονητές επειδή επέλεξαν να αγωνιστούν με έναν τρόπο αντί με έναν άλλο ή γιατί χρησιμοποίησαν έναν ποδοσφαιριστή, που κατά τη γνώμη μας δεν θα έπρεπε να συμπεριληφθεί στην ενδεκάδα. Τις περισσότερες φορές η κριτική μας γίνεται μετά το παιχνίδι και όταν έχουμε μπροστά μας το αποτέλεσμα.
Είναι δηλαδή μία κριτική εκ του ασφαλούς. Ολοι έχουμε το δικαίωμα να κάνουμε κριτική σε προπονητικές επιλογές, αλλά δεν έχουμε όλοι στα χέρια μας τα δεδομένα που έχει ένας προπονητής. Είτε αφορούν την ομάδα του είτε πρόκειται για τους αντιπάλους του. Πολλές φορές οι προπονητές χρειάζεται να μελετήσουν τον τρόπο παιχνιδιού του αντιπάλου για ώρες. Με βίντεο, υλικό, τις αναφορές των σκάουτερ ή ακόμα έχοντας οι ίδιοι διαμορφώσει προσωπική αντίληψη.
Η εικόνα για τον αντίπαλο είναι μία εικόνα για την οποία έχουμε πολύ μικρότερη γνώση απ’ ό,τι ο προπονητής, παρά το γεγονός ότι μπορούμε πλέον να δούμε στην τηλεόραση τα πάντα, ξεχνώντας φυσικά ότι η τηλεόραση δίνει μία περιορισμένη γνώση για το παιχνίδι μίας ομάδας. Φυσικά, όσο λιγότερο γνωστή είναι μια ομάδα τόσο δυσκολότερο για τον φίλαθλο–οπαδό είναι να γνωρίζει πράγματα γι’ αυτήν. Επίσης, περιορισμένη μπορεί να είναι η γνώση μας και για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι ποδοσφαιριστές της ομάδας που υποστηρίζουμε.
Ο προπονητής έχει στη διάθεσή του στοιχεία από ιατρικές ή εργομετρικές εξετάσεις, αναφορές φυσιοθεραπευτών και εικόνα από τις προπονήσεις, στοιχεία στα οποία εμείς δεν έχουμε πρόσβαση. Και επιπλέον δεν έχουμε πρόσβαση στο μυαλό του για να ξέρουμε τι σκέφτεται και πώς σχεδιάζει να αντιμετωπίσει ένα παιχνίδι. Προχθές, όταν έγινε γνωστή η σύνθεση του ΠΑΟ, το όνομα του Μουν -για τον οποίο πριν από ένα μήνα μέχρι φωνές για να δοθεί δανεικός ακούγονταν- προξένησε μεγάλη έκπληξη. Αρνητική στους περισσότερους, που βιάστηκαν να χαρακτηρίσουν την επιλογή του Τεν Κάτε.
Η αγωνιστική συμπεριφορά του Μουν δικαίωσε τον προπονητή του, που φάνηκε ότι είχε ένα σχέδιο στον νου του και γι’ αυτό τον επέλεξε. Μπορεί, όπως είδαμε και στο παιχνίδι, κάποια μέρη του αγωνιστικού σχεδίου του Τεν Κάτε να μη δούλεψαν, αλλά έτσι γίνεται πάντα. Δεν βγαίνουν στο γήπεδο, κάθε φορά, οι σχεδιασμοί για πολλούς λόγους. Ακόμα και για λόγους τύχης ή ατυχίας. Σε μας, όμως, γιατί όλοι οι σχεδιασμοί βγαίνουν μετά το αποτέλεσμα; Ή στον υπολογιστή παίζοντας Championship Manager;
Ο Ομπάμα και το μάρκετινγκ
Κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει την ύπαρξη και πολύ περισσότερο τη σπουδαιότητα του πολιτικού μάρκετινγκ, ιδιαίτερα δε στις εκλογικές αναμετρήσεις. Αυτό το μάρκετινγκ φτάνει στο απόγειο -και στην υπερβολή- στις αμερικανικές εκλογές. Εκεί που όλα σχεδόν έχουν στηθεί πάνω στην προσπάθεια να «πουληθεί» ένα πρόσωπο, πολύ περισσότερο από μια ιδεολογία. Αλλωστε, η μόνη ιδεολογία στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ είναι η συντήρηση και διαφήμιση αυτού που ονομάζεται «αμερικανικό όνειρο».
Εκείνο που μου κάνει εντύπωση είναι η προσπάθεια κάποιων εγχώριων ΜΜΕ να μας «πουλήσουν» την καταλληλότητα του Μπάρακ Ομπάμα, όταν είναι δεδομένο ότι εκείνο που θα φροντίσει να κάνει -αν εκλεγεί- είναι να υπερασπίσει τα αμερικανικά συμφέροντα και όχι τα ελληνικά. Αλλωστε, ο Μπιλ Κλίντον στο συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος στο οποίο ο Ομπάμα πήρε το χρίσμα του τόνισε ότι εκείνο που έχει να κάνει είναι «να αποκαταστήσει το αμερικανικό όνειρο και την ηγεσία των ΗΠΑ στον κόσμο».