Σκέφτομαι πως αν ήμουν αρκετά μικρότερος θα πανηγύριζα για τα χάλια της αμερικανικής οικονομίας και για την οικονομική κρίση που αρχίζει να επεκτείνεται. Σε σημείο τέτοιο, που πολλοί εκτιμούν ότι έχουμε τα σημάδια μίας κρίσης, ίσως και μεγαλύτερης από εκείνη του 1929. Κατά σύμπτωση, κρίση που εκδηλώθηκε και αυτή στη μητρόπολη του καπιταλισμού. Και πρόκειται για μία κρίση που επηρεάζει ολόκληρο τον κόσμο και όχι μόνο τις ΗΠΑ, διότι οι οικονομικές ζημιές και οι απώλειες κεφαλαίων σημαίνουν απολύσεις, ανεργία, πτωχεύσεις και πάει λέγοντας.
Και αυτό συμβαίνει διότι η αλληλεξάρτηση των οικονομιών είναι σχεδόν απόλυτη την εποχή της παγκοσμιοποίησης, η οποία στην ουσία δεν είναι κάτι τόσο καινούργιο όπως θέλουν να μας πείσουν διάφοροι αεριτζήδες θεωρητικοί. Πριν από 80 περίπου χρόνια δεν ήτανε που η Ρόζα Λούξεμπουργκ έγραφε στη «Συσσώρευση κεφαλαίου» ότι ο καπιταλισμός αποτελεί μια μοναδική παγκόσμια εσωτερική αγορά; Αυτά, βέβαια, κάποιοι τα χαρακτήριζαν αριστερούς εξτρεμισμούς, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με την «πραγματική οικονομία». Αλλά γι' αυτή την «πραγματική οικονομία» θα μιλήσω παρακάτω.
Τα νούμερα (όσα γνωρίζουμε δηλαδή, επειδή πολλές τράπεζες, επενδυτικές και ασφαλιστικές εταιρείες κρύβουν ή προσπαθούν να κρύψουν ζημιές για να μην έχουν επιπτώσεις στην αξία των μετοχών τους) που αφορούν τα κεφάλαια που χάθηκαν στις χρηματαγορές αυτή τη χρονιά –μέχρι στιγμής– φτάνουν τα 16 τρισ. δολάρια –ιλιγγιώδες νούμερο– ενώ η κατάρρευση της αγοράς στεγαστικής πίστης στις ΗΠΑ έχει φορτώσει στις τράπεζες ζημιές 514 δισ. δολαρίων. Βέβαια, υπάρχουν πολλοί που προσπαθούν να δικαιολογήσουν το «σύστημα» ή να εξηγήσουν εκ των υστέρων με διάφορες θεωρητικές μαλακίες την οικονομική κρίση.
Η αλήθεια όμως για τα αίτια είναι εξαιρετικά απλή. Ο Κένεθ Γκαλμπρέιθ, ένας από τους μεγαλύτερους οικονομολόγους του περασμένου αιώνα που είχε μελετήσει σε βάθος την κρίση του 1929, είχε γράψει ότι οι οικονομικές κρίσεις έχουν δύο αίτια: την άγνοια της οικονομικής ιστορίας και την ανθρώπινη απληστία.
Αν αφήσουμε κατά μέρος την οικονομική ιστορία (στην εποχή της ταχύτητας και του ελάχιστου χρόνου κανείς από αυτούς που αποφασίζουν δεν ασχολείται με τη μελέτη της οικονομικής ιστορίας) μένει η ανθρώπινη απληστία. Και η κρίση στην αγορά της στεγαστικής πίστης στις ΗΠΑ ξεκίνησε επειδή κάποια τσογλάνια, για να μεγαλώσουν τα μπόνους και τα κέρδη τους, βρήκαν την ευκαιρία με βάση τα δάνεια υψηλού ρίσκου (δηλαδή δάνεια που έδιναν σε δανειολήπτες που υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να μην αποπληρώσουν) να δημιουργήσουν διάφορα σύνθετα τραπεζικά προϊόντα, τα οποία όμως δεν κατάφεραν να ελέγξουν όταν τα πράγματα δεν εξελίχτηκαν όπως πίστευαν.
Ετσι, όταν είχαμε τον πρώτο οικονομικό ασθενή λόγω της αλληλεξάρτησης των οικονομιών, το μικρόβιο της κρίσης άρχιζε να διαδίδεται με ταχύτητα. Οι χρηματιστηριακές αγορές δεν μπορούν πλέον να ελεγχθούν. Διότι με βάση τα νεοφιλελεύθερα δόγματα της περίφημης «σχολής του Σικάγου» –δημιούργημα του νομπελίστα οικονομολόγου Μίλτον Φρίντμαν–, τα οποία εμφανίστηκαν στην αμερικανική και μετά στην παγκόσμια οικονομία των αρχών της δεκαετίας του '70, η αγορά λειτουργεί αποτελεσματικότερα όταν το κράτος δεν την ελέγχει και ο ρόλος του στην οικονομική δραστηριότητα περιορίζεται. Οταν οι κοινωνικές δαπάνες θεωρήθηκαν αναποτελεσματικές επειδή έκαναν τους ανθρώπους εξαρτημένους, γεγονός που περιόριζε δραματικά την παραγωγικότητα, τις πωλήσεις και φυσικά τα κέρδη.
Η πολιτική –και οι πολιτικοί– σταδιακά άρχισαν να υποχωρούν από το προσκήνιο και να μετατρέπονται σε υπηρέτες των τραπεζιτών. Αυτοί δημιουργούσαν και συσσώρευαν κέρδη για λίγους, διευρύνοντας τις ανισότητες και ροκανίζοντας το κράτος, για να διαμορφώσουν μια κατάσταση οικονομικής ζούγκλας. Μίας ζούγκλας που τους άρεσε να ονομάζουν «πραγματική οικονομία». Μία οικονομία με τους τεράστιους μισθούς και τα μπόνους των στελεχών και τους παγωμένους μισθούς των εργαζομένων ή τις απολύσεις, όταν έπρεπε να τονωθούν οι κερδοφορίες.
Το τέλος είναι ακόμα μακριά
Kανείς, μα κανείς, δεν μπορεί ακόμα να κάνει προβλέψεις για το μέγεθος ή τη διάρκεια της κρίσης. Ολοι καταλαβαίνουν ότι μπορεί να μην είμαστε ακόμα ούτε μέχρι τη μέση και οι προτάσεις για τα μέτρα σωτηρίας –περιέργως– έχουν δύο κοινά χαρακτηριστικά: το πάγωμα των μισθών και την κρατικοποίηση των ζημιών που η απληστία των υπέρμαχων της ελεύθερης αγοράς δημιούργησε. Δηλαδή η λύση έχει στόχο να στηρίξει εκείνους που κερδοσκόπησαν και να φορτώσει τις ζημιές σε όλους τους άλλους. Το «κακό» ή το αντιπαραγωγικό κράτος τώρα που αναλαμβάνει τις ζημιές αναδεικνύεται χρήσιμο, αλλά δεν είχε δικαίωμα να έχει μερίδιο στα κέρδη ή να θέτει κανόνες που να περιορίζουν την απληστία.
Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, του βασικού πυλώνα της ΟΝΕ που δεν ελέγχεται από κανέναν, ο Ζαν Κλοντ Τρισέ είπε προχθές ότι «οποιαδήποτε αύξηση μισθών θα ήταν καταστροφική». Λες και όλα τα προηγούμενα χρόνια οι αυξήσεις μισθών ήταν ποτέ ευπρόσδεκτες. Το όλο σύστημα έχει οικοδομηθεί με τέτοιον τρόπο, που να εγγυάται και να προστατεύει την ευημερία των λίγων εις βάρος των πολλών και να αποτρέπει τις πιθανότητες αναδιανομής του παραγόμενου πλούτου. Εκλογικά συστήματα που «βαφτίζονται» πλειοψηφικά και επιτρέπουν σε κάποιες πολιτικές μειοψηφίες να νομοθετούν για την εξυπηρέτηση των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων και των τραπεζών.
Διαλυμένα εκπαιδευτικά συστήματα, τα οποία θα εγγυώνται την παραγωγή ειδικευμένων πτυχιούχων, στεγνών από οποιαδήποτε γνώση και απαλλαγμένων από το βάρος της δυνατότητας να ασκούν κριτική. Ενίσχυση της καταστολής και του περιορισμού των ελευθεριών πάσης φύσεως, με την επίκληση του ιδεολογήματος της τρομοκρατίας. Ετσι, διαμορφώνεται ένα υπάκουο εκλογικό σώμα, το οποίο εκπαιδευμένο από τα ΜΜΕ στην αποθέωση της ατομικότητας και την κατανάλωση θα εργάζεται δέσμιο των τραπεζών, γεγονός που θα περιορίζει τις όποιες αντιδράσεις.
Το σύστημα, όμως, δεν στηριζόταν πουθενά. Δεν είχε περιορισμούς ή νόμους. Φθάσαμε, λοιπόν, σε ένα σημείο που βιώνουμε τις συνέπειες της κατάρρευσης ενός μέρους του, που κανείς δεν ξέρει πόσο δυσβάστακτες μπορεί να είναι. Εκείνο, όμως, που είναι δεδομένο –κατά τη γνώμη μου– είναι ότι δεν μπορούμε να αφήσουμε την αλλαγή του συστήματος στα χέρια όσων το υπηρέτησαν και το στήριξαν. Κάπως, κάποιοι πρέπει και να μιλήσουν και να αντιδράσουν.
Τα ΜΜΕ και οι δημοσκοπήσεις
Πολλές φορές κάποιοι, μιλώντας για τα ΜΜΕ, τα χαρακτηρίζουν μέσα μαζικής εξημέρωσης ή εφησυχασμού. Και δεν έχουν καθόλου άδικο. Δείτε, για παράδειγμα, τον τρόπο που τα περισσότερα ΜΜΕ αντιμετώπισαν τα ευρήματα της τελευταίας δημοσκόπησης που έδειχνε ότι το ΠΑΣΟΚ προηγείται της Ν.Δ. κατά 2 και κάτι ποσοστιαίες μονάδες. Κανείς δεν εστιάζει στο γεγονός ότι και τα δύο μεγάλα κόμματα συγκεντρώνουν λιγότερο από το 57% του εκλογικού σώματος, ότι οι πολίτες σε ποσοστό πάνω από 70% είναι απογοητευμένοι από κυβέρνηση και αντιπολίτευση, ούτε στο ποσοστό της αρνητικής ψήφου.
Εκείνο που ενδιαφέρει είναι το προβάδισμα του ΠΑΣΟΚ, το οποίο προβάλλεται ως εναλλακτική λύση. Αν είναι ποτέ δυνατόν να αντικαταστήσεις ένα πρόβλημα με ένα άλλο. Οι εταιρείες δημοσκοπήσεων κρατούν τους πελάτες ικανοποιημένους. Πρώτο το ΠΑΣΟΚ, αλλά καταλληλότερος για πρωθυπουργός ο Καραμανλής. Και τα ΜΜΕ που μαζί με τις εταιρείες δημοσκοπήσεων μοιράζονται τα χρήματα των κρατικών διαφημίσεων και των κομμάτων αναζητούν αφελείς πελάτες για νατους σερβίρουν κουτόχορτο νέας εσοδείας.