Σωτήριον έτος 1931 ήταν όταν η ελληνική κοινωνία διαπίστωσε πόσο επικίνδυνοι μπορούν να αποβούν για τον καθένα οι... συγγενείς του. Τον Ιανουάριο του έτους εκείνου κομμάτιασαν τον εργολάβο Αθανασόπουλο η γυναίκα του, η πεθερά του κι ο γαμπρός του. Κι αν το όνομα του Αθανασόπουλου κέρδισε την αθανασία χάρη στο γνωστό ρεμπέτικο άσμα («Καημένε Αθανασόπουλε»), δεν συνέβη το ίδιο με τον Βύρωνα Καραπαναγιώτη. Τον υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος τον Μάιο του 1931 παραιτήθηκε από την κυβερνητική θέση του, αλλά κι απ' το βουλευτικό αξίωμα. Ο λόγος; Είχε αποκαλυφθεί ότι ένα έργο οδοποιίας ανατέθηκε σε εταιρεία στην οποία συμμετείχε ο γαμπρός του.

Η αντιπολίτευση ήγειρε θέμα δεοντολογίας. Ο πρωθυπουργός Βενιζέλος ζήτησε εξηγήσεις από τον Β. Καραπαναγιώτη. Κατά τα ειωθότα, ο Βενιζέλος τις έκρινε «ικανοποιητικές»: το έκανε με όσους συνεργάτες του εμπλέκονταν στα πάσης φύσεως άφθονα σκάνδαλα της περιόδου 1928-1932. Ζήτησε, πάντως, από τον υπουργό του να αποδείξει στα δικαστήρια ότι η υπόθεση δεν ανέδυε οσμή ποινικού αδικήματος. Κι επειδή, παρά τις φανφάρες περί «ικανοποιητικών εξηγήσεων», αντιλαμβανόταν ότι θέμα ηθικής τάξης υπήρχε, ο Βενιζέλος έκανε με ανακούφιση δεκτή την παραίτηση Καραπαναγιώτη.

Αναρωτιέστε πώς στην ευχή θυμηθήκαμε υπουργό του 1931; Ψάχνουμε για ένα σύμβολο. Κάποιον στο πρόσωπο του οποίου θα θρηνήσουμε άπαντες για την ατυχία των πολιτικών της προ-Κωστάκη εποχής. Ο Β. Καραπαναγιώτης αφενός πρωταγωνίστησε σε κάποιο από τα πιο light σκάνδαλα της Ελλάδας του μεσοπολέμου, αφετέρου είχε πάνω απ' το κεφάλι του έναν πρωθυπουργό που προτιμούσε να του καεί το χέρι παρά να διώξει συνεργάτη του. Κι όμως, την παραίτηση δεν την απέφυγε. Οσοι -είτε προγενέστεροι είτε μεταγενέστεροι- «πονηρούληδες» παρέμειναν στην καρέκλα τους απλώς ξεγλίστρησαν χάρη στις διαχρονικές γνωστές-άγνωστες «πλάτες» που διαθέτουν οι άνθρωποι της εξουσίας. Δεν μετέτρεψαν όμως και σε ιδεολογική παντιέρα την «πονηριά», όπως κάνουν σήμερα ο Γ. Βουλγαράκης και ο Κ. Καραμανλής. Υπάρχει διαφορά; Μεγάλη.

Να, λοιπόν, το σύμβολο που αναζητούμε: Βύρων Καραπαναγιώτης. Σύμβολο ατυχίας. Θυμάστε τι λεγόταν κάποτε για τους παλιούς, δεινούς σουτέρ στο μπάσκετ; «Ηταν άτυχοι που στην εποχή τους δεν υπήρχε τρίποντο». Ε, κάτι ανάλογο συμβαίνει με τους παλιούς πολιτικούς. Ατύχησαν διότι γεννήθηκαν νωρίς. Δεν πρόλαβαν τις σημερινές, κοσμογονικές αλλαγές. Κι αυτές με «τρίποντο» έγιναν ή μάλλον σε τρεις κινήσεις, εκάστη εκ των οποίων ισοδυναμεί με συγκλονιστική τομή στην πολιτική επιστήμη.

Κίνηση πρώτη, στην TV: «Ο,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό» και τούμπαλιν. Δόγμα Βουλγαράκη. Ασύλληπτη σοφία, ανατροπή των πάντων. Οχι μόνο ρίχνονται στον Καιάδα ολόκληρες φιλοσοφικές σχολές, αλλά εξαλείφεται και η μέχρι τώρα ισχύουσα διάκριση ανάμεσα στην «πολιτική ευθύνη» και την «ποινική ευθύνη»: εάν δεν αποδεικνύεται με «τετράγωνο τρόπο» η δεύτερη, δεν υφίσταται η πρώτη. Πολύ βολική σύλληψη -κι όχι μόνο σε υποθέσεις εξόφθαλμου προσωπικού πλουτισμού: φαντάζεστε πόσοι «φωτογραφικοί» διαγωνισμοί, πόσες «έξυπνες» αναθέσεις, πόσες εξωφρενικές εκχωρήσεις δημόσιων εκτάσεων αποκτούν το φωτοστέφανο του «ηθικού», άρα του καλώς καμωμένου; Αρκεί να μην τίθεται θέμα μίζας ή μάλλον να μην αποδειχθεί κάτι τέτοιο. Κάτι που ούτως ή άλλως σπανίως γίνεται.

Το κυριότερο, όμως, επίτευγμα του «μανιφέστου Βουλγαράκη» είναι άλλο: κατοχυρώνει ως ηθικώς αποδεκτό το «Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει» (αν θέλετε, χρησιμοποιείτε το Γιώργος ή Κώστας). Αν το νόμιμο ταυτίζεται με το ηθικό, τότε ποιος καθορίζει τι είναι ηθικό; Οποιος μπορεί κάθε φορά να διατηρεί, να καταργεί ή να τροποποιεί νόμους. Η κυβερνητική εξουσία, δηλαδή. Κάποτε ο Βίσμαρκ είχε πει: «Οι νόμοι είναι σαν τα λουκάνικα, καλύτερα να μη δεις πώς γίνονται». Ο Γιάννης που πίνει κερνώντας τον εαυτό του με μεζέ τα λουκάνικα του Βίσμαρκ συνιστά φαινόμενο τόσο ηθικό όσο και το να αυξάνουν κάθε τρεις και λίγο οι δικαστές τους ήδη παχυλούς μισθούς τους επικαλούμενοι ένα τυπικό δικαίωμα: «Εμείς αποφασίζουμε». Αλλά, για να πούμε και του υπουργού το δίκιο, ο Γ. Βουλγαράκης έκανε δόγμα κάτι που ήδη συμβαίνει. Την πιο πληθωρική εφαρμογή της αρχής «ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό» την παρατηρεί κανείς στην Ιταλία των τελευταίων 14 ετών. Ως πρωθυπουργός, ο Σίλβιο Μπρλουσκόνι έχει ξεχάσει κι ο ίδιος πόσες φορές νομοθέτησε την παραγραφή αδικημάτων που βάρυναν την αφεντιά του για κάμποσες από τις επιχειρηματικές μεθόδους του! Είδατε, όμως; Ο πανέξυπνος Σίλβιο εξελέγη πάλι πρωθυπουργός, επειδή συν τοις άλλοις μετέτρεψε σε πολιτικό πλεονέκτημα τη «μαγκιά» αυτού του είδους. Ισως διότι οι (περισσότερο) παραζαλισμένες και απογοητευμένες κοινωνίες, ελλείψει ελπίδων, προτιμούν να εκχωρούν τις τύχες τους σε αδίστακτους επιτυχημένους, παρά σε άχρωμους.

Κίνηση δεύτερη, στη ΔΕΘ: «Σε ό,τι αφορά τον τρόπο ζωής του καθενός, αναμφισβήτητα, εδώ υπεισέρχεται ένα υποκειμενικό στοιχείο αντίληψης». Ο πρωθυπουργός διδάσκει κομψότητα εκφράσεων. Πώς αλλιώς να το έλεγε; «Γούστο του, καπέλο του του Βουλγαράκη κι εσείς ας τσαμπουνάτε ό,τι θέλετε»; Κίνηση τρίτη, στο Υπουργικό Συμβούλιο: η ολοκλήρωση της... επανάστασης στην πολιτική επιστήμη. Χάρη στον πρωθυπουργό πάλι. Στη θέση της διάκρισης «πολιτική ευθύνη»-«ποινική ευθύνη», αυτή που κατήργησε ο Γ. Βουλγαράκης, ιδού η νέα: ζήτω η «ουσία της πολιτικής», κάτω η παραπολιτική!

Σπανίως ένα (διαχρονικά) σοβαρό θέμα, όπως η σχέση ανάμεσα στην πολιτική αρρώστια και τα συμπτώματά της, στην κρίση και τη σήψη, θίγεται με τρόπο τόσο παιδαριώδη όσο αυτός στον οποίο κατέφυγε ο πρωθυπουργός στο Υπουργικό Συμβούλιο. Το θέμα που «ξεπέταξε» σε μία φράση ο Κ. Καραμανλής παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον -γι' αυτό θα επανέλθουμε. Επί του παρόντος αρκούμαστε στη διατύπωση μιας απλής απορίας: μα καλά, εάν η ενασχόληση με κρούσματα τύπου Βουλγαράκη συνιστά ποταπή, απαράδεκτη παραπολιτική, γιατί στην ευχή η Νέα Δημοκρατία ως αντιπολίτευση έκανε διαρκώς παντιέρα την παρουσία του (κάθε) Τσουκάτου σε κότερα επιχειρηματιών;

Καλά και άγια έπραττε τότε η Νέα Δημοκρατία. Πώς, όμως, αξιώνει τώρα να «καταπιούμε» αυτή την ξαφνική ανακάλυψη της... υψηλής πολιτικής, στο όνομα της οποίας απαγορεύεται να ενδιαφερόμαστε για το αν ο πρώην υπουργός Μεταφορών και προϊστάμενος των Ολυμπιακών Αερογραμμών πήγαινε ταξιδάκια παρέα με τα αφεντικά της Aegean και της Siemens και για το αν άλλος υπουργός, ζάπλουτος μάλιστα, βρίσκει πανεύκολο τρόπο να μειώνει δραστικά τους συντελεστές της φορολόγησής του; Ναι, ξέρουμε. Το εμπεδώσαμε: ό,τι δεν είναι παράνομο είναι ηθικό. Αρα πολιτικώς αποδεκτό. Τότε, όμως, ποιο ακριβώς ήταν το πρόβλημα με τις κρουαζιέρες των Τσουκάτων; Τις χαρακτήριζε καμιά τυπική παρανομία; Παραβίαζαν, μήπως, την υφαλοκρηπίδα της Μυκόνου; Είδατε; Εστω και ετεροχρονισμένα, ο μεγαλόψυχος Καραμανλής δίνει άφεση αμαρτιών και στο ΠΑΣΟΚ.

Μεγάλη ανακάλυψη, λοιπόν, αυτή η «μη μου άπτου» πολιτική, που όταν ακούει για Βουλγαράκη, Λιάπη, Παυλίδη στραβομουτσουνιάζει περιφρονητικά, λες κι είναι ο Πανούτσος που είδε παρέα νεαρών, κατευθυνόμενων σε συναυλία των Metallica. Κάτι σαν εξέλιξη του πολιτικού στυλ από το μπαρόκ στο κομψότερο ροκοκό. Μόνο που αυτό το ροκοκό έχει άφθονο... κοκοκό. Η γραμμή μας τούμπα για να βγούμε απ' τη λούμπα. Απ' το «σεμνά και ταπεινά» στο «αν δεν σας αρέσει νααα!».

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube