Σε όλο ή σχεδόν το μεγαλύτερο μέρος του καλοκαιριού στις σελίδες των διεθνών ειδήσεων των εφημερίδων κυριάρχησε το σίριαλ της πιθανής μεταγραφής του Κριστιάνο Ρονάλντο από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στη Ρεάλ Μαδρίτης. Ενός ποδοσφαιριστή που είναι η αγαπημένη μούρη των υπεύθυνων μάρκετινγκ όλων των μεγάλων εταιρειών, μια και αποτελεί μια εικόνα με πολύ μεγάλη απήχηση και στα δύο φύλα, κυρίως στους νέους. Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις του ποδοσφαιρικού μάρκετινγκ είναι να χαμηλώσει -όσο γίνεται- τον ηλικιακό μέσο όρο των καταναλωτών αθλητικών προϊόντων.
Ο Ρονάλντο, μόλις τον περασμένο Μάρτιο, υπέγραψε την ανανέωση -πιο σωστά θα το έλεγα διετή επέκταση μέχρι το 2012- του συμβολαίου του με τη Γιουνάιτεντ, το οποίο έληγε το 2010. Παρ' όλα αυτά, ο ίδιος ήθελε να φύγει, η Ρεάλ ήθελε να τον πάρει, αλλά όλος αυτός ο παραλογισμός από πολλούς ερμηνεύτηκε ως μια προσπάθεια υπέρβασης του κανόνα των συμβολαίων. Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν μπορεί ακόμα να συμβεί. Ομως αποκαλύπτει μια οικονομική διάσταση του κόσμου του σύγχρονου ποδοσφαίρου ιδιαίτερα ανησυχητική, κάτι που πολύ συχνά έχει καυτηριάσει ο Βενγκέρ.
Που ως οικονομολόγος ειδικευμένος στα οικονομικά του ποδοσφαίρου έχει ένα λόγο παραπάνω. Πριν από περίπου 30 χρόνια, όταν ο Βενγκέρ ήταν επαγγελματίας ποδοσφαιριστής στη Στρασμπούργκ -μάλιστα, έπαιξε 10-12 ματς βασικός όταν η ομάδα του Στρασβούργου κατέκτησε το 1979 το πρωτάθλημα- η εξουσία των ομάδων πάνω στους ποδοσφαιριστές ήταν απόλυτη. Κανείς ποδοσφαιριστής δεν μπορούσε να αλλάξει φανέλα αν δεν το ήθελε η ομάδα του. Ετσι, με εκείνο το καθεστώς, οι ομάδες ανάμεσα στα άλλα μπορούσαν να ελέγξουν τις αμοιβές των ποδοσφαιριστών.
Τα 20 εκατομμύρια ευρώ τη σεζόν που ήταν διατεθειμένη να προσφέρει η Ρεάλ το '79 θα αρκούσαν για να πληρώσουν τα συμβόλαια όλων των ποδοσφαιριστών του γαλλικού πρωταθλήματος για ένα χρόνο! Εντάξει, άλλες εποχές, θα παρατηρήσει κανείς, αλλά αυτή ακριβώς η τεράστια διαφορά με το σήμερα δείχνει τον πληθωριστικό χαρακτήρα του σημερινού μεταγραφικού συστήματος, που δίνει τη δυνατότητα στον Ρονάλντο να πιέζει τη Γιουνάιτεντ να τον αφήσει να φύγει για τη Μαδρίτη. Μέχρι να φτάσουμε στην εποχή που οι Ρονάλντο αυτού του κόσμου θα μπορούν να αφήνουν την κάθε Μάντσεστερ για μία Ρεάλ χωρίς η ομάδα που αφήνουν να παίρνει ένα χρηματικό ποσό για να τους επιτρέπει να φύγουν, πάντα οι ποδοσφαιριστές θα εμφανίζουν αντιδράσεις όπως αυτή του Πορτογάλου.
Ενας εξωτερικός πειρασμός και η θέληση ενός ποδοσφαιριστή να φύγει θα είναι αρκετά. Με το σημερινό μεταγραφικό σύστημα οι σύλλογοι βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, διότι επί της ουσίας έχουν εξασφαλισμένη την παρουσία του ποδοσφαιριστή μόνο για μια τριετία. Οι παίκτες μπορούν να εξαγοράσουν τα δύο τελευταία χρόνια του συμβολαίου τους, οπότε… Συχνά σε δύσκολη θέση βρίσκονται οι πιο αδύναμες ομάδες. Μάλιστα, ο Βενγκέρ υποστηρίζει ότι όποτε ένας ποδοσφαιριστής συμπληρώνει τον δεύτερο χρόνο του συμβολαίου του και είναι πολύτιμος στην ομάδα, αυτή θα πρέπει να επαναδιαπραγματευτεί το συμβόλαιό του, προσφέροντάς του περισσότερα.
Ετσι, οι αμοιβές πηγαίνουν όλο και πιο πάνω και αυτή την τάση μπορούν να την ακολουθήσουν -και να τη συντηρήσουν- οι πλουσιότεροι. Ο Βενγκέρ υποστηρίζει συχνά ότι αν ένας ποδοσφαιριστής δεν θέλει να μείνει, δεν μπορείς να τον κρατήσεις. «Γι' αυτό προτιμώ να πουλάω ποδοσφαιριστές που δεν θέλουν να μείνουν. Είναι η καλύτερη λύση, αν δεν μπορείς να προσφέρεις ένα μακροχρόνιο συμβόλαιο στον ποδοσφαιριστή».
Οπως έκανε η Αρσεναλ με τον Φάμπρεγκας το 2006, προσφέροντάς του ουσιαστικά οκταετές συμβόλαιο, το οποίο περιέχει μια μη δεσμευτική ρήτρα για επέκταση μετά την πενταετία που προβλέπουν οι κανονισμοί της ΦΙΦΑ. Βέβαια, ύστερα από την υπόθεση Γουέμπστερ η εξαγορά ισχύει για ποδοσφαιριστές από 28 και πάνω, αλλά κάποιος θα κάνει μια προσφυγή και θα πετύχει να μειώσει το όριο ηλικίας, επικαλούμενος ηλικιακή διάκριση. Και ύστερα; Να ένας πονοκέφαλος για την ΟΥΕΦΑ, που θα μπορούσε να τον μελετήσει και να βρει μια λύση πριν να είναι αργά.
Η «ιδεολογία» των μεταρρυθμίσεων
Tα δύο ισχυρά σημεία της εκλογικής πλατφόρμας της Ν.Δ. που της επέτρεψαν να κερδίσει τις εκλογές το 2004 ήταν η καταπολέμηση της διαφθοράς και η αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων. Ας αφήσουμε το πρώτο για ευνόητους λόγους. Δεν πολεμάς ό,τι σκοπεύεις να υπηρετήσεις. Ας δούμε το δεύτερο, όμως, στο οποίο συχνά αναφέρονται ο πρωθυπουργός και αρκετά κυβερνητικά στελέχη, χωρίς να ορίζουν για ποιους γίνονται οι μεταρρυθμίσεις, πώς, με ποιο κόστος και ποιος θα το πληρώσει.
Η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης βασίζεται σε μια ξεπερασμένη νεοφιλελεύθερη αντίληψη για την οικονομία. Μια αντίληψη που βασίζεται στην υποχώρηση του κράτους, μια και ο χωρίς ρυθμίσεις καπιταλισμός της αγοράς θα επιφέρει αποτελεσματικότητα, ανάπτυξη και γενική ευημερία. Συχνότατα η κυβέρνηση προσπαθεί να μας πείσει πως «ό,τι ιδιωτικό είναι καλό, ό,τι δημόσιο κακό». Οπως ήταν και οι ιδιωτικές τράπεζες στην Αμερική, που σε μια προσπάθεια να τα χοντροκονομήσουν χρεοκόπησαν -τις ζημίες σε αυτές τις περιπτώσεις τις επωμίζεται το «κακό κράτος».
Ολο αυτό το παραμυθάκι, που έχει ιδεολογικοποιηθεί, ότι οι αγορές είναι ο μοναδικός χώρος που μπορούν να παραχθούν και να διανεμηθούν αγαθά και πνευματικές αξίες, σταδιακά δημιουργεί το υπόβαθρο όπου αύριο θα βρει πρόσφορο έδαφος η ανάπτυξη ιδεών πως ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό. Η κυβέρνηση των ασχέτων από το 2004 κάνει ό,τι έκαναν και οι προηγούμενοι, απλώς το κάνει τελείως ωμά και απροκάλυπτα. Απορρυθμίζει τις εργασιακές σχέσεις, προωθεί την άκρατη ιδιωτικοποίηση αγαθών που θεωρούνται -και είναι- δημόσια (για παράδειγμα η Υγεία, η Παιδεία και η κοινωνική προστασία) και με αυτόν τον τρόπο οδεύει στη σταδιακή κατάργηση της έννοιας του δημόσιου αγαθού.
Γι' αυτό ακριβώς είναι σημαντικό να εκπαιδευτούν οι πολίτες στον κτητικό ατομικισμό μέσω της κατανάλωσης που κρίνει την αξία του καθενός. Οταν, λοιπόν, η εκπαίδευση -δημόσια και μη- στοχεύει στη διαπαιδαγώγηση που έχει στόχο την αντικατάσταση των πολιτικών ελευθεριών από ελευθερίες σχετιζόμενες με καταναλωτικές επιλογές, την αντικατάσταση της ιδιότητας του πολίτη από αυτή του καταναλωτή, την αποσάθρωση του δημόσιου χώρου -έτσι κι αλλιώς το ατομικό είναι αυτό που μετράει-, τη δημιουργία αμόρφωτων, αγενών και παθητικών πολιτών και την αποθέωση της πλήρους αποπολιτικοποίησης με την παράλληλη απαξίωση της πολιτικής δράσης, τότε οι Ρουσόπουλοι και οι Βουλγαράκηδες πάντα θα βρίσκουν χώρο επιβίωσης στο πολιτικό σύστημα που άλλοι επιβάλλουν.
Ο τζίρος ανεβαίνει
Φέτος το καλοκαίρι οι ομάδες της Σούπερ Λίγκας ξόδεψαν συνολικά για μεταγραφές ένα ποσό που έφτασε τα 60 εκατομμύρια ευρώ. Ποσό-ρεκόρ, που όμως είναι ένδειξη για τα πολλά χρήματα που αρχίζουν να πέφτουν στο ελληνικό ποδόσφαιρο, του οποίου ο τζίρος ανεβαίνει διαρκώς. Η πρόβλεψη του Ινστιτούτου Αθλητικής Επιχειρηματικότητας -ύστερα από έρευνα της ελληνικής αγοράς- κάνει λόγο για 2,8 δισ. ευρώ στα τέλη του 2008 και υπολογίζει ότι το ποσό θα εκτοξευθεί στα 4 δισ. μέχρι το 2012.
Η εικόνα του τζίρου μπορεί να αλλάξει προς τα πάνω, μια και καινούργια γήπεδα θα οικοδομηθούν και νέοι κεφαλαιούχοι μπαίνουν και θα μπουν στο ποδόσφαιρο. Βέβαια, η αθλητική επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα έχει σαν ατμομηχανή το ποδόσφαιρο, που απορροφά -ή δημιουργεί- το 70% του τζίρου. Αυτό δεν είναι ιδιαίτερα παρήγορο για τα υπόλοιπα αθλήματα, σε μια αγορά που, πέρα από τις παιδικές της ασθένειες, θα χρειαστεί και ειδικευμένα στελέχη, τα οποία ακόμα δεν έχει.