Η Εθνική ομάδα ποδοσφαίρου πριν από το κατόρθωμα της Πορτογαλίας δεν ήταν ποτέ είδηση πρώτης γραμμής. Γινόταν τέτοια μόνο για αρνητικά στοιχεία. Μεγάλες ήττες ή κακές εμφανίσεις, προπονητολογία ή, άντε, κανένα καπρίτσιο ποδοσφαιριστή. Η Εθνική ομάδα μέχρι τότε ήταν η επιτομή του ορισμού ότι είδηση είναι μόνο το αρνητικό γεγονός.
Με τον ερχομό του Ρεχάγκελ τα πράγματα άλλαξαν αρχικά, γιατί η Εθνική ομάδα έγινε μια κλειστή ομάδα ανθρώπων που δεν επέτρεπε την είσοδο στους δημοσιογράφους. Οι ειδήσεις έβγαιναν με την πρωτοβουλία άλλων, γεγονός που έκανε τους δημοσιογράφους να στρέψουν την προσοχή τους εκεί, αναζητώντας ένα άνοιγμα σ' αυτόν τον στενό κύκλο που είχε φτιάξει ο Ρεχάγκελ. Ε, μετά ήρθαν και οι επιτυχίες με το αποκορύφωμα της κατάκτησης του Euro 2004 και η Εθνική έγινε είδηση πρώτης γραμμής. Σε όλη τη διάρκεια αυτών των 7 χρόνων, που ο Ρεχάγκελ βρίσκεται στον πάγκο της Εθνικής, ξεχώρισε περισσότερο απ' όλα για τις εμμονές του, πολλές φορές αδικαιολόγητες. Τόσο όσο τα γεροντοπείσματα. Ο ίδιος μπορεί να ένιωθε ασφαλής τόσο πίσω από τα credits της επιτυχίας του 2004 όσο και από την κάλυψη που του έδινε η ομοσπονδία.
Αυτά φάνηκαν πολύ καθαρά και στις αντιδράσεις του κατά τις αποτυχημένες εμφανίσεις του Euro στην Αυστρία το καλοκαίρι που μας πέρασε. Γενικά, πάντως, ο Ρεχάγκελ έχει μια «αλλεργία» στην κριτική, όπως και η ομοσπονδία άλλωστε. Εκείνο που, κατά τη γνώμη μου, έχει ενδιαφέρον πέρα από τη συμπεριφορά του Γερμανού και της ομοσπονδίας, έχει να κάνει με την αγωνιστική εικόνα της ομάδας. Εικόνα που χτίστηκε πάνω στο δόγμα της αποτελεσματικότητας. Ασχημο, βαρετό ποδόσφαιρο αλλά αποτελεσματικό. Φυσικά, το πώς αντιλαμβάνεται κάποιος την αποτελεσματικότητα ποικίλλει. Διότι η αποτυχία της πρόκρισης στο Μουντιάλ του 2006, όπως και οι τρεις εμφανίσεις φέτος το καλοκαίρι, δείχνουν ότι η περίφημη αποτελεσματικότητα είναι σχετική.
Εκείνο που δεν είναι σχετικό είναι το όμορφο ποδόσφαιρο. Το όμορφο παιχνίδι που ψυχαγωγεί, όπως θα πρέπει να κάνει κάθε παιχνίδι. Αν σχεδιάζουμε, προετοιμαζόμαστε, αγωνιζόμαστε για να είμαστε αποτελεσματικοί με το Λουξεμβούργο, παρουσιάζοντας αυτή την άθλια εικόνα, να με συμπαθάτε, αλλά ο γιαλός μια χαρά είναι. Με τη ρότα είναι το πρόβλημα. Πότε το ποδόσφαιρο που έπαιξε η Εθνική θεωρήθηκε όμορφο, ποια ήταν η τελευταία φορά που έπαιξε ωραίο ποδόσφαιρο; Και πόσες φορές έχει συμβεί αυτό; Γιατί εξακολουθούν να υπάρχουν άνθρωποι που υποστηρίζουν ότι έχουμε να κάνουμε με δύο Εθνικές. Αυτή που παίζει καλό ποδόσφαιρο κι αυτή που παίζει αποτελεσματικό.
Αυτή η εκτίμηση μου θυμίζει μια ιστορία από ένα βιβλίο, το «Ρέκβιεμ» του Αντόνιο Ταμπούκι, που επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ. Ο ήρωας του βιβλίου γυρίζει μεσημεριάτικα στη Λισσαβόνα ένα ζεστό Ιούλιο και κάποια στιγμή έχει ιδρώσει τόσο πολύ, που χρειάζεται να αλλάξει πουκάμισο. Είναι όμως Κυριακή και όλα είναι κλειστά. Ενας ταξιτζής –όλες οι συναντήσεις του ήρωα στο βιβλίο είναι με ήρωες του μεγάλου Πορτογάλου συγγραφέα Φερνάντο Πεσόα– αναλαμβάνει να τον μεταφέρει σε ένα παζάρι τσιγγάνων. Εκεί ο ήρωας του βιβλίου ψάχνει να αγοράσει ένα πουκάμισο, αλλά όλα όσα βλέπει είναι πολύ παρδαλά ή πολύ κακής ποιότητας.
Σταματάει, λοιπόν, σε έναν πάγκο, όπου μια τσιγγάνα έχει μπλουζάκια πόλο. Λακόστ. Ο ήρωας, αφού με την υπόδειξη της τσιγγάνας διαλέγει τα χρώματα, ρωτάει τις τιμές. Και η τσιγγάνα τού απαντά. «500 εσκούδος οι απομιμήσεις και 520 εσκούδος οι γνήσιες». Ο ήρωας ρωτά παραξενεμένος «γιατί τόσο μικρή διαφορά στην τιμή;». Και η τσιγγάνα του απαντά: «Α, είναι τα 20 εσκούδος που κάνει το κροκοδειλάκι. Κι επειδή σε συμπάθησα θα σου δώσω για 20 εσκούδος και τέσσερα ακόμη κροκοδειλάκια, να τα χρησιμοποιήσεις όταν ξεκολλήσουν αυτά που έχουν τώρα». Αυτή ακριβώς είναι η διαφορά της Εθνικής της αποτελεσματικότητας με εκείνη που παίζει καλό, ωραίο ποδόσφαιρο. Ενα ψεύτικο κροκοδειλάκι.
Η «κόλαση» του Facebook
Ομολογώ ότι το κίνητρό μου ήταν η περιέργεια. Ετσι κι αλλιώς όλα τα πράγματα ή, τουλάχιστον, τα περισσότερα απ' όσα κινούνται γύρω από το Διαδίκτυο και τους υπολογιστές –και τα οποία μπορώ να καταλάβω με την υπομονετική συμπαράσταση και επιμόρφωση κάποιων καλών φίλων– με γοητεύουν. Αποφάσισα, λοιπόν, να δώ τι είναι και πώς δουλεύει το Facebook. Ενα από τα –σχετικά– καινούργια «φρούτα» εκείνου που έχει ονομασθεί κοινωνική δικτύωση. Αύριο-μεθαύριο θα κόβει βόλτες εκεί μέσα η κόρη μου, να μην έχω μια ιδέα για τι ακριβώς πρόκειται;
Λοιπόν, το όλο εγχείρημα έχει ενδιαφέρον, έχει φάση αλλά και πολλά αδιέξοδα ή αρνητικά κατά την εκτίμησή μου. Αν θεωρήσουμε ότι ένας μήνας και κάτι είναι αρκετό διάστημα για να βγάλεις συμπεράσματα. Το θετικό στοιχείο της ιστορίας. Το Fb, όπως είναι η δημοφιλής –ανάμεσα στους χρήστες του– συντομογραφία του, είναι ένα πολύ καλό ψαχτήρι ανθρώπων, εφόσον αυτοί που ψάχνεις έχουν εκεί κάποιο λογαριασμό. Μπόρεσα να βρω δύο συμφοιτητές και μία συμφοιτήτρια –πριν από μία εικοσιπενταετία δηλαδή– δύο παλιές γκόμενες και κάνα-δύο φίλους από το εξωτερικό, τους οποίους είχα χάσει.
Επίσης, μπορείς να δραστηριοποιηθείς σε κάποια ομάδα, κάποιο γκρουπ που υποστηρίζει κάποια δράση ή ένα σκοπό, αν και στη συντριπτική τους πλειονότητα όσοι γίνονται μέλη κάποιας ομάδας το κάνουν συντηρώντας την ψευδαίσθηση ότι συνεισφέρουν σε ένα σκοπό. Γιατί το να είσαι μέλος του fan club της Μόνικα Μπελούτσι είναι μια δήλωση που δεν έχει κανενός είδους υποχρέωση ή καμία σημασία –άσε που είναι και υποχρεωτική–, αλλά να είσαι μέλος του γκρουπ που επιδιώκει την προστασία του Υμηττού ως τελευταίου πνεύμονα πρασίνου της Αθήνας, που δεν έχει –ως ομάδα ειδικού σκοπού– κάνει κάποια εκδήλωση, δεν βλέπω τι νόημα έχει.
Και να σκεφθεί κάποιος ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει θαυμάσια ως μέσο κινητοποίησης για ένα σκοπό. Μετά, άλλα αρνητικά. Οταν είσαι μέσα στον λογαριασμό σου, όλοι όσοι ανήκουν στους «φίλους» σου το γνωρίζουν. Δεν μπορείς να κρυφτείς. Κι αυτή η ιστορία με τους φίλους, αν κάνεις και μια δουλειά που έχει ένα στοιχείο δημοσιότητας, καταντάει βραχνάς. Ενα σωρό άνθρωποι που σε ακούν ή σε βλέπουν ή σε διαβάζουν και τους οποίους δεν γνωρίζεις θέλουν να γίνουν «φίλοι» σου. Από μια άποψη είναι τιμητικό, ρε παιδί μου, αλλά τι γίνεται όταν ταυτόχρονα 10-20 άνθρωποι θέλουν να κάνουν chat μαζί σου;
Πολλοί εκλαμβάνουν την άρνηση ως προσβολή ή απόρριψη. Προχθές 18 άτομα μού ζήτησαν εισιτήριο για το ματς του ΠΑΟ με την Ιντερ. Το Fb θέλει χρόνο, τον οποίο μπορεί να έχεις την πολυτέλεια να σπαταλάς όταν είσαι νέος και δεν έχεις υποχρεώσεις. Μετά, το όλο σχέδιο έχει και κάποια στοιχεία αντικοινωνικότητας. Σκέφτομαι «γιατί να μιλώ με τον φίλο ή τη φίλη μου στο chat room όταν μπορώ να συναντηθώ μαζί τους;».
Η «κόλαση» του Facebook Νο 2
Αντιλαμβάνομαι επίσης ότι για νεώτερους ανθρώπους ή ακόμη και για μεγαλύτερους το να μπορούν να γνωρίσουν ανθρώπους από άλλες χώρες, άλλες κουλτούρες, να μιλήσουν ή, πιο καλά, να γράψουν σε μια άλλη γλώσσα έχει οπωσδήποτε ενδιαφέρον. Καταλαβαίνω επίσης ότι, όταν όλη η γενικότερη οικονομική κατάσταση σε περιορίζει στο σπίτι, το Διαδίκτυο ή το Fb μπορεί όντως να λειτουργήσει ως virtual, ως ένας εικονικός χώρος συγκέντρωσης φίλων ή γνωστών. Αλλά εικονικός, δηλαδή ψεύτικος, όπως μπορεί να είναι και οι άνθρωποι με τους οποίους μιλάς για την ταυτότητα των οποίων –και πολλές φορές τον χαρακτήρα– βασίζεσαι στη δήλωσή τους.
Ποτέ δεν μπορείς να γνωρίζεις πραγματικά αν αυτός ή αυτή που μιλάς είναι αυτός ή αυτό που λέει. Βέβαια, ως χώρος εικονικής συνάντησης δημιουργεί και μεγάλες ψευδαισθήσεις ειδικά σε μερικούς πιτσιρικάδες –ή και μεγαλύτερους– ότι μέσα από το Fb θα βγάλουν γκόμενα. Επίσης, κάτι ακατανόητο για μένα, έχει να κάνει με τη μανία να κάνεις όσο το δυνατόν περισσότερους «φίλους». Ας πούμε 300 «φίλοι» τι νόημα έχουν πέρα από τη ματαιοδοξία; Οσο για το θέμα της συλλογής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το ψάχνω ακόμα γιατί έχει ψωμί. Αυτά ως πρώτη και όχι ολοκληρωμένη κριτική.