Ιούλιος 1924, στη βαυαρική πόλη Χερτζοχενάουραχ: στο πλυσταριό του σπιτιού της οικογένειας οι δύο γόνοι Ντάσλερ «στήνουν» βιοτεχνία κατασκευής αθλητικών παπουτσιών. Ο Αντολφ (Αντι), 24 ετών, έχει μόλις εγκαταλείψει την ιδέα να γίνει φούρναρης και συνεργάζεται με τον κατά δύο χρόνια μεγαλύτερο αδελφό του, τον Ρούντολφ. Γεννιέται έτσι το Εργοστάσιο Υποδημάτων Αδελφών Ντάσλερ (Gebruder Dassler Schuhfabrik).
Κατά τις ίδιες ημέρες, τον Ιούλιο του 1924, στο Παρίσι διεξάγονται Ολυμπιακοί Αγώνες, απόντων των Γερμανών αθλητών. Νωρίτερα ο Γάλλος πρωθυπουργός Ρεϊμόν Πουανκαρέ είχε αρνηθεί να τους χορηγήσει βίζες εισόδου στη χώρα. Το Παρίσι υπενθυμίζει στους ηττημένους του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, τους Γερμανούς, ποιοι είναι πλέον «αφεντικά» και ποιοι «παρίες» στην Ευρώπη. Οι αδελφοί Ντάσλερ, όμως, προετοιμάζουν ένα είδος «γερμανικής ρεβάνς»: τα ελαφρά, με μεράκι φτιαγμένα παπούτσια τους γίνονται γνωστά στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Αμστερνταμ το 1928 και κάνουν θραύση στους αντίστοιχους του Βερολίνου το 1936. Μέχρι να ξεσπάσει ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος η επιχείρηση Ντάσλερ πουλά 200.000 ζευγάρια ετησίως!
Σεπτέμβριος 1978: ο Αντι Ντάσλερ εγκαταλείπει τον μάταιο τούτο κόσμο, κάτι που με τον Ρούντολφ συνέβη τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Από το 1948, όταν διέλυσαν την κοινή επιχείρηση και δημιούργησαν τις Adidas και Ruda (κατοπινή Puma), ούτε ζωγραφιστό δεν ήθελε να βλέπει ο ένας τον άλλον. Ούτε καν μεταθανάτια «επαναπροσέγγιση» γίνεται: το μνήμα του Αντι στο κοιμητήριο του Χερτζοχενάουραχ το χωρίζει η μεγαλύτερη δυνατή απόσταση από τον τάφο του αδερφού του! Μίσος «αθάνατο»...
Τι ακριβώς συνέβη και τα δύο αδέλφια έγιναν άσπονδοι εχθροί; Φαινομενικώς, τίποτα σοβαρό δεν τους χώριζε. Αμφότεροι ήσαν ικανοί στη δουλειά τους. Αμφότεροι μέλη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, του NSDAP – απλώς ο Ρούντολφ ήταν περισσότερο ένθερμος ναζί. Σύμφωνα με τη συγγραφέα του βιβλίου «Τρεις γραμμές εναντίον Πούμα», την Ολλανδέζα Μπάρμπαρα Σμιτ, η οποία επί μια πενταετία «ξεσκόνισε» τα αρχεία της Adidas και της Puma και πήρε διακόσιες και πλέον συνεντεύξεις, η αρωγή που παρείχε το χιτλερικό καθεστώς στην επιχείρηση Ντάσλερ ήταν καταλυτική. Κάπως έτσι, άλλωστε, οι Ντάσλερ έγιναν αποκλειστικοί προμηθευτές των Ολυμπιακών Αγώνων του Βερολίνου. Μετά τον πόλεμο, η επιτυχημένη ήδη φίρμα τους θα ριχνόταν στην κούρσα του (όποιου) ανταγωνισμού, καταλαμβάνοντας την καλύτερη δυνατή θέση στην εκκίνηση. Η θητεία των δύο αδελφών στο NSDAP ασφαλώς δεν αποτελούσε σοβαρό ανασταλτικό παράγοντα – πολλές χιλιάδες Γερμανών είχαν διατελέσει μέλη του. Σε τελική ανάλυση, τέτοιος φόβος αποκλείεται να διακατείχε τους δύο αδερφούς, εφόσον καθένας τους συνέχισε τις εμπορικές δραστηριότητές του – και μάλιστα με πάθος και πείσμα. Τι μπορεί να εξηγήσει τη μεταξύ τους έχθρα;
Κατά τα φαινόμενα, ο προσωπικός πόλεμος μεταξύ τους κηρύχθηκε κάπου στα μέσα του «κανονικού», Μεγάλου Πολέμου. Οι αιτίες δεν θεμελιώνονται στην «τετράγωνη λογική». Θα πρέπει να αναζητηθούν στην καλπάζουσα αμοιβαία καχυποψία που δηλητηρίαζε, ολοένα και περισσότερο, τις σχέσεις τους. Λένε ότι ο πόλεμος μπορεί να ενδυναμώνει ή να καταστρέφει ανθρώπινες και προσωπικές σχέσεις – στην περίπτωση των αδελφών Ντάσλερ έγινε το δεύτερο. Ενα περιστατικό του 1943 καταδεικνύει πόσο αρρωστημένη είχε καταντήσει η έλλειψη εμπιστοσύνης και η καχυποψία ανάμεσά τους: για να προστατευθούν από κάποιον αεροπορικό βομβαρδισμό, ο Ρούντολφ και η οικογένειά του έσπευσαν σ' ένα καταφύγιο. Δεν άργησε να καταφύγει, εκεί, ο Αντι με τη γυναίκα του. Η πρώτη κουβέντα που είπε ο Αντι ήταν: «Οι βρομο-μπάσταρδοι πάλι ήρθαν». Προφανώς εννοούσε τα βομβαρδιστικά αεροσκάφη των συμμάχων, αλλά στον Ρούντολφ «καρφώθηκε» η ιδέα ότι ο αδελφός του αναφερόταν στον ίδιο και τη σύζυγό του! Ακολούθησε «οικογενειακός πόλεμος», εντός του καταφυγίου... Αρκετοί υποστηρίζουν ότι η αντιπάθεια που χώριζε τις γυναίκες τους παρέσυρε τα δύο αδέλφια στην έχθρα, αλλά τούτη η εκδοχή δείχνει υπερβολικά δογματικά προσκολλημένη στο «σερσέ λα φαμ».
Το Εργοστάσιο Παπουτσιών Αδελφών Ντάσλερ δεν ήταν απλώς το καμάρι του Χερτζοχενάουραχ. Ηταν και εργοδότης πολλών κατοίκων. Οταν τα δύο αδέλφια «χώρισαν τα τσανάκια» τους, χωρίστηκε στα δύο και η πόλη. Ο Αντι έντυσε με τις τρεις παράλληλες γραμμές της Adidas τη μία ομάδα της πόλης, την ASV Herzogenaurach. Ο Ρούντολφ και η Puma ανέλαβαν την άλλη, την FC Herzogenaurach.
Η διαχωριστική γραμμή δεν περιορίστηκε στο τοπικό ποδοσφαιρικό πεδίο: οι «πιστοί» του Ρούντολφ και του Αντι σύχναζαν σε χωριστά στέκια και ψώνιζαν από χωριστά μαγαζιά! Εστω και με δόσεις υπερβολής, πολλοί παραλληλίζουν το διαιρεμένο Χερτζοχενάουραχ με τον διαχωρισμό του Ανατολικού Βερολίνου από το Δυτικό. Ψυχρός Πόλεμος στη δεύτερη περίπτωση, εμπορικός στην πρώτη.
Το παιχνίδι ήταν αμφίρροπο και οι συσχετισμοί δυνάμεων γύρω στο «50-50» στο μικρό Χερτζοχενάουραχ, όχι όμως και στη διεθνή αγορά αθλητικών ειδών. Από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του '50 η Adidas επεκτάθηκε εντυπωσιακά, ενώ η Puma δυσκολευόταν να υπερβεί τα γερμανικά όρια και να καταξιωθεί ως «παίκτης» παγκόσμιας εμβέλειας. Αυτό θα το καταφέρει, χρόνια αργότερα, στα χέρια του Αρμιν (κυρίως αυτού) και του Γκερντ Ντάσλερ, παιδιών του Ρούντολφ. Αλλά και η Adidas έμελλε να επεκταθεί ακόμα περισσότερο, όταν ανέλαβε τα ηνία ο Χορστ Ντάσλερ, γιος του Αντι. Ιδρυσε τη γαλλική θυγατρική της εταιρείας και –το κυριότερο– αποδείχθηκε μεγάλος «μάστορας» στην προσέγγιση ισχυρών αθλητικών παραγόντων. Οι Αγγλοι δημοσιογράφοι Βιβ Σίμσον και Αντριου Τζένινγκς αναλύουν –σε βιβλίο τους- κάποιες πτυχές αυτής της διαπλοκής. Περιγράφουν πόσο μεθοδικά ο Χορστ Ντάσλερ βοήθησε τον πρόεδρο της FIFA Ζοάο Χαβελάνζε να υλοποιήσει ένα σχέδιό του: τη συμμετοχή 24 ομάδων –και όχι 16– στην τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1982. Εξηγούν ακόμα πώς οι καλές σχέσεις του Χορστ τόσο με τον Χαβελάνζε όσο και με τον Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ βοήθησαν τον τελευταίο να αναρριχηθεί στην προεδρία της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής το 1980.
Το 1989 σημειώθηκαν αλλαγές στο ιδιοκτησιακό καθεστώς αμφότερων των εταιρειών. Οι γιοι του Ρούντολφ πούλησαν το 72% της Puma στην εταιρεία ελβετικών συμφερόντων Cosa Lieberman. Η Adidas πωλήθηκε στον Γάλλο Μπερνάρ Ταπί, πριν περιέλθει (1993) στον Ελβετοεβραίο Ρόμπερτ Λούι Ντρέιφους. Ο Χορστ είχε πεθάνει το 1987 και ο Αρμιν «έφυγε» το 1990. Oι «προπάτορες» Αντι και Ρούντολφ μάλλον δεν θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν τέτοια σφραγίδα... παγκοσμιοποίησης, όχι στο πεδίο δράσης, αλλά στο ιδιοκτησιακό status των δύο εταιρειών. Οπως ίσως δεν θα μπορούσαν να φανταστούν ότι κάποια ημέρα ο εγγονός του ενός –του Ρούντολφ– θα έκανε μία συμβολική κίνηση «επανένωσης»: ο Φρανκ Ντάσλερ, που εργάστηκε και στην Adidas και στην Puma, ίδρυσε κοινό οικογενειακό μουσείο. Πού αλλού; Στο Χερτζοχενάουραχ. Το έχουν αυτό το πλεονέκτημα τα μουσεία: στα ράφια και τις τζαμαρίες εξαλείφουν χάσματα που ουδέποτε γεφυρώθηκαν στην ίδια τη ζωή. Τουλάχιστον όχι στη ζωή αυτών των δύο «γεναρχών».
ΥΓ.: Ο Αντι και ο Ρούντολφ, πάντως, στη δύση της ζωής τους (πρώιμα 70s) πρόλαβαν να δουν το παιχνίδι της διαφήμισης μέσω αθλητών να εξελίσσεται. Να το διέπει περισσότερη φαντασία και ευελιξία. Τι γινόταν τότε που δεν θα μπορούσε να συμβεί στις ημέρες μας; Περισσότερα αύριο.