«Συγγνώμη, αλλά δεν το θυμάμαι. Μετά τα πρώτα 10 λεπτά κοιμήθηκα στην καρέκλα»: φέρελπις, έγκριτος δημοσιογράφος, που ζήτησε να διατηρήσει την ανωνυμία του. «Το έβλεπα και το κεφάλι μου κουνιότανε, όπως σε αυτά τα παιχνίδια με το ελατήριο για λαιμό, που οι αμερικανόβλαχοι κολλάνε στο παρμπρίζ»: ανώνυμος αναγνώστης. «Οδηγώντας το, μπορεί να μη γέμισα το μάτι πολλών, επειδή δεν προκαλεί με ακραίες προσθήκες, όπως τα παλιά WRX Impreza (μεγάλη πίσω αεροτομή κ.ά.), εντούτοις δεν υπήρξαν πολλά αυτοκίνητα που στάθηκαν δίπλα του στην εκκίνηση με αξιώσεις…

Οσο για τις ανηφόρες, το στάνταρ σύστημα υποβοήθησης (Hill Start Assist) σας γλιτώνει από πισωγυρίσματα»: συνάδελφος, τηλεθεατής, που στο ημίχρονο προσπάθησε να ξυπνήσει, διαβάζοντας Μπαλή και αποστηθίζοντας το κείμενο. «Το ματς ήταν υψηλής ποιότητας»: ο Γ.Κ. στο MG. Και στην ερώτηση πού είδε την υψηλή ποιότητα, ο Γ.Κ πρόσθεσε: «Η Ρασίγκ Παρισίου παίζει σε επίπεδο Β' Εθνικής». Εξαιρουμένων λοιπόν όσων έβλεπαν άλλο ματς, όσων για να αντέξουν διάβαζαν Μπαλή και όσων είχαν καταδικαστεί σε ειρκτή και είχαν χάσει το τηλεκοντρόλ, υπάρχουν Ελληνες φίλαθλοι που είδαν το ματς της Εθνικής;

Καταλαβαίνω ότι το αποτέλεσμα είναι που μετράει στο ποδόσφαιρο, αλλά, αν ο μόνος στόχος της Εθνικής είναι να παίρνει αποτελέσματα, γιατί να μη διαβάζουμε για το τι έκανε στις εφημερίδες και να έχουμε επιτελέσει τα εθνικά μας καθήκοντα; Επίσης, η Εθνική πρέπει να είναι κάτι σαν την Ακαδημία Αθηνών. Οπως για να γίνεις ακαδημαϊκός πρέπει να πεθάνει ο προηγούμενος, στην Εθνική θέση παίρνει παίκτης μόνο αν τα παρατήσει ένας από τη γενιά του Euro. Παίζει ο Τοροσίδης επειδή εγκατέλειψε ο Φύσσας. Εγινε ενδεκαδάτος ο Σαλπιγγίδης μόνο όταν κρέμασε τα παπούτσια ο Βρύζας. Από την εποχή των τεσσάρων ευαγγελιστών και της άμυνας της Αρσεναλ, Σίμαν, Ανταμς, Ντίξον, Γουίντερμπερν, Μπουλντ, έχει να βρεθεί τόσο σταθερή σύνθεση όσο της Εθνικής. Οχι απαραίτητα αρνητικό, αλλά όχι και exciting. Εκτός αν έχετε ακούσει άνθρωπο να λέει: «Συγγνώμη που πρέπει να φύγω γρήγορα, αλλά παίζει ο Χαριστέας και θέλω να δω τι θα κάνει».

Ο Μπερνάρ Σο είχε γράψει ότι οι γυναίκες ανάμεσα σε έναν φιλόσοφο και έναν διασκεδαστή προτιμούν τον δεύτερο. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και με κάποιους φιλάθλους. Κάποτε η Εθνική Ελλάδας ήταν σάκος του μποξ για κάθε πικραμένο της Ευρώπης. Αλλά ήταν διασκεδαστική. Με το χέρι στην καρδιά, ανάμεσα στις Εθνικές του Ιορντανέσκου, που έμπαινε στο αεροπλάνο και δεν ήξερες αν θα κατέβει ως προπονητής της Ελλάδας ή της ΑΕΚ, και του Βασίλη Δανιήλ, η οποία μπλόκαρε όταν αποβαλλόταν παίκτης της Γερμανίας, και τη σημερινή του Οθωνα, δώσε μου τις δύο πρώτες. Η σημερινή Εθνική είναι ό,τι πιο βαρετό μετά από το να παρακολουθείς μπογιά να στεγνώνει. Παρ' όλο που, σε δεύτερη σκέψη, η λαδομπογιά έχει το ενδιαφέρον της...


Κάπου κάπου με πιάνει η χαρμάνα να βουτηχτώ στην υψηλή τέχνη. Τελευταία φορά που ξηγήθηκα ars longa ήταν στη συναυλία του Φίλιπ Γκλας στο Μπάντμιντον, όταν, το λιγότερο, δεν το μετάνιωσα. Αυτή τη φορά με έπιασε η κάψα για Ενιο Μορικόνε, ο οποίος στην Ελλάδα είναι γνωστός από τη μουσική των σπαγκέτι γουέστερν, αλλά μαζί με τον Νίνο Ρότα είναι οι σημαντικότεροι συνθέτες της μεταπολεμικής Ιταλίας. Βουρ, λοιπόν, για εισιτήρια στη στοά της Πανεπιστημίου, όπου έχουν μεταφερθεί οι προπωλήσεις του Ηρωδείου. Οπου το καλό ήταν ότι δεν έπρεπε να περιμένω στην ουρά για να πάρω εισιτήριο. Το κακό όμως ήταν ο λόγος για τον οποίο δεν υπήρχε άνθρωπος στην ουρά. Τα εισιτήρια ξεκινούσαν από τα 60 ευρώ στα ορεινά του Ηρωδείου και, με δύο στάσεις στα 90 και 130 ευρώ, κατέληγαν στα 160 ευρώ, εκεί όπου έχεις την ευκαιρία να μπορείς να φύγεις παρέα με τον Λυκουρέζο. Λέω λοιπόν κι εγώ με το φτωχό μου το μυαλό: Πόσοι Ελληνες έχουν τη δυνατότητα να ξηλωθούν δύο κατοστάρικα μίνιμουμ το ζευγάρι για να ακούσουν τον Μορικόνε; Και αν δεν μπορούν -θα το γράψω για πρώτη φορά στη ζωή μου- τι κάνει το κράτος;

Υπάρχει ένας μικρός ή μεγάλος αριθμός Ελλήνων που θα παρακολουθούσε τη συναυλία του Μορικόνε, αλλά δεν έχει λεφτά για να το κάνει. Οι ίδιοι άνθρωποι, φυσικά, έχουν τη δυνατότητα να καλύψουν τη δίψα τους για τέχνη βλέποντας κάτι άλλο. Ας πούμε, τις 6.822 παραστάσεις της «Μήδειας», που παίχτηκαν το φετινό καλοκαίρι, τις 2.763 παραστάσεις των «Βατράχων», τα άπαντα του Μολιέρου στα θέατρα των βράχων, της ρεματιάς και του λόγγου και μια πενηντούρα φορές το «Ονειρο Καλοκαιρινής Νύχτας» του Σαίξπηρ. Κάθε Ελληνας ηθοποιός που έχει ένα όνομα αναγνωρίσιμο από τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου, κάθε άρμα θέμιδος, θέμα άρμιδος, κρατικό θέατρο της Βορείου, Νοτίου και Αδούλωτης Ελλάδας, με αφισέτες σε φανάρια, οπωροπωλεία και αρτοπωλεία, προειδοποιεί ότι εν ευθέτω χρόνω θα ξηγηθεί Σόφο ή Εύρυ και όποιος το θυμάται να προσέξει πού θα βρίσκεται το βράδυ. Με τις φάτσες των ηθοποιών στις αφίσες να παίρνουν τις παραδοσιακές μούτες, που δεν τις έχουν αλλάξει από την εποχή που ο Βεάκης πήγαινε στη σχολή. Ο «Φιλάργυρος» κάνει τη φάτσα του τσιγκούνη, η ενζενί ανοίγει τα ματάκια και η υπηρέτρια παίρνει τη φάτσα της Δέσποινας Στυλιανοπούλου. Ολοι φάτσες, να τις βλέπουν στα φανάρια και να χαίρονται, όλες οι αφίσες να μοιάζουν σχεδιασμένες από το ανιψούδι του θιασάρχη, «που του αρέσουν τα κομπιούτερ», και όλη η προσπάθεια να μυρίζει αρπαχτή εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν.

Για να τελειώνω: υπάρχει ένας από αυτούς του θιάσους που θα μπορούσε να ζήσει χωρίς κρατικά ή δημοτικά λεφτά; Και αν δεν υπάρχει, τουλάχιστον θα μπορούσαν να τους τα δίνουν με την υποχρέωση να μην παίξουν τη «Μήδεια», τους «Βάτραχους» ή Μολιέρο; Ακόμη καλύτερα, θα μπορούσαν να χρηματοδοτούν θιάσους ή μουσικά συγκροτήματα που δεν έχουν έρθει στην Ελλάδα; Αν όχι στο σύνολο των εξόδων, αλλά σε ένα μέρος τους, ώστε να μη χρειάζεσαι για να δεις τον Μορικόνε δύο κατοστάρικα το ζευγάρι και να πρέπει να είσαι ο γιος του Κονομάω.

Στα δύο κατοστάρικα δεν σηκώνει και πειραματισμούς. Στα 20 ευρώ όμως που κάνει το σινεμαδάκι για το ζευγάρι, οι ζημιές δεν είναι οικονομικές, αλλά πνευματικές. Το σινεμά είναι όπως ο τζόγος. Οταν το φύλλο σε πάει, πρέπει να το κυνηγάς? αλλά, όταν σου γυρίσει, μακριά κι αλάργα. Το κινηματογραφικό μου λοιπόν φύλλο έχει γυρίσει άσχημα... Τρεις μπούφλες σε ένα δεκαήμερο είναι πολλές. Από τα μαλακά στα σκληρά. Από τους κριτικούς μέχρι την κόρη μου, όλοι φαγωθήκανε ότι το «Σκοτεινός Ιππότης» είναι ταινιάρα, ότι ο Λέτζερ είναι ο Τζόκερ του μέλλοντός μας και, έτσι και το χάσω στους κινηματογράφους, θα πρέπει να περιμένω πέντε χρόνια για να το δω, γιατί τόση θα είναι η λίστα προτεραιότητας στα βιντεάδικα. Λοιπόν, το είδα.

Αφού πρώτα υπενθυμίσω ότι ο Θεός με φύλαξε από το να γίνω κομμουνιστής, να πω ότι ποτέ οι Αμερικανοί σεναριογράφοι δεν υπερτίμησαν την ευφυΐα του ντόπιου κοινού. Τη μισή Γκόθαμ σκοτώνει ο Λέτζερ με τα μαχαίρια και τα εκρηκτικά και μαζί κάθε θεατή που δεν θεωρεί απαραίτητο να του πούνε 20 φορές ότι οι άνθρωποι έχουν μέσα τους το καλό και το κακό. Το λέει όπως ο Τζόζεφ Κόνραντ στο «Μπίλι Μπαντ», το λέει όπως ο Ρόμπερτ Λιούις Στίβενσον στον «Δόκτορα Τζέκιλ και κύριο Χάιντ», κοτσάρει και λίγο Ουγκό από το «Ανθρωπος που γελά» στην προσωπική του ιστορία και, όποιος δεν πιάσει ύστερα από όλα αυτά το υπονοούμενο «οι άνθρωποι έχουμε το καλό και το κακό μέσα μας», πρέπει να έχει δει τρεις Μήδειες σε δημοτικό θέατρο. Η άλλη ζημιά ήταν το «Wanted». Οποιος έχει δει το «After Hours» του Σκορσέζε, είναι το ίδιο. Του πόσο μπορεί να αλλάξει η ζωή ενός φιλήσυχου υπαλλήλου γραφείου. Στην πρώτη περίπτωση, αν μπλεχτεί με μια υστερική της Νέας Υόρκης και, στη νεότερη έκδοση, αν μπλεχτεί σε ταινία με παράφρονα σεναριογράφο. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψεις το πρώτο μέρος. Πόσω μάλλον το δεύτερο, που δεν το είδα γιατί έφυγα.


Η τρίτη ζημιά έγινε με το «Ο κύριος Κανένας». Εδώ όμως τα ήθελε και ο κώλος μου. Αφού το έχεις διαβάσει ότι την παραγωγή την έχει κάνει ο Πάρις Κασιδόκωστας, τι πας και μπλέκεις, κατακαημένε Πανούτσο; Και μάλιστα στο Σινέ Ψυχικό, που ξηγιέται 10 το κεφάλι... Τέλος πάντων, το μόνο που μας σώζει είναι το «Κουνγκ Φου Πάντα». Γιατί, ακόμη και να μη λέει, ταινία με τη φωνή του Τζακ Μπλακ δεν μπορεί να είναι εντελώς χάλια.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube