Ωραία, νίκησε η Εθνική ομάδα στο Λουξεμβούργο. Ο αγώνας ήταν εν γένει άχρωμος, ο αντίπαλος εξαιρετικά αδύναμος, η εμφάνιση σκέτη διεκπεραίωση. Το παιχνίδι δεν προσφέρεται για πολλές αναλύσεις –οι απαραίτητες έχουν ήδη γίνει. Λέμε λοιπόν σήμερα να το ρίξουμε στην ιστορία. Υπάρχει κάτι ιστορικής εμβέλειας, που αξίζει να επισημανθεί στα μεθεόρτια του αγώνα στο Λουξεμβούργο; Ναι: το όνομα του γηπέδου. «Ζοσί Μπαρτέλ».
Για τους κατοίκους του δουκάτου το όνομα του Μπαρτέλ (φωτογραφία) παραπέμπει στο μοναδικό χρυσό μετάλλιο που κατέκτησε ποτέ το μικρό αυτό κράτος σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Στο Ελσίνκι, το 1952, στην κούρσα των 1.500 μέτρων. Λιγότερο γνωστό, όμως, είναι κάτι άλλο: ο Μπαρτέλ ήταν το πρώτο «γκολ» που σημειώθηκε στην αέναη αναμέτρηση ανάμεσα στην Adidas και την Puma, όταν ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις δύο φίρμες αθλητικών ειδών επεκτάθηκε κι εκτός γερμανικών συνόρων. Εάν πάλι φανταστείτε τη μάχη των δύο εταιρειών ως πυγμαχικό αγώνα με απροσδιόριστο αριθμό γύρων, τότε ο Μπαρτέλ ήταν το πρώτο γερό ντιρέκτ. Της Puma στο πρόσωπο της Adidas.
Ολα άρχισαν το 1948, όταν οι αδελφοί Ντάσλερ, ο Αντι και ο Ρούντι, διέλυσαν την κοινή επιχείρηση κατασκευής αθλητικών παπουτσιών που διατηρούσαν από το 1924 και ίδρυσαν δύο νέες. Ο Αντι δημιούργησε την Adidas, ονομασία που προέρχεται από το μικρό όνομα και την πρώτη συλλαβή του επωνύμου του ιδρυτή της (Adi Dassler). Κατ' αναλογία ο Ρούντι ίδρυσε τη Ruda (Rudi Dassler), η οποία δεν άργησε να μετονομαστεί σε Puma. Αμφότερες οι νεοϊδρυθείσες εταιρείες παρέμειναν στην έδρα της παλιάς: τη βαυαρική πόλη με το όνομα Χερτζοχενάουραχ. Αμεσο αποτέλεσμα της επιχειρηματικής διάσπασης ήταν να χωριστεί στα δύο και η πόλη: όχι μόνο εκάστη εκ των δύο ομάδων της «προσκολλήθηκε» σε καθεμία από τις φίρμες, αλλά και οι ίδιοι οι κάτοικοι... ταυτίστηκαν ψυχικά με τη μία ή την άλλη εταιρεία. Αναρωτιέστε γιατί; Ισως επειδή η πάλαι ποτέ ενιαία βιομηχανία Ντάσλερ ήταν το μοναδικό διάσημο σήμα κατατεθέν του –κατά τα άλλα άγνωστου– Χερτζοχενάουραχ (καλύτερα να το γράφεις παρά να το προφέρεις).
Καλύτερη εκκίνηση στην κούρσα του ανταγωνισμού έκανε ο Ρούντι Ντάσλερ: παπούτσια Puma φορούσαν οι περισσότεροι από τους παίκτες της ποδοσφαιρικής δυτικογερμανικής εθνικής ομάδας. Ανάμεσά τους και ο Χέρμπερτ Μπουρντένσκι. Παίκτης της Βέρντερ Βρέμης από το 1949, ήταν ο σκόρερ του πρώτου τέρματος που πέτυχε η εθνική ομάδα της Δ. Γερμανίας ύστερα από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Τον Νοέμβριο του 1950, στη Στουτγκάρδη, με δικό του γκολ οι Δυτικογερμανοί επιβλήθηκαν των Ελβετών. Επρόκειτο για σημαντικό διαφημιστικό κέρδος της Puma, αλλά η φίρμα του Ρούντι χρειαζόταν και κάποια αμιγώς διεθνή επιτυχία, ώστε να σταθεροποιήσει και να διευρύνει το προβάδισμά της.
Αυτό το «κάτι» κατέφθασε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1952: φορώντας παπούτσια Puma, ο Μπαρτέλ νίκησε στα 1.500 μέτρα. Επειδή η φράση «χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο στο Λουξεμβούργο» ηχούσε –και τότε– ως φλύαρη απόδοση της έννοιας «απίστευτο θαύμα», ο Ρούντι είχε κάθε λόγο να ανοίγει σαμπάνιες ή, επί το βαυαρικότερο, να κερνά μπίρες τους συνεργάτες του. Τι μπορούσε να ισοφαρίσει ένα θαύμα; Ενα άλλο θαύμα. Οπως ήταν η νίκη των Δυτικογερμανών επί των Ούγγρων στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1954 στη Βέρνη.
Εκείνον τον θρίαμβο της 4ης Ιουλίου 1954, με όλες τις εθνικές και πολιτικές προεκτάσεις του, τον οικειοποιήθηκε η Adidas. Η εταιρεία του Αντι είχε πωλήσει στην ομάδα παπούτσια με ειδικά, βιδωτά καρφιά, στα οποία πιστώθηκε η ικανότητα των παικτών να τρέχουν σαν δαίμονες στο λασπωμένο τερέν. Βεβαίως, σύμφωνα με άλλα καρφιά, όχι των παπουτσιών αλλά των... κακών γλωσσών, πιο πειστικά εξηγούσε τη φυσική αντοχή των ποδοσφαιριστών της Δυτικής Γερμανίας μια έντονη οσμή παπαρούνας, την οποία ανέδυαν τα αποδυτήριά της. Ολα τούτα, όμως, θα γίνονταν αντικείμενο έντονων συζητήσεων κατά τις επόμενες δεκαετίες. Στην επιχειρηματική-διαφημιστική διελκυστίνδα η Adidas είχε πάρει το αίμα της πίσω, αφήνοντας τον Ρούντι να διαρρηγνύει τα ιμάτιά του διαμαρτυρόμενος: το αφεντικό της Puma ισχυριζόταν ότι ο μισητός (στην κυριολεξία!) αδελφός τού είχε «κλέψει» μια δική του ιδέα. Οτι τις βιδωτές τάπες τις είχε λανσάρει ο ίδιος, προμηθεύοντας με το υλικό αυτό την ομάδα της Καϊζερσλάουτερν, πρωταθλήτριας του 1953.
Είτε ήσαν ακριβείς είτε όχι, οι καταγγελίες του Ρούντι μοιραία έπεσαν στο κενό –ή, αν προτιμάτε, πνίγηκαν σε πελάγη δυτικογερμανικού ενθουσιασμού και διεθνούς θαυμασμού για την εκπληκτική επιτυχία του 1954. Το «θαύμα της Βιέννης» βοήθησε την Adidas να αυξήσει τις πωλήσεις της κι έριξε το μπαλάκι στο τερέν της Puma. Τα εντυπωσιακά χτυπήματα των δύο εταιρειών δίνονταν εναλλάξ –μία σου και μία μου– κι έτσι άπαντες ανέμεναν δυναμική απάντηση από τον Ρούντι.
Εν τω μεταξύ, όμως, κάτι είχε αρχίσει να αλλάζει: οι αθλητές-υποψήφιοι ζωντανοί διαφημιστές αντελήφθησαν ότι έτσι όπως είχε αγριέψει η διαμάχη των δύο εταιρειών, οι ίδιοι θα μπορούσαν να επωφεληθούν. Να προβάλουν μεγαλύτερες οικονομικές αξιώσεις. Οντως, στο διεθνές επιχειρηματικό αθλητικό στερέωμα η Adidas και η Puma θύμιζαν τις πανίσχυρες οικογένειες... Μπάξτερ και Ρόχο, στο γουέστερν-σπαγγέτι «Για μια χούφτα δολάρια». Ας μη λησμονούμε ότι ο τρίτος πόλος, η Nike, έμελλε να εμφανιστεί δυναμικά στο προσκήνιο πολλά χρόνια αργότερα. Ενας Δυτικογερμανός σπρίντερ, ο Αρμιν Χάρι, έδειξε να εμπνέεται από άλλο γουέστερν-σπαγγέτι. Από το «Ο Καλός, ο Κακός και ο Ασχημος». Θυμάστε τις πρώτες σκηνές της ταινίας; Τον «Κακό» (Λι βαν Κλιφ) πλήρωσαν δύο θανάσιμοι εχθροί, καθένας εκ των οποίων τού ανέθεσε να σκοτώσει τον άλλον. Ο «Κακός» τους «καθάρισε» και τους δύο. Ο Αρμιν Χάρι φονιάς δεν ήταν ο άνθρωπος, αλλά κάτι από... φραγκοφονιά είχε. Σκέφθηκε να τα πάρει και από τις δύο φίρμες.
Πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης (1960) ο Χάρι συμφώνησε με την Puma. Νωρίτερα είχε προσπαθήσει να δελεάσει και την Adidas, ώστε να ανεβάσει την αμοιβή του. Δεν τα κατάφερε. Κατόρθωσε όμως κάτι άλλο, το οποίο έκανε τον Ρούντι να... τρελαθεί από τη χαρά του: ο Αρμιν Χάρι κέρδισε χρυσό στα 100 μέτρα, τερματίζοντας την κυριαρχία των Αμερικανών στο αγώνισμα για πρώτη φορά από το 1932! Στην απονομή ο αθεόφοβος εμφανίστηκε με... Adidas, ευελπιστώντας ότι θα εισέπραττε κάποια χρήματα κι από τον Αντι Ντάσλερ. Εκείνος όμως «τα πήρε στο κρανίο» κι ο «αχόρταγος» Χάρι δεν πήρε μάρκο τσακιστό.
Ολα αυτά –σκεφθείτε– συντελέστηκαν στην περίοδο από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια μέχρι τη χαραυγή των '60s. Δεν νομίζετε ότι πρέπει να επανεξετάσουμε το στερεότυπο, σύμφωνα με το οποίο, ο σκληρός επιχειρηματικός ανταγωνισμός στον αθλητισμό είναι φαινόμενο σχετικά «νωπό»;
ΥΓ.: Αύριο ο σχετικός κατάλογος από τα '70s κι εντεύθεν και η ιστορία μίσους των αδελφών Ντάσλερ.