Οι αξιολογήσεις στα γεγονότα, σχεδόν πάντα, είναι υποκειμενικές. Και καθορίζονται από πολλούς παράγοντες. Ενα ίσως τραβηγμένο παράδειγμα. Δημοσιογράφος, στα εγκαίνια ενός μουσείου, ρωτά τον Τζιακομέτι –έναν από τους σπουδαιότερους γλύπτες του περασμένου αιώνα. «Αν έπιανε φωτιά το μουσείο, τι θα σώζατε; Ενα Ρέμπραντ ή τη γάτα του φύλακα;».

Και ο Τζιακομέτι απαντά. «Μα, φυσικά τη γάτα. Τι να τον κάνω τον Ρέμπραντ;». Εγώ πάλι, που δεν έχω τη σοφία του Τζιακομέτι και γνωρίζοντας πόσο πιάνει στο χρηματιστήριο της τέχνης ένας Ρέμπραντ (και φαντάζομαι ωραία που θα ήταν αν ο πίνακας που έσωζα ήταν η «νυχτερινή περίπολος»), θα προτιμούσα τον ζωγράφο. Τι να την κάνω τη γάτα; Ετσι, λοιπόν, αν επρόκειτο να αξιολογήσω το κορυφαίο ποδοσφαιρικό γεγονός του καλοκαιριού, θα έλεγα ότι είναι η εξαγορά της Μάντσεστερ Σίτι από τους Αραβες του Αμπου Ντάμπι. Για μια σειρά από λόγους που νομίζω ότι έχουν ενδιαφέρον.

Θα πρέπει, πάντως, να σημειώσω πως αυτή η είσοδος των Αράβων, η πρώτη επιτυχημένη στην Πρέμιερσιπ (μια και είχε προηγηθεί η προσπάθεια του εμίρη του Ντουμπάι να αγοράσει τη Λίβερπουλ), ήταν πάρα πολύ εντυπωσιακή. Αναφέρομαι στην περίπτωση του Ρομπίνιο. Δεν είναι τόσο το ποσό ρεκόρ των 42 –σχεδόν– εκατομμυρίων ευρώ που ξόδεψαν για να αποκτήσουν τον ποδοσφαιριστή από τη Ρεάλ όσο το γεγονός ότι πρώτη φορά ο Αμπράμοβιτς χάνει έναν παίκτη που διεκδικεί από κάποιον άλλον.

Και απ' ό,τι φαίνεται είναι διατεθειμένοι να ξοδέψουν τεράστια ποσά για να ενισχύσουν την ομάδα που αγόρασαν από τον Σιναβάτρα για ένα ποσό που, σύμφωνα με τις πληροφορίες, έφτασε τα 340 εκατομμύρια ευρώ. Ηδη στον αγγλικό Τύπο άρχισαν να διαρρέουν πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες, οι Αραβες έχουν προσδιορίσει τον επόμενο μεταγραφικό στόχο. Τον Κριστιάνο Ρονάλντο, για τον οποίο φέρονται διατεθειμένοι να ξοδέψουν περισσότερα από 120 εκατομμύρια ευρώ. Ο Ταϊλανδός λέγεται ότι θα κρατήσει ένα ποσοστό γύρω στο 30%, γιατί έτσι δεν θα υποχρεωθεί να την εγκαταλείψει αν καταδικαστεί από δικαστήριο της Ταϊλάνδης για κατάχρηση.

Σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν στην Πρέμιερσιπ, αν ένας μεγαλομέτοχος- ιδιοκτήτης ομάδας που έχει ποσοστό άνω του 30% έχει δικαστική καταδίκη, δεν μπορεί να εμφανίζεται –και να είναι–ιδιοκτήτης ομάδας. Είναι δεδομένος ο πλούτος που υπάρχει στην Πρέμιερσιπ. Αυτό φάνηκε για μία ακόμη φορά από το υψηλότατο ποσό που ξόδεψαν οι αγγλικές ομάδες αυτή τη μεταγραφική περίοδο. Ποσό που πλησίασε τα 700 εκατομμύρια ευρώ και είναι υψηλότερο κατά 100 εκατομμύρια από το αντίστοιχο περσινό. Βέβαια, αν κάποιος ήθελε να επενδύσει τα εκατομμύριά του σε ένα επενδυτικό σχέδιο, θα μπορούσε να βρει πολύ περισσότερο αποδοτικές περιπτώσεις από το να επενδύσει σε μια ποδοσφαιρική ομάδα, έστω και αν πρόκειται για ομάδα της Πρέμιερσιπ.

Είναι όμως το κύρος, η αναγνωρισιμότητα, το πρεστίζ που προσφέρει η ιδιοκτησία μιας ομάδας που μετέχει στο εμπορικότερο πρωτάθλημα του κόσμου, η οποία μπορεί να αποκτήσει τις δυνατότητες να διακρίνεται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Επίσης, για πολλούς μεγιστάνες η ιδιοκτησία μιας δημοφιλούς ποδοσφαιρικής ομάδας είναι σαν ένα βραβείο, ένα έπαθλο του πλούτου που κατέχουν. Ακόμη και ένα παιχνίδι με οικονομικό και διαφημιστικό ενδιαφέρον. Και αυτό το τελευταίο έχει ιδιαίτερη σημασία, μια και στον Περσικό Κόλπο οι πετρελαιάδες άρχισαν να ετοιμάζονται για τις εποχές που θα μπορούν να έχουν έσοδα και από άλλες δραστηριότητες πέρα απ' το πετρέλαιο, όπως από τον τουρισμό.

Το Ντουμπάι για παράδειγμα είναι η πρώτη χώρα που –επί της ουσίας– δεν διοικείται από σεΐχη ή από εμίρη αλλά από CEO. Αν κάποιος προσέξει τις δηλώσεις του νέου ιδιοκτήτη της Σίτι, θα καταλάβει αρκετά πράγματα. Καμία αναφορά στα παραδοσιακά. Η ιστορία της ομάδας, οι οπαδοί της, οι αρχές του ποδοσφαίρου και άλλα τέτοια. Ας έχουμε την προσοχή μας και στη Μάντσεστερ Σίτι. Οι νέοι ιδιοκτήτες της θα μας δείξουν πολλές από τις νέες αλλαγές που έρχονται στο σύγχρονο ποδόσφαιρο.

Αλαζόνες ή ανίκανοι;

Πόσοι θυμούνται ότι οι περσινές εκλογές έγιναν με αφορμή τη σύνταξη του προϋπολογισμού; Ενός προϋπολογισμού που καταλήγει ελλειμματικός και αποδεικνύει με πολύ ηχηρό τρόπο την ανικανότητα αυτού που –καθ' υπερβολήν– ονομάζεται οικονομικό επιτελείο και, φυσικά, την πλήρη αποτυχία της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης.

Εκείνο που υποτίθεται ότι θα αποτελούσε προνομιακό πεδίο άσκησης κυβερνητικής πολιτικής, η οικονομία δηλαδή, αναδεικνύεται σε «Βατερλό». Και λογικό είναι. Με μια στεγνή και ξεπερασμένη νεοφιλελεύθερη αντίληψη για την οικονομία, χωρίς ιδέες, χωρίς σχέδιο και στελέχη, με απέχθεια στο κράτος και τις κοινωνικές δαπάνες, ήταν φυσικό τα πράγματα να οδηγηθούν σ' αυτό το σημείο. Πόσω μάλλον που τον τελευταίο χρόνο και η διεθνής οικονομική συγκυρία ήταν πολύ άσχημη. Ε, άμα είσαι και ανίκανος να διαχειριστείς και τα οικονομικά μιας χώρας, είναι φυσικό επακόλουθο να δανείζεσαι διαρκώς και να επιβαρύνεις φορολογικά τους πολίτες –ιδίως εκείνους που δεν έχουν περισσεύματα– για να καλύψεις ελλείμματα.

Για αναπτυξιακές πολιτικές, για στήριξη των χαμηλόμισθων, των συνταξιούχων και όσων έχουν ανάγκη ούτε λόγος. Αναλώσιμοι είναι σύμφωνα με την αντίληψη της κυβέρνησης. Μιας κυβέρνησης που επαναφέρει το αισχρότατο μέτρο της περαίωσης, το οποίο, πέρα από την «εκπαίδευση» των πολιτών στη συναλλαγή και την πελατειακή σχέση, «βροντοφωνάζει» μαζί με την επικείμενη επαναφορά των αντικειμενικών κριτηρίων την ανικανότητα της κυβέρνησης να εκπονήσει ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα και να πατάξει τη φοροδιαφυγή. Η υπαναχώρηση του κ. Αλογοσκούφη στο ζήτημα της φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών που αμείβονται με το μπλοκάκι και των τρίτεκνων αποκαλύπτει την ασχετοσύνη και την άγνοια του υπουργού Εθνικής Οικονομίας και των συμβούλων του.

Αλλωστε, ποιος ο λόγος να σχεδιάσεις και να εφαρμόσεις ένα σταθερό φορολογικό σύστημα όταν μπορείς όποτε γουστάρεις να κάνεις «πλιάτσικο» στα εισοδήματα και να παίρνεις όσα θέλεις; Η οικονομική πολιτική, φυσικά, έχει την έγκριση του πρωθυπουργού και ο αγώνας τού κ. Αλογοσκούφη να μας πείσει ότι η ανικανότητά του είναι αντίστοιχη της αλαζονείας του έχει αντανάκλαση στον ίδιο τον πρωθυπουργό. «Τη χρυσή εκλογική εφεδρεία» της κυβέρνησης. Που και αυτός θέλει να αποδείξει κάτι με τη σειρά του. Πως σ' αυτή την κυβέρνηση –όπως και σε αρκετές προηγούμενες– τα μηδενικά μπαίνουν μπροστά από τους άσους.

Το κόστος του εισιτηρίου

Απ' ό,τι πληροφορηθήκαμε από το ρεπορτάζ, η συνάντηση του προέδρου της Σούπερ Λίγκας και του υφυπουργού Αθλητισμού δεν είχε αίσιο αποτέλεσμα σε ό,τι αφορά το ζήτημα έκδοσης του ηλεκτρονικού εισιτηρίου. Το ζήτημα έχει δύο πτυχές. Το κόστος εγκατάστασης του συστήματος υπολογίζεται γύρω στα 13 εκατομμύρια ευρώ και έχει αποφασισθεί από την κυβέρνηση η εγκατάστασή του, που θεωρείται ότι θα περιορίσει και τα φαινόμενα βίας στα γήπεδα. Οι δύο πτυχές του ζητήματος αφορούν, πρώτον, ποιος θα επωμιστεί αυτό το κόστος –που θεωρώ απαράδεκτο να αναλάβει ο φίλαθλος– όπως και ποιος θα αναλάβει την προκήρυξη του σχετικού διαγωνισμού.

Αν τον αναλάβει το κράτος και ρίξει το κόστος στις ΠΑΕ, είναι άδικο για τις ΠΑΕ. Εφόσον αυτές θα αναλάβουν το κόστος, είναι λογικό και θεμιτό επιχειρηματικά να διοργανώσει η Σούπερ Λίγκα τον διαγωνισμό και να καθορίσει τους όρους του. Το ζήτημα ανάληψης του κόστους είναι κομβικό. Οποιος και να διοργανώσει τον διαγωνισμό δεν μπορεί να μεταφέρει το κόστος σ' εμάς. Είτε η πολιτεία, διότι αυτό αφορά ανώνυμες εταιρείες, είτε αυτές γιατί κάποτε θα πρέπει –στο όνομα της επιχειρηματικότητας που ευαγγελίζονται– να επενδύσουν για να κυνηγήσουν κέρδη και όχι να ζητιανεύουν συνεχώς από το κράτος, δηλαδή τις τσέπες μας.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube