Κάποτε μία διάσημη ζωγράφος, που δεν θυμάμαι το όνομά της, παρουσίασε μία έκθεση έργων της σε πολλά από τα οποία κυριαρχούσαν τα γαρύφαλλα, πράγμα ιδιαίτερα ασυνήθιστο για τις δουλειές της μέχρι τώρα. Οταν ένας κριτικός τη ρώτησε γιατί χρησιμοποιούσε τόσα πολλά γαρύφαλλα, εκείνη απάντησε «δεν μου αρέσουν, αλλά το έκανα για δύο λόγους. Πρώτον γιατί τα γαρύφαλλα κοστίζουν λιγότερο από τα μοντέλα και δεύτερον γιατί δεν κουνιούνται». Μετά τα πρώτα παιχνίδια των ομάδων μας σε φιλικά, Ευρώπη και πρωτάθλημα, οι περισσότεροι οπαδοί -δεν γράφω φίλαθλοι, ο φίλαθλος έχει άλλη προσέγγιση στο παιχνίδι- αντιμετωπίζουν τους προπονητές σαν τα γαρύφαλλα της ζωγράφου.
Οχι σε ό,τι αφορά τη σχέση των γαρύφαλλων με τα μοντέλα, όσο για τη σχέση των γαρύφαλλων με την κίνηση. Από τη στιγμή που ο προπονητής δεν κάνει εκείνα που ικανοποιούν τον οπαδικό εγωισμό, είναι αποτυχημένος και πρέπει να φύγει. Επειδή το ποδόσφαιρο είναι ένα τόσο δημοκρατικό παιχνίδι, ένα παιχνίδι που όλοι έχουν παίξει -και εκ τούτου νομίζουν ότι το γνωρίζουν- έχουν και άποψη κατηγορηματική για τη δουλειά του προπονητή. Φυσικά, ο καθένας μπορεί να λέει την άποψή του ή να έχει γνώμη για τις προπονητικές επιλογές, αλλά, είτε μας αρέσει είτε όχι, ο προπονητής έχει στα χέρια του μία γνώση και μία σειρά δεδομένων που εμείς αγνοούμε.
Ο προπονητής, για παράδειγμα, γνωρίζει και μπορεί να αναλύσει με τη συνδρομή των συνεργατών του μία σειρά βιομετρικών δεδομένων για τον κάθε ποδοσφαιριστή, τα οποία δίνουν και μία εικόνα των δυνατοτήτων του, της φυσικής κατάστασής του, που εμείς δεν γνωρίζουμε. Ο προπονητής, επίσης, είναι εκείνος που γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα τον τρόπο που συμπεριφέρεται στους συμπαίκτες του και την ομάδα γενικότερα ένας παίκτης, γνωρίζει δηλαδή ένα μεγάλο μέρος της ψυχολογίας του. Και αυτό επίσης είναι κάτι που εμείς αγνοούμε. Ο προπονητής, τέλος, είναι αυτός που έχει ένα σχέδιο στο μυαλό του και ξέρει καλύτερα από εμάς τα εργαλεία που του χρειάζονται για να το υλοποιήσει.
Αλλωστε, είναι η δουλειά του για την οποία, συνήθως σε υψηλό επίπεδο, πληρώνεται με πάρα πολλά χρήματα, γεγονός που μαρτυρά ότι δεν είναι και τόσο εύκολη δουλειά αλλιώς θα την κάναμε όλοι. Προφανώς, ο προπονητής κρίνεται από τα αποτελέσματα. Και αν τα αποτελέσματα είναι αρνητικά, συνεπάγεται ότι δεν μπορεί να διαχειριστεί το συγκεκριμένο δυναμικό και την πίεση που γεννά ο περίγυρος της κάθε ομάδας. Το μεγαλύτερο πρόβλημα στη δουλειά ενός προπονητή βρίσκεται στην περίοδο χάριτος ή στην περίοδο προσαρμογής.
Σε χώρες όπου οι φίλαθλοι ή οι οπαδοί δεν έχουν αθλητική παιδεία και εκείνο που τους ενδιαφέρει είναι οι νίκες της ομάδας τους, κάτι που ικανοποιεί τον οπαδικό εγωισμό και μόνο, η υπομονή για τα αποτελέσματα της δουλειάς ενός προπονητή (την οποία μπορούμε να κριτικάρουμε και να αξιολογήσουμε με την ευκολία ενός παντογνώστη – ξερόλα) είναι σχεδόν μηδενική. Στην ελληνική ποδοσφαιρική πραγματικότητα ειδικά οι ξένοι προπονητές έχουν να αντιμετωπίσουν μία κατάρα. Την περίφημη κατάρα της αδυναμίας προσαρμογής στην ελληνική πραγματικότητα. Μία πραγματικότητα που θέλει νίκες όσο το δυνατόν γρηγορότερα διότι δεν έχουμε μάθει να περιμένουμε και επίσης δεν έχουμε αποδεχθεί το γεγονός ότι η ήττα είναι μέρος του παιχνιδιού.
Αυτό που για μένα είναι ενοχλητικό είναι η τάση μας να θέλουμε να προσαρμόσουμε όλους τους ξένους, παίκτες ή προπονητές, στα μέτρα μας. Να τους κοντύνουμε δηλαδή, επειδή στην ποδοσφαιρική Ευρώπη τα «ελληνικά μέτρα», η ελληνική πραγματικότητα, είναι πολύ φτωχή και μίζερη. Αντί να επιδιώκουμε να αντιγράψουμε στοιχεία από την πραγματικότητα των άλλων, να ψηλώσουμε λίγο περισσότερο, θέλουμε να μικρύνουμε τον ορίζοντα των άλλων για να μη νιώθουμε συμπλεγματικοί. Μία τελευταία επισήμανση μόνο.
Στην περίπτωση των ξένων ποδοσφαιριστών ή προπονητών θα έπρεπε οι ίδιες οι ομάδες να έχουν ανθρώπους που θα τους βοηθούσαν να κατανοήσουν τις ιδιαιτερότητες του νέου περιβάλλοντος, στο οποίο έρχονται και στο οποίο πρέπει να δουλέψουν. Ανθρώπους που θα μπορούν να μιλήσουν ξένες γλώσσες, να έχουν μία παιδεία και να μπορούν να παίξουν αυτό τον ρόλο. Εχουν όμως;
Το διεθνοποιημένο ποδόσφαιρο
Η εξαγορά της Μάντσεστερ Σίτι από τους Αραβες και η προετοιμασία της Εβερτον και της Νιούκαστλ να περάσουν σε χέρια ξένων επενδυτών, όπως επίσης και το γεγονός ότι το αγγλικό πρωτάθλημα είναι το πιο διεθνοποιημένο σε όλο τον κόσμο δείχνουν πόσο αλλάζει αυτό που ονομάζεται κινητικότητα ποδοσφαιριστών.
Μία κινητικότητα που δέχθηκε το μεγαλύτερο πλήγμα με την υπόθεση Μποσμάν. Πριν από πέντε χρόνια οι καθηγητές Τζον Γουίλσον του πανεπιστημίου Σεντ Αντριους και ο δρ. Τζον Γκοντάρντ του πανεπιστημίου της Ουαλίας μελέτησαν μεταγραφικά στοιχεία του αγγλικού ποδοσφαίρου από το 1986 και μετά.
Σύμφωνα με τη μελέτη των δύο καθηγητών, οι ποδοσφαιριστές που αγωνίζονταν σε αγγλικές ομάδες και οι οποίοι δεν είχαν γεννηθεί σε Αγγλία (περιλαμβάνεται και η Ουαλία με τη Σκωτία) και Βόρειο Ιρλανδία αποτελούσαν το ’86 ποσοστό 2,8%. Το 2001 το ίδιο ποσοστό είχε φτάσει το 11,7%. Την ίδια περίοδο ο συνολικός αριθμός των επαγγελματιών ποδοσφαιριστών που αγωνίζονταν στην Πρέμιερσιπ και στις υπόλοιπες τρεις κατηγορίες του αγγλικού πρωταθλήματος αυξήθηκε κατά 61,5% και έφτασε συνολικά τους 3.405 επαγγελματίες από 2.106. Στη μελέτη τους οι δύο καθηγητές σημειώνουν ότι η μαζική εισροή ξένων ποδοσφαιριστών στο αγγλικό πρωτάθλημα είχε καθοριστική επίδραση στην καριέρα των νεαρών Αγγλων ποδοσφαιριστών, η πλειονότητα των οποίων αναγκάστηκε να μετακομίσει σε ομάδες μικρότερων κατηγοριών προκειμένου να συνεχίσουν την καριέρα τους.
Στη μελέτη διαπιστώνεται ότι στα χρόνια ανάμεσα στο 1986 και το 1991 το 44,2% όλων των επαγγελματιών ποδοσφαιριστών άλλαζε σύλλογο μέσα σε μια πενταετία ενώ δέκα χρόνια αργότερα το ποσοστό αυτό ανέβηκε στο 56%. Από τα στοιχεία της μελέτης προκύπτει ότι η πλειονότητα των Αγγλων ποδοσφαιριστών όταν εγκατέλειπαν μια ομάδα εντάσσονταν σε ομάδα μικρότερης κατηγορίας από εκείνη που άφηναν, προκειμένου να συνεχίσουν τη σταδιοδρομία τους. Την ίδια περίοδο παρατηρείται επίσης αύξηση των μεταγραφών έγχρωμων ποδοσφαιριστών που δεν είχαν αγγλική υπηκοότητα.
Το ποσοστό αυτό ήταν 7,6% το 1986 και ανέβηκε στο 13,8% το 1997. Οι αριθμοί δεν αποκαλύπτουν πάντα όλη την αλήθεια, αλλά ξαναδιαβάζοντας τα στοιχεία αυτής της έρευνας προσπαθώ να μαντέψω την ανάλογη εικόνα του ελληνικού ποδοσφαίρου, στην πρώτη αγωνιστική του οποίου από τα 21 γκολ που σημειώθηκαν τα 20 τα πέτυχαν ξένοι ποδοσφαιριστές.
Λαθροχειρίες και συνταγματική τάξη
Είναι δεδομένο ότι αν αποδειχθεί η βασιμότητα των ισχυρισμών του ΠΑΣΟΚ για τα όσα καταγγέλλει σχετικά με την αλλοίωση των ψηφοδελτίων βουλευτών της συμπολίτευσης κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας για την αναθεώρηση του Συντάγματος υπάρχει τεράστιο πολιτικό, συνταγματικό και ηθικό θέμα. Θέμα που έχει να κάνει με την ίδια τη λειτουργία της πολιτείας. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο η διερεύνηση της υπόθεσης πρέπει να γίνει με σοβαρότητα και διαφάνεια.
Ομως, όλοι αυτοί που κόπτονται για τη συνταγματική τάξη δεν είδα να διαμαρτύρονται όταν ο υπουργός Παιδείας δήλωσε ότι η κυβέρνηση θα πετύχει την αναθεώρηση του άρθρου 16 ακόμα και με διασταλτική ερμηνεία του Συντάγματος. Πού είναι όλοι αυτοί που δεν διαμαρτύρονται για το γεγονός ότι έχουμε μία Δημοκρατία που έχει αναγορεύσει το 42% σε πλειοψηφικό ποσοστό και επιτρέπει σε μία παράταξη μειοψηφίας να νομοθετεί. Αυτοί, λοιπόν, που ανησυχούν για την πιθανή κατάλυση της συνταγματικής τάξης μάλλον υποκριτικά αντιδρούν, προσδοκώντας, απλώς, πολιτικά οφέλη.