Mέχρι το μεσημέρι της Κυριακής, όλο το Πεκίνο παραληρούσε για το υπερθέαμα που πρόσφερε ο αμερικανικός οδοστρωτήρας του μπάσκετ. «Βρήκαμε την καινούργια dream team», έλεγαν οι απεσταλμένοι των ΜΜΕ από τις ΗΠΑ. «Είναι η ομάδα της εξιλέωσης. Αυτή που θύμισε στον υπόλοιπο κόσμο ότι όσα έγιναν τα προηγούμενα χρόνια αποτελούσαν ψευδαίσθηση. Η ψαλίδα δεν έχει κλείσει».
Επειτα, ανέβηκε στο παλκοσένικο η Ισπανία. Μια ομάδα που τιμωρήθηκε στον α' γύρο για την αλαζονεία της και προσπάθησε να απαντήσει με τον τρόπο του αλαζόνα. Δεν άλλαξε την τακτική της ύστερα από εκείνο το 82-119 της 16ης Αυγούστου ούτε κατέφυγε σε τακτικές ανταρτοπολέμου. «Θα παίξουμε το μπάσκετ μας και όπου μας βγάλει», φαίνεται ότι αποφάσισαν στα αποδυτήρια ο Αϊτο Ρενέσες και οι παίκτες του. Η ταχύτητα κόντρα στην ταχύτητα. Η δύναμη κόντρα στη δύναμη. Το μπάσκετ κόντρα στο μπάσκετ. Με λιγότερα έστω προσόντα, αλλά και με κάπως μεγαλύτερη έμφαση στην τακτική.
Ο τελικός που προέκυψε από αυτή την απόφαση υπήρξε ο πιο απολαυστικός στην ιστορία του αθλήματος. Ταυτόχρονα, άλλαξε τα κείμενα των αμερικανικών εφημερίδων και δικαίωσε προσπάθειες δεκαετιών. Οι Αμερικανοί κέρδισαν ένα παγκόσμιο χρυσό μετάλλιο για πρώτη φορά μετά το Σίντνεϊ, αλλά χρειάστηκε να παρατάξουν την ισχυρότερη ομάδα της τελευταίας 15ετίας και να βάλουν τα (πολύ) δυνατά τους στον τελικό.
Η έκφραση στο πρόσωπό τους μετά τη λήξη φανέρωνε όχι ενθουσιασμό και σιγουριά αλλά ανακούφιση. Τους χειροκρότησε το ΝΒΑ, τους χειροκρότησαν οι βυθισμένοι στην τριτοκοσμική τους αφέλεια Κινέζοι, αλλά κάπου εκεί εξαντλήθηκαν οι εκδηλώσεις θαυμασμού. Η υπόλοιπη υφήλιος του μπάσκετ χειροκρότησε την Ισπανία, η οποία πήρε τα έπαθλα της Ελλάδας, της Αργεντινής και της Σερβίας και τα τοποθέτησε δέκα σκαλοπάτια πιο ψηλά.
Η κυριακάτικη ήττα των Ισπανών «ξεγύμνωσε» το ΝΒΑ περισσότερο απ' ό,τι το ξεγύμνωσε η Εθνική μας πρόπερσι στο Τόκιο. Εμείς νικήσαμε τους Αμερικανούς με μπάσκετ του προπονητή και καταγράψαμε ένα θρίαμβο της τακτικής και του ομαδικού πνεύματος απέναντι στην αφέλεια των «γιάνκηδων». Η Ισπανία έφτασε μαζί τους στο νήμα, ακολουθώντας τη δική τους συνταγή και πασχίζοντας να πετύχει 120 πόντους απέναντι σε αυτή την ισοπεδωτική μέχρι τον ημιτελικό μηχανή.
Επαιξε μάλιστα χωρίς τον βασικό της πλέι μέικερ (τον τραυματισμένο Καλδερόν) και ταυτόχρονα αντιμετώπισε και εχθρικά σφυρίγματα. Η δουλοπρέπεια των διαιτητών κάθε φορά που αντίκριζαν την παρέα του Κόμπι Μπράιαντ ήταν βγαλμένη από τα πέτρινα χρόνια της Ευρώπης. «Ας παίξουν οι γκρίζοι όπως απαιτούν οι κανονισμοί της ΦΙΜΠΑ και θα δούμε ποιος θα κερδίσει», έλεγε το 1994 στο Τορόντο ο Παναγιώτης Φασούλας. Τότε νομίζαμε ότι ο ψηλός έψαχνε για δικαιολογίες. Ωστόσο, ο χρόνος τον δικαίωσε. Ακόμα αντηχεί στα αυτιά μου το «fuera» της κερκίδας. Και δεν ήταν μόνο Ισπανοί αυτοί που απαιτούσαν την εκπαραθύρωση των διαιτητών του τελικού. Δεν θέλω να παρεξηγηθώ. Στο Πεκίνο κέρδισε η ομάδα που άξιζε να κερδίσει, χωρίς το παραμικρό ψήγμα αμφιβολίας. Προετοιμάστηκε κατάλληλα, εμφανίστηκε προσηλωμένη και αποφασιστική, έπαιξε μαγευτικό μπάσκετ, διαφήμισε το ΝΒΑ και έδειξε ποιος είναι το αληθινό αφεντικό του αθλήματος. Ωστόσο, ο τελικός ήταν μια σπίθα ελπίδας και ένας αναστεναγμός ευγνωμοσύνης στο βλέμμα και στα χείλη όσων (Ευρωπαίων, Λατινοαμερικανών, Ασιατών) αρνούνται να παραδοθούν αμαχητί στους μύθους και τα θέσφατα της δεκαετίας του '90. Χάρη στην ατρόμητη Ισπανία, αποφύγαμε ένα πισωγύρισμα επικών διαστάσεων.