Ενα από τα πιο συνηθισμένα επιχειρήματα, που συνήθως λέγεται για να αθωώσει τους Ελληνες αθλητές που πιάστηκαν ντοπέ, είναι το «καλά, μπλέξανε τους χρόνους που έπρεπε να πάρουν το φάρμακο;». Το αστείο είναι ότι η σκέψη είναι σωστή. Στην περίπτωση της μεθυλοτριονολόνης, οι Ελληνες αθλητές και οι άνθρωποι που τους την προμήθευαν πράγματι μπλέξανε τους χρόνους. Για την ακρίβεια, δεν γνώριζαν ότι η WADA είχε βρει μέθοδο να ανιχνεύει το αναβολικό σε μεγαλύτερη διάρκεια χρόνου από αυτή που οι ίδιοι νόμιζαν.

Σύμφωνα με δημοσίευμα του «Steroid Report» η μεθυλτριονολόνη –επί το συντομότερο Μ3– δεν ανακαλύφθηκε τη δεκαετία του '60, όπως το Αθηναϊκό Πρακτορείο ανέφερε, γεγονός που το «SR» χαρακτηρίζει «γελοίο», αλλά στα τέλη της δεκαετίας του '80. Η τοξικότητά της τονίζεται σε δηλώσεις του καθηγητή του πανεπιστημίου της Θεσσαλίας Δημήτρη Κουρέτα, που τη μελέτησε στο Harvard στην εργασία για το μεταπτυχιακό του. «Οταν τη χρησιμοποιούσαμε, ήμασταν προσεκτικοί, γιατί απορροφάται μέσω του δέρματος», δήλωσε ο καθηγητής.

Ακόμη πιο ενδιαφέρουσα ως προς το Μ3 είναι η δήλωση του χημικού Πάτρικ Αρνολντ, ο οποίος δημιούργησε το ΤΗG για λογαριασμό της BALCO. Χαρακτηρίζοντας το Μ3 «ισχυρότατο αναβολικό», ο Αρνολντ δήλωσε στο «SR» ότι ήταν δημοφιλές αναβολικό στις αρχές της δεκαετίας του '90, διότι «οι μικρές δόσεις που χρειάζονταν για να υπάρξουν αποτελέσματα ήταν δύσκολο να ανιχνευθούν». Το πρόβλημα όμως του Μ3 ήταν η τοξικότητα. Το πανεπιστήμιο της Βόνης μπλόκαρε την εμπορική παραγωγή του Μ3, ακόμη και για ιατρικές εφαρμογές, λόγω των ζημιών που έκανε στο συκώτι.

Το τι έγινε και οι Ελληνες αθλητές άρχισαν να πιάνονται ομαδικά να έχουν κάνει χρήση Μ3, δεν μπορεί να αποδειχθεί. Η λογική όμως λέει ότι κάποιος από τους προμηθευτές των Ελλήνων αθλητών σε αναβολικά θυμήθηκε το Μ3 μετά το κλείσιμο της BALCO. Γνωρίζοντας το μειονέκτημα της τοξικότητάς του, αλλά και το πλεονέκτημα της δύσκολης ανίχνευσής του λόγω των μικρών ποσοτήτων, άρχισε να το προμηθεύει στους αθλητές. Το λάθος του όμως ήταν ότι η ποσολογία που έδινε ήταν μη ανιχνεύσιμη με τις μεθόδους της WADA πριν από μία δεκαετία. Πίστεψε λοιπόν ότι στους ελέγχους οι αθλητές θα βγαίνουν «καθαροί». Σε όλες ή σε κάποιες από τις περιπτώσεις βγήκαν εντελώς τελείως «βρόμικοι».

Τα προαναφερόμενα δεν είναι παρά μια υπόθεση εργασίας, γύρω από την οποία θα μπορούσε να κινηθεί η όποια έρευνα. Για να είναι όμως αποτελεσματική, κάποιος πρέπει να μιλήσει και να πει την όλη ιστορία. Και κυρίως να υπάρξουν άνθρωποι πρόθυμοι να τον ακούσουν. Γιατί και πριν από τους Ολυμπιακούς της Ατλάντα ο αθλητής της άρσης βαρών Κωνσταντινίδης, αστυφύλακας στο επάγγελμα, είχε πει ότι του έκανε ενέσεις ο Ιακώβου, αλλά το μόνο που δεν έγινε ήταν να τον στείλουν φυλακή για την καταγγελία. Εάν θέλουμε να τελειώνουμε με το ντόπινγκ στην Ελλάδα, περισσότερο από γλώσσες χρειαζόμαστε αυτιά.


H μεταγραφική πολιτική του Ολυμπιακού είναι τώρα κάτι σαν τη συμπεριφορά του άπιστου συζύγου. Ο οποίος καταλαβαίνει ότι η γυναίκα του είδε τον λεκέ από το κραγιόν στο πουκάμισο και, Σάββατο μεσημέρι, ψάχνει να βρει ανοιχτό κοσμηματοπωλείο για της αγοράσει δαχτυλίδι. Αν το δαχτυλίδι είναι φτηνό, θα είναι μπάφα. Αν είναι καλό, στην τούρλα του Σαββάτου θα το πληρώσει όσο όσο. Η περίπτωση του Ντιόγο ανήκει στη δεύτερη κατηγορία και, με τον Ολυμπιακό να χρειάζεται επειγόντως και δεύτερο φορ, ο λογαριασμός για μια ανοησία της στιγμής αναμένεται να ανέβει και άλλο. Τελικά το επιπλέον εκατομμύριο που πήρε η Πόρτσμουθ από το πριμ της μεταγραφής του Λούα Λούα στοίχισε ακόμη περισσότερο, γιατί είναι άλλο πράγμα να χρεώνεις μια κακή διαπραγμάτευση στον προηγούμενο τεχνικό διευθυντή σου και άλλο να καταργείς τη θέση. Ο Ολυμπιακός την κατάργησε και το πληρώνει σε χρόνο και χρήμα.

Ξέρετε ότι το να χτυπήσεις χαϊδευτικά στο κεφάλι έναν άνθρωπο από τη Νοτιοανατολική Ασία είναι προσβλητικό; Αν δεν το ξέρατε, δεν πειράζει. Σπάνια θα βρεθείτε στη θέση να κάνετε τη συγκεκριμένη χειρονομία. Αν όμως γινόσασταν προπονητής σε μια ομάδα της περιοχής, θα ήταν σημαντικό να το ξέρατε. Και από πού θα το μαθαίνατε; Δυστυχώς από τις αντιδράσεις των παικτών που ήδη θα είχαν θιγεί. Αν υπάρχει ένα παράδειγμα που δείχνει τη θέση του Ερνέστο Βαλβέρδε στον Ολυμπιακό, είναι αυτό του προπονητή που βρίσκεται να δουλεύει σε μιαν ασιατική χώρα. Ο Βαλβέρδε, εκτός του ότι πρέπει να προπονεί, να διδάσκει τακτική και να κοουτσάρει, πρέπει να προσπαθεί να βγάλει άκρη με τις συνήθειες και τις ιδιορρυθμίες παραγόντων, παικτών και οπαδών στην πιο δύσκολη από τις ελληνικές ομάδες, τον Ολυμπιακό. Και στη στήριξη του προπονητή της, η διοίκηση του Ολυμπιακού τα έκανε επιεικώς… μούτι.

Πέρυσι, όταν ο Πέτρος Κόκκαλης αναλάμβανε το κουμάντο, είχε απαιτήσει να έχει τη βοήθεια τεχνικού διευθυντή. Ποιος; Ο Πέτρος Κόκκαλης, ο οποίος, αν μη τι άλλο, ασχολείται μία δεκαετία με τον Ολυμπιακό και ξέρει τα κατατόπια… Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να υπάρχει η απαίτηση από τον Βαλβέρδε να ξέρει τα κατατόπια, όταν ο πιο ψαγμένος από τους βοηθούς του έχει τρία «θ» στο επίθετο και για να παραγγείλει στο εστιατόριο χρειάζεται ένα τέταρτο; Και φυσικά τη θέση του τεχνικού διευθυντή δεν μπορεί να την καλύψει ο Κούλης Δουρέκας. Οχι μόνο λόγω γνώσεων, αλλά και λόγω τίτλου. Είναι αρκετά αστείο να λες σ' έναν προπονητή «Για όποιες απορίες έχεις, ρώτα τον υπεύθυνο εγκαταστάσεων της ομάδας». Οπότε ο Βαλβέρδε κινείται με μηδενικές παραστάσεις και το αποτέλεσμα είναι αυτό που βλέπουμε… Τον Αντζα, που είναι από τους παίκτες που δεν εντυπωσιάζουν στις προπονήσεις, να κάθεται με την Ανόρθωση στον πάγκο, επειδή δεν υπάρχει άνθρωπος να πει στον προπονητή «Κόουτς, δεν θα σου πω τη σύνθεση που θα κατεβάσεις, αλλά λάβε υπ' όψιν σου ένα πράγμα. Αυτός που τον φωνάζουνε "Vouli" είναι παίκτης αγώνων και όχι προπονήσεων».

Επειδή όμως δεν υπάρχει σούπερ μάρκετ να πουλάει τεχνικούς διευθυντές και το να εμφανιστεί ένας παλιός παίκτης του Ολυμπιακού που δεν δουλεύει τώρα στην ομάδα θα έδειχνε πανικό, οι λύσεις στον Ολυμπιακό είναι περιορισμένες. Στην πραγματικότητα, δύο. Ο Σάββας Θεοδωρίδης, που είναι εμψυχωτής, ξέρει τις εφημερίδες, αλλά τεχνικός διευθυντής δεν είναι, για να λέει ποιοι παίκτες πρέπει να πάνε δανεικοί και ποιοι πρέπει να έρθουν, και ο Ανδρέας Νινιάδης, που πλησιάζει περισσότερο στο μοντέλο του τεχνικού διευθυντή, αλλά δεν μπορεί να γίνει «η φωνή του προέδρου», όσο τουλάχιστον μπορεί ο Σάββας.

Η περίπτωση του Χοσέ Σεγκούρα είναι διαφορετική. Ο πρόεδρος τον γουστάρει με χίλια, διότι όλοι οι μεγάλοι γουστάρουν αυτούς που έχουν το θάρρος να λένε «όχι», αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί να παίξει τον ρόλο του τεχνικού διευθυντή. Οχι τουλάχιστον όπως τον αντιλαμβανόμαστε στην Ελλάδα, που ο διευθυντής πρέπει να ξέρει τα κουσούρια της ομάδας και του κόσμου της. Για διευθυντής ποδοσφαίρου, που θα ελέγχει αν τα τμήματα είναι στελεχωμένα, ο Σεγκούρα είναι πολύτιμος. Για παράδειγμα, τα τμήματα των Ακαδημιών, στα οποία ο Ολυμπιακός, ζηλεύοντας την ΑΕΚ, είχε επενδύσει τα τελευταία δύο χρόνια, έχουν φέτος αποδιοργανωθεί. Για μια τέτοια δουλειά, ο Σεγκούρα είναι μανούλα, αλλά για να πει στον Βαλβέρδε ποιος ακούει στο καρότο και ποιος στο καμουτσίκι, είναι ακατάλληλος.

Το τελευταίο πρόβλημα του φετινού Ολυμπιακού είναι συνηθισμένο και ένα που έχουν οι επιτυχημένες ομάδες έπειτα από κάποια χρόνια. Το μπέρδεμα ανάμεσα στο παρελθόν και το σήμερα. Ο Κοβάσεβιτς είναι ο παίκτης που με τα γκολ του έδωσε το περσινό πρωτάθλημα στον Ολυμπιακό. Ο Τζόρτζεβις ένας από τους μεγαλύτερους παίκτες της ιστορίας του. Ο Στολτίδης έχει ιδρώσει για τον εαυτό του και για καμιά δεκαριά παίκτες που έκαναν καριέρα στα πνευμόνια του. Κάθε νέος παίκτης λοιπόν που έρχεται στον Ολυμπιακό πρέπει όχι μόνο να αντιμετωπίσει τους παίκτες όπως είναι σήμερα, αλλά και τις εικόνες από την ιστορία τους. Εάν ο Λέτο κάνει κάτι της προκοπής από τα αριστερά, πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που θα λένε ότι ο Τζόρτζεβιτς το έκανε καλύτερα. Αν ο Ντουντού σαρώσει το κέντρο, θα υπάρξουν άλλοι που θα θυμούνται το ματς του Στολτίδη με τη Βέρντερ. Και αν ο Βαλβέρδε κάνει τον Κοβάσεβιτς αλλαγή για να περάσει ένας νέος και ο Ντάρκο μουτρώσει, θα υπάρξουν τρίτοι που θα τον δικαιολογήσουν, επειδή «έχει την ψυχή του νικητή». Ομάδες όμως στις οποίες κάθε νέος παίκτης πρέπει να συγκριθεί με τις αναμνήσεις χρόνων και ο προπονητής δεν πρέπει να βγάζει τους παλιούς, επειδή «κάποια στιγμή μπορούν να πάρουν το παιχνίδι», η λογική πάει περίπατο.


Συμπερασματικά, στον Ολυμπιακό, αν αποκτηθεί ένα ακόμη φορ και ένα αμυντικό χαφ, παίκτες θα υπάρχουν. Χρόνος δεν υπάρχει. Το χειρότερο είναι ότι απαξιώθηκε ο προπονητής σε μεγάλο βαθμό από λάθος χειρισμούς. Και όπως οι Αμερικανοί λένε, «ποτέ δεν έχεις δεύτερη ευκαιρία να κάνεις την πρώτη εντύπωση».

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube