«H πρότασις προήρχετο εκ της καρδίας μάλλον ή εκ του νοός, και ήτο ήκιστα πρακτική και ουχί αυτού του γελοίου απέχουσα». Ποια είναι η γελοία πρόταση; Εκείνη του Ευαγγέλη Ζάππα, πάμπλουτου ομογενούς από τη Ρουμανία: να αναβιώσουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Ελλάδα. Ποιοι είναι αυτοί που χλευάζουν, με την προαναφερθείσα φράση, την ιδέα που διατυπώνει ο Ζάππας από το 1856; Ο μονάρχης Οθων και ο υπουργός Εξωτερικών Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής.
Ο Ζάππας επιμένει, διαβεβαιώνοντας ότι θα διαθέσει ο ίδιος όσα χρήματα χρειάζονται. Το Παλάτι το ξανασκέφτεται και αποφασίζει να δώσει στον πλούσιο ομογενή «κάτι για να παίζει». Κάτι για το οποίο τα χρήματα του Ζάππα φθάνουν και περισσεύουν. Ετσι, τον Αύγουστο του 1858 εκδίδεται βασιλικό διάταγμα που προβλέπει τη διεξαγωγή «Ολύμπιων» -ναι, έτσι αναφέρονται- στην Ελλάδα. Οι λιτοί αυτοί αγώνες φαντάζουν απομίμηση εκείνων τους οποίους διοργανώνει στην Αγγλία ο γιατρός Μπρουκς από τις αρχές της δεκαετίας του 1850. Τα «Ολύμπια» τελούνται στην Αθήνα, στην πλατεία Λουδοβίκου το 1859. Περιλαμβάνουν δρόμους ταχύτητας και αντοχής, άλματα εις μήκος και ύψος, αναρρίχηση, δισκοβολία, πάλη, ακόντιο. Επειδή η διοργάνωση γίνεται... ολίγον μπάχαλο, τα «Ολύμπια» αργούν να επαναληφθούν. Διεξάγονται πάλι το 1870 και 1875 (τη δεύτερη φορά στο Παναθηναϊκό Στάδιο), με την ονομασία «Ολυμπιακοί». Ο Ζάππας από το 1865 έχει «αφήσει χρόνους», αλλά και άφθονο παραδάκι για τούτες τις «μινιατούρες» Ολυμπιακών Αγώνων.
Ιούνιος 1894: το Διεθνές Αθλητικό Συνέδριο αναθέτει στην Αθήνα τη διεξαγωγή κανονικών Αγώνων. Εχουν παρέλθει μόλις 6,5 μήνες από τότε που ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης εκστόμισε το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν». Θα περίμενε κανείς ότι το «στέμμα», το οποίο τρεις δεκαετίες νωρίτερα λίγο έλειψε να «βάλει ζουρλομανδύα» στον Ζάππα για την ιδέα του να αναβιώσουν οι Αγώνες, θα αντιδρούσε σφοδρά τώρα. Αμ δε! Σε μια Ελλάδα που για τη μείωση του εξωτερικού χρέους της αναγκάζεται να διαθέτει το... 33% (!) του εθνικού εισοδήματος, ο μονάρχης Γεώργιος «κάνει παντιέρα» την τέλεση των Αγώνων του 1896. Ο λόγος; Απλός. Το Παλάτι αντιλαμβάνεται ότι το ίδιο, όπως και η αντιπολίτευση, έχει μεγάλη ευκαιρία να πλήξει καίρια τον Χ. Τρικούπη, ο οποίος ακροβατεί στα όρια του εγκεφαλικού κάθε φορά που του θυμίζουν πως στον απόηχο του «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» καταφθάνει το «τώρα διοργανώνωμεν Ολυμπιακούς». Δεύτερο κίνητρο: με έναν πρωθυπουργό που δεν επιθυμεί να διεξαχθούν οι Αγώνες στην Ελλάδα και ο οποίος το πολύ πολύ να ρυμουλκηθεί ανόρεχτα προς αυτούς, ακόμη κι αν ο ίδιος παραμένει στην καρέκλα του κατά την περίοδο διεξαγωγής τους, ποιος «πυλώνας» του ελληνικού δημόσιου βίου θα ισχυροποιηθεί; Ποιος θα οικειοποιηθεί τη μεγάλη στιγμή; Ασφαλώς το Στέμμα. Κατά τον Γάλλο ερευνητή Πατρίκ Κλαστρ, μάλιστα, το σκεπτικό της μοναρχίας είχε και διεθνή διάσταση, εφόσον –όπως ο ίδιος γράφει- «η επιδίωξη της ελληνικής δυναστείας για αναγνώριση» υπήρξε μια από τις βασικές αιτίες της αναβίωσης των Αγώνων το 1896.
Στην «αυγή» του 1895 αγριεύει αφάνταστα η σύγκρουση ανάμεσα στον Τρικούπη και το Παλάτι, οι δε επικείμενοι Αγώνες χρησιμοποιούνται ως όπλο σε τούτη τη μάχη καθαρότερα παρά ποτέ. Στις 8 Ιανουαρίου ο ίδιος ο διάδοχος Κωνσταντίνος συμμετέχει σε συλλαλητήριο που πραγματοποιείται στο Πεδίον του Αρεως εναντίον της κυβερνητικής απόφασης να θεσπιστεί φόρος ακίνητης περιουσίας. Ο υπουργός Εσωτερικών δίνει εντολή να διαλυθεί η διαδήλωση, αλλά ο Κωνσταντίνος διατάζει τον επικεφαλής της Χωροφυλακής να αγνοήσει τον προϊστάμενό του. Εξοργισμένος ο Χ. Τρικούπης την επόμενη ημέρα κάνει διάβημα διαμαρτυρίας στον βασιλιά Γεώργιο. Εξαναγκάζεται, όμως, να παραιτηθεί. Ο Γεώργιος διορίζει προσωρινό, μεταβατικό πρωθυπουργό τον Νικόλαο Δηλιγιάννη. Στις 13 Ιανουαρίου ο διάδοχος Κωνσταντίνος διαλύει την Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων και την αναδιοργανώνει με νέα σύνθεση. Η νέα επιτροπή, δίχως «τρικουπικούς» και πλήρης φιλομοναρχικών, για κάποιους θα αποδειχθεί ιδανικός «βατήρας». Α. Ζαΐμης, Α. Σκουζές, Π. Μαυρομιχάλης σε λίγους μήνες θα εκπληρώσουν το «υψηλότερα» του τριπτύχου των Ολυμπιακών προτροπών: θα γίνουν υπουργοί.
Την άνοιξη του 1895, στις εκλογές, ο Τρικούπης συντρίβεται. Μάλιστα αποτυγχάνει και ο ίδιος να εκλεγεί βουλευτής: με διαφορά τεσσάρων ψήφων εκλέγεται ο άγνωστος Γουλιμής (εξ ου και η γνωστή ρήση Τρικούπη «ανθ’ ημών Γουλιμής»). Πρωθυπουργός αναλαμβάνει ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης. Οπως θα αναφέρει ο «αθηναιογράφος» Γιάννης Καιροφύλας στο βιβλίο του «Η ρομαντική Αθήνα» (1987), οι αρχικοί αισιόδοξοι υπολογισμοί για το κόστος της διοργάνωσης κυμαίνονται γύρω στις 150.000 δρχ., αλλά τελικώς εξακριβώνεται ότι με τα έργα αναμαρμάρωσης του Καλλιμάρμαρου το συνολικό «μάρμαρο» φθάνει τις 585.000 δρχ! Σχεδόν τετραπλάσιο κόστος - αλήθεια, σας θυμίζει κάτι; Ο ίδιος ο Ντε Κουμπερτέν θεωρεί υπερφίαλο και περιττό έργο την αναμαρμάρωση - οποιαδήποτε ομοιότητα με τη σύγχρονη στέγη Καλατράβα μπορεί να θεωρηθεί και συμπτωματική. Κάτι τα έσοδα από μία ειδική έκδοση γραμματοσήμων, κάτι οι δωρεές του Γεώργιου Αβέρωφ, ο κρατικός κορβανάς βρίσκει «συμπαραστάτες». Ο ανεπανάληπτος Γιώργος Σουρής σαρκάζει τη μεγαλομανία της αναμαρμάρωσης: «Μαρμαρωμένον Στάδιον! Τι πλούτος στην Αθήνα! / Πρέπει η Πατρίς στας συμφοράς καταραμένων χρόνων / να φέρ’ εις ισοζύγιον την δόξαν και την πείνα...»
Οι Αγώνες αρχίζουν, αλλά είναι να αναρωτιέσαι κατά πόσο το Στάδιο αποτελεί κυρίως «σπίτι» 311 αθλητών (τόσοι λαμβάνουν μέρος) ή «πασαρέλα» για την μόνιμη αυτοπροβολή της βασιλικής οικογένειας! Το σύνολο των αυλικών και ακολούθων που καταφθάνουν κάθε ημέρα, πλαισιώνοντας τους «γαλαζοαίματους», συναγωνίζεται επαξίως τον αριθμό των αθλητών. Οι δε φανφάρες που προσδίδουν «μεγαλοπρέπεια» στην παρουσία των ανθρώπων του παλατιού μοιραία τίθενται στο στόχαστρο του Σουρή: «Εισήλθεν ουν ο Βασιλεύς μετά της κουστωδίας / κι αμέσως εξεπόρθησε τους θώκους του Σταδίου, / αλλ’ όμως ο Διάδοχος σκιάς καταδιώκων, / ξιφήρης εκυρίευσε τον ιδικόν του θώκον...»
Αλήθεια, είναι δυνατόν να στέκεται στον «θώκο» του το αξίωμα περί «Ολυμπιακού πνεύματος» αμόλυντο από πολιτικές σκοπιμότητες και συγκρούσεις εξουσίας; Τόσο η αρχαιότητα (όπως θα δούμε) όσο και το 1896 πιστοποιούν το εκ διαμέτρου αντίθετο. Το Ολυμπιακό 1896, όμως, χρεώνεται κάτι ακόμη: συνετέλεσε στο ξέσπασμα του ολέθριου ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897! Μπορεί να φαντάζει αδιανόητο, αλλά είναι αλήθεια. Μια αλήθεια που αξίζει να δούμε στη συνέχεια των περί Ολυμπισμού αφιερωμάτων μας.