Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν για μένα η μεγάλη γιορτή του στίβου. Η αποθέωσή του. Μία αποθέωση που άρχισα να απολαμβάνω από το 1972, την πρώτη τηλεοπτική κάλυψη των Αγώνων που θυμάμαι. Σε εκείνη την πρώτη μου, τρόπον τινά, Ολυμπιάδα, ανακάλυψα χάρη στα αιματηρά γεγονότα του Μονάχου -και τις επεξηγήσεις του παππούλη μου στον οποίο πήγαινα σχεδόν καθημερινά την εφημερίδα και το φαΐ που του έφτιαχνε η μητέρα μου, αφού η γιαγιά ήταν κατάκοιτη- ότι οι Αγώνες δεν ήταν κάτι «αγνό».
Κάτι που συνέβαινε μόνο στους τηλεοπτικούς δέκτες και αφορούσε τον αθλητικό ανταγωνισμό για την ανάδειξη του καλύτερου. Οι Αγώνες ήταν μια αρένα ανταγωνισμού που ξεπερνούσε τον αθλητικό συναγωνισμό και τον υποβίβαζε σε πρόσχημα. Οι Ολυμπιακοί της Μόσχας και του Λος Αντζελες θα επιβεβαιώσουν όσα είχα αρχίσει να υποψιάζομαι και την ίδια στιγμή θα καταγραφούν στις παράπλευρες απώλειες της τελευταίας περιόδου του Ψυχρού Πολέμου. Από εκεί και μετά, το περίφημο Ολυμπιακό πνεύμα θα παραδοθεί άνευ όρων στην εμπορευματοποίηση.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες, χάρη στην όλο και μεγαλύτερη σημασία που αποκτά η τηλεόραση, εξελίσσονται σε μια μεγάλη εμπορική επιχείρηση. Σε μια πρόφαση για να εξυπηρετηθούν άλλοι σκοποί, σχεδόν αποκλειστικά επιδιώξεις των διαφημιστών. Ομως, όπως κάθε προϊόν που θέλει να γίνει ελκυστικό, να τραβήξει το ενδιαφέρον του καταναλωτή, έπρεπε να βρεθεί ένα ελκυστικό περιτύλιγμα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Και αυτό το περιτύλιγμα έχει να κάνει με τα ψευδο-ιδεολογήματα που συνοδεύουν τους Αγώνες και κάνουν λόγο για την ευγενή άμιλλα, τη χαρά της συμμετοχής, την παγκόσμια συνάντηση των λαών, μια γιορτή συναδέλφωσης και ειρήνης, μια γιορτή στην οποία το σύνθημα είναι «πιο γρήγορα, πιο ψηλά, πιο δυνατά», σύνθημα που αυτόματα ακυρώνει το επιχείρημα για τη χαρά της συμμετοχής.
Αυτό που πιτσιρικάς θεωρούσα μεγάλη γιορτή του στίβου, με τον γιγαντισμό της τελευταίας εικοσαετίας που υπαγορεύθηκε -φυσικά- από την τηλεόραση έχει καταντήσει μια γιγαντιαία παγκόσμια τηλεοπτική παραγωγή ανά τετραετία με στόχο το κέρδος. Αυτά είναι η βασική υπευθυνότητα της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής (ΔΟΕ). Η επιτυχημένη και κερδοφόρα, για την ίδια, διοργάνωση των Αγώνων. Οχι για τη διοργανώτρια πόλη. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η συμπεριφορά της απέναντι στους διοργανωτές των Αγώνων του Πεκίνου θυμίζει εκείνη του υποτελούς απέναντι στον αυτοκράτορα.
Η ΔΟΕ δέχθηκε μέχρι και τη λογοκρισία που επέβαλαν οι κινεζικές Αρχές προκειμένου οι Αγώνες να γίνουν. Αλλωστε, δεν ήταν δυνατόν να ακυρωθούν οι Αγώνες. Οι ρήτρες και τα κέρδη είναι πάρα πολύ υψηλά.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, για το γεγονός ότι η ΔΟΕ είναι ο θεματοφύλακας της εμπορευματοποίησης, δεν της δίνει το δικαίωμα να επικαλείται -στην ανακοίνωσή της για την Κατερίνα Θάνου- την προσβολή του Ολυμπιακού ιδεώδους. Η κόντρα εδώ έχει γίνει προσωπική, διότι η Θάνου προσέβαλε την αυθεντία και την εξουσία της ΔΟΕ. Αυτό, φυσικά, δεν δικαιώνει τη συμπεριφορά της Θάνου, που και μόνο η δήλωση του ατυχήματος με τη μοτοσικλέτα δείχνει το αθλητικό ήθος της. Οσο για εκείνο το σημείο της δήλωσής της που αναφέρει ότι αγωνίστηκε για την πατρίδα της, θα μπορούσα και να την πιστέψω, αν δεν υπήρχαν τα προνόμια, οι διορισμοί, τα εκατομμύρια και οι σπόνσορες.
Ομοιότητες και διδάγματα
Θεατρικό έργο δεν μπορώ να διαβάσω. Από ιδιοτροπία. Μου αρέσει να τα παρακολουθώ μόνο. Ούτε αποπειράθηκα ποτέ να γράψω κάτι τέτοιο. Μου αρέσει να διηγούμαι ιστορίες με άλλο τρόπο. Πιο ευθύγραμμο. Αλλά εδώ και χρόνια απολαμβάνω τις καλές θεατρικές παραστάσεις. Μια καλή φίλη, που πήγε στη Γερμανία για σπουδές και έμεινε εκεί δουλεύοντας ως κοινωνική λειτουργός με ομάδες μεταναστών, ήρθε από το Βερολίνο και μου έφερε μια παράσταση σε DVD.
Μία παράσταση που ανέβασε μια πειραματική ομάδα μεταναστών από αφρικανικές χώρες. Οι διάλογοι είναι στα γερμανικά, γλώσσα που αγνοώ, αλλά γνωρίζω πολύ καλά το έργο. Ενα από τα καλύτερα του Μπέρτολτ Μπρεχτ. «Τον καλό άνθρωπο του Σετσουάν». Για όσους δεν γνωρίζουν την υπόθεση, το έργο πραγματεύεται τη δυνατότητα επιβίωσης ενός αγαθού ανθρώπου σε μια άδικη κοινωνία. Η ιστορία αφορά τη Σεν Τε, μία φτωχή και αγαθή πόρνη, της οποίας η καλοσύνη έχει εντυπωσιάσει τους θεούς.
Τρεις θεοί έχουν κατέβει στη γη ψάχνοντας για δείγματα αρετής, τα οποία επιτέλους ανακαλύπτουν όταν η Σεν Τε προσφέρεται να τους φιλοξενήσει. Ενα δώρο από τους ευγνώμονες θεούς τη βοηθάει να ξεκινήσει δικό της καπνοπωλείο, το οποίο ωστόσο πέφτει έξω λόγω του φιλάνθρωπου πνεύματός της. Ανίκανη να συνεχίσει να ζει τη ζωή του καλού ανθρώπου και έγκυος από έναν άνδρα που θέλει να την εκμεταλλευτεί, η Σεν Τε μεταμφιέζεται στον άπληστο εκμεταλλευτή Σούι Τα για να περισώσει τη δική της ευζωία και του μελλοντικού παιδιού της.
Ο Σούι Τα εξελίσσεται γρήγορα σε επιτυχημένο επιχειρηματία, σε ευνοούμενο της αστικής τάξης και σε προστατευόμενο της Αστυνομίας του Σετσουάν. Οσο πιο άπληστος και αδίστακτος γίνεται στο εμπόριο τόσο πιο επιτυχημένες γίνονται οι οικονομικές συναλλαγές του. Τα κατάλοιπα καλοσύνης μέσα του -ή, μάλλον, μέσα στη Σεν Τε- βγαίνουν στην επιφάνεια μόνο αργά τη νύχτα, όταν αφήνει στην πόρτα του σπιτιού λίγο ρύζι για τους φτωχούς. Οι θεοί επιστρέφουν για να ευχαριστήσουν τη Σετ Τε και αναγκάζονται να έρθουν αντιμέτωποι με την αλήθεια της αλλοτριωμένης συνείδησής της.
Τότε συνειδητοποιούν ότι «ο κόσμος των ανθρώπων δεν είναι πια κατοικήσιμος», μια και είναι αδύνατο να ζήσει κάποιος ανθρώπινα μέσα σ’ αυτόν. Ετσι τον εγκαταλείπουν όπως όπως, αφήνοντας τους ανθρώπους, και τη Σεν Τε, μόνους μέσα στον λάκκο των λεόντων (όπου «λιοντάρια» είναι πια όλοι οι άνθρωποι). Το έργο τελειώνει με το κλάμα του νεογέννητου παιδιού της Σεν Τε. Οταν ρώτησα τη φίλη μου γιατί οι μετανάστες διάλεξαν αυτό το έργο, μου είπε ότι πιστεύουν ότι έτσι είναι ο κόσμος στην Ευρώπη. Και ότι πρέπει να αλλάξει.
Καλοκαιρινές αναγνώσεις
Μία ερώτηση, που τα τελευταία χρόνια μού κάνουν πολύ συχνά αυτή την περίοδο, έχει να κάνει με τα βιβλία που θα πάρω στις διακοπές μου. Οι φίλοι που ρωτούν, οι οποίοι προφανώς λόγω των υποχρεώσεών τους όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα δεν έχουν χρόνο για διάβασμα, ίσως πιστεύουν -έχοντας εμπιστοσύνη στο αναγνωστικό γούστο μου- ότι θα πάρω μαζί μου τα «καλύτερα». Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν έκανα τέτοιου είδους επιλογές. Πάντα έπαιρνα βιβλία που ήθελα να διαβάσω. 'Η να ξαναδιαβάσω.
Ποτέ δεν υιοθετούσα την πρακτική «διάλεξε το καλύτερο». Αλλωστε, είναι μια πολύ μεγάλη κουβέντα ο ορισμός του «καλύτερου». Είναι μια μάλλον υποκειμενική αξιολόγηση, που επηρεάζεται από το μάρκετινγκ του βιβλίου. Παρ' όλα αυτά, από την Πέμπτη θα έχω μερικά βιβλία μαζί μου που φιλοδοξώ να διαβάσω. «Τη μεταμόρφωση» του Κάφκα. Θα τη διαβάσω ξανά ύστερα από 10 χρόνια περίπου. Το «Καραγκιόζ Τουρκερί Μπουφ» του Νίκου Χατζηκυριάκου - Γκίκα από τις εκδόσεις Γνώση.
Το βιβλίο του Κρίστιαν Σάλμον «Storytelling: η μηχανή που κατασκευάζει ιστορίες και χειραγωγεί τα πνεύματα» από τις εκδόσεις Πολύτροπο. Και τρία αστυνομικά. «Τη θεωρία των χορδών» του Χοσέ Σομόθα από τον Πατάκη. «Το χρώμα του πένθους» του Ινδού πολιτικού γελοιογράφου Ραβί Σανκάρ Ετέθ από την Αγρα και το βιβλίο της Βερονίκ Ροΐ «Φόνοι στο μουσείο φυσικής ιστορίας» από τις εκδόσεις Πόλις. Τι θα προλάβω να διαβάσω, θα σας το πω στο τέλος του μήνα όταν επιστρέψω. Καλό καλοκαίρι.