Ασφαλώς έχετε δει την τηλεοπτική διαφήμιση των Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου: με φωνή υποβλητική ένας γενειοφόρος εξυμνεί τη θέληση των αθλητών, αγώνισμα προς αγώνισμα, πριν τονίσει το ενοποιητικό στοιχείο του Ολυμπισμού. Αυτό το πατροπαράδοτο «ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας, φύλου και κοινωνικής θέσης» των αθλητών. Ηχεί ως ειρωνεία, αλλά ο άνθρωπος που φρόντισε να αναβιώσουν οι Αγώνες θα μελαγχολούσε, αν μπορούσε να παρακολουθήσει αυτή τη διαφήμιση και δη την κατάληξή της!
Ο βαρόνος Πιερ ντε Κουμπερτέν, όπως προκύπτει από τα ίδια τα κείμενά του, οραματιζόταν «μια κοινωνία εκλεκτή, λευκών και αρρένων». Το αθλητικό ιδεώδες του ήταν ανάλογο. Αναλύσαμε ήδη πώς η πρωτοβουλία του για την αναβίωση των Αγώνων, στον απόηχο της γαλλικής πολεμικής ήττας του 1871, είχε ως βασικό κίνητρο την πρόθεση να διαμορφωθεί ένα πεδίο διεθνούς δραστηριότητας (το αθλητικό), στο οποίο το Παρίσι θα είχε την πρωτοκαθεδρία. Θα αδικούσαμε όμως τον βαρόνο, εάν πιστεύαμε ότι είχε στον νου του μόνο αυτή την παράμετρο.
Ο Κουμπερτέν μισούσε τους Γερμανούς και θαύμαζε την αγγλική αποικιοκρατία. Κατά την άποψή του η ζηλευτή επέκταση και ισχύς της Γηραιάς Αλβιώνας οφειλόταν -όπως ακριβώς έγραφε- «στην αθλητική παιδεία, στη μεταρρύθμιση που έγινε το 1840, η οποία εφαρμόστηκε στα δημόσια σχολεία της άρχουσας τάξης». Ο αθλητισμός των οραμάτων του Κουμπερτέν ήταν «παρακλάδι» της στρατιωτικής λογικής. Αθλητισμός-τροφοδότης της επιθετικότητας και του ηθικού επίδοξων αποικιοκρατών ή απλώς αριστοκρατών. Αθλητισμός ο οποίος, εάν και εφόσον θα εξαπλωνόταν στα κατώτερα διαζώματα της κοινωνικής πυραμίδας, θα προσέφερε κι άλλη υπηρεσία: όπως έγραφε ο Κουμπερτέν το 1919, ο αθλητισμός προσφερόταν ως μέσο ελέγχου της νεολαίας, ως δύναμη αποτροπής κρουσμάτων ανυπακοής και εξεγέρσεων.
Με άλλα λόγια, η περί αθλητισμού αντίληψη του βαρόνου ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη προς κάθε έννοια φιλικής άμιλλας, συνύπαρξης, γεφύρωσης χασμάτων. Ο Κουμπερτέν ήθελε έναν αθλητισμό που θα επιβεβαίωνε την υπεροχή των ελίτ και ο οποίος ταυτοχρόνως θα ωθούσε τους γόνους των λαϊκών ή μεσαίων τάξεων σε εκτονώσεις ανώδυνες για την ισχύουσα τάξη πραγμάτων. Μόνο που μερικοί ήσαν πολύ «παρακατιανοί» για να τους αναγνωρίσει ο αξιότιμος βαρόνος ακόμη και το δικαίωμα του… εκτονώνεσθαι: το 1908 ο Ντε Κουμπερτέν διακήρυξε τη βαθύτατη απέχθειά του προς όσους αθλητές είχαν σκούρο δέρμα κι ασφαλώς ουδείς μπορεί να τον κατηγορήσει για ασυνέπεια. Πώς να μην είναι ρατσιστής ένας λάτρης της αποικιοκρατίας;
Επί των ημερών του Κουμπερτέν η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή έγινε πραγματική «πασαρέλα» για ευγενείς -κόμητες, δούκες, πρίγκιπες- και μεγιστάνες του χρήματος. Θα έλεγε κανείς ότι ένα σεβαστό τμήμα αυτής της «παρακαταθήκης» διασώθηκε: αρκεί να σκεφθεί κανείς πόσοι αριστοκράτες, «γαλαζοαίματοι» ή και φίλοι δικτατόρων (τον θυμάστε τον Σάμαρανκ;) φιγουράρισαν στις τάξεις των -τρομάρα τους- «Αθανάτων» κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Ενα χρόνο προτού εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο, ο βαρόνος πρόλαβε να χαιρετίσει με ενθουσιασμό την ανάληψη των Αγώνων του 1936 εκ μέρους της «δωρικής (!) Γερμανίας», όπως χαρακτήρισε το ναζιστικό καθεστώς. Πολύ λογικό. Η αντίληψή του για τον αθλητισμό δεν διέφερε πολύ από την αντίστοιχη του Τρίτου Ράιχ. Αλλωστε ο βαρόνος δεν ενεργούσε, πλέον, όπως στα νιάτα του, ως άσπονδος εχθρός της Γερμανίας. Είχε προ πολλού επιφυλάξει στον εαυτό του διαφορετικό (βασικό) ρόλο: «πρύτανης» ενός αθλητικού ιδεώδους που θα εξυπηρετούσε τις κυρίαρχες τάξεις των χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Εφόσον οι αθλητικοί κώδικές του -στρατιωτική λογική, ανάδειξη της υπεροχής των «εκλεκτών» και της εξουσίας- έμοιαζαν σαν δίδυμα αδέλφια με εκείνους των ναζί, ο Ντε Κουμπερτέν δεν είχε κανένα λόγο να κρύψει την ικανοποίησή του, μένοντας προσκολλημένος στη μακρινή εποχή (1894-96) των συγκρούσεών του με το Βερολίνο.
Ορισμένα από τα «πιστεύω» του, πάντως, ήταν δύσκολο να αντέξουν στα «ανεμολόγια» των καιρών: ούτε οι μαύροι αθλητές έμειναν εκτός των Αγώνων ούτε οι γυναίκες. «Στους Ολυμπιακούς Αγώνες ο ρόλος των γυναικών πρέπει να περιορίζεται εκεί που ήταν και στην αρχαιότητα, δηλαδή να στεφανώνουν τους νικητές». Αυτά έγραφε ο Κουμπερτέν στο έργο του, «Les Assises Philosophiques De L' Olympisme Moderne». Ο μισογύνης βαρόνος δεν σταμάτησε στιγμή να μάχεται για να παραμείνουν οι Αγώνες ανδρική υπόθεση. Αλλά κι όταν η μάχη είχε χαθεί, συνέχιζε να υπεραμύνεται της «ορθότητας» των απόψεών του. Ιδού ορισμένα δείγματα:
Το 1910: «Τα νεύρα κάθε αθλήτριας κυβερνούν τους μύες της. Ετσι όρισε η φύση. Η συμμετοχή των γυναικών υπονομεύει την ίδια την πειθαρχία των συναγωνιζόμενων ανδρών». Το 1912 απέρριψε κάθε «μεσοβέζικη» λύση: «Οι Ολυμπιακοί Αγώνες πρέπει να προορίζονται μόνο για άνδρες. Μια πόρτα πρέπει να είναι κλειστή ή ανοικτή». Το 1928: «Παραμένω απολύτως αντίθετος στην εισδοχή των γυναικών στους Αγώνες. Ηταν εναντίον της βούλησής μου η αποδοχή τους σε αυξανόμενο αριθμό αγωνισμάτων». Το 1934: «Προσωπικά δεν εγκρίνω τη συμμετοχή γυναικών σε δημόσια αγωνίσματα».
Αλήθεια, τι εικάζετε ότι θα σκεφτόταν ο βαρόνος, εάν κάποια μηχανή του χρόνου μπορούσε να τον αναστήσει και να τον φέρει στη θέση του θεατή σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων; Πιθανότατα θα τον ενοχλούσε η συμμετοχή τόσων γυναικών και μη λευκών αθλητών. Υποθέτουμε, όμως, ότι θα τον ικανοποιούσαν -και θα τον παρηγορούσαν- άλλα: η απόλυτη κυριαρχία της δύναμης του χρήματος, η ικανότητα πολιτικών ηγεσιών να αποκομίζουν οφέλη από τις επιτυχίες αθλητών κ.λπ. Για το ντόπινγκ τι λέτε να σκεφτόταν; Αγνωστο. Ας θυμίσουμε όμως μια φράση του: το 1895 είχε πει ότι για να δυναμώσει η νεολαία το σώμα και τον χαρακτήρα της, όφειλε να μυηθεί «στον αθλητισμό, τους κινδύνους και τις υπερβολές του». Με λίγη καλή (ή κακή) φαντασία, ο άγνωστος σύγχρονος συνήγορος των αναβολικών θα μπορούσε να επικαλεστεί το εν λόγω δόγμα Κουμπερτέν. Το ντοπάρισμα αφενός εγκυμονεί κινδύνους και αφετέρου μπορεί να εκληφθεί ως υπερβάλλων ζήλος του επίδοξου πρωταθλητή. Γιατί, λοιπόν, να μην το δούμε σαν στοιχείο του… μεγαλείου για το οποίο μας μίλησε ο μέγας μέντορας–βαρόνος; Λίγη φαντασία, βρε αδελφέ…