Πολλές φορές, και με διαφορετικούς τρόπους ανά περίπτωση, γίνομαι αποδέκτης μιας συγκεκριμένης παρατήρησης, ή μάλλον ενός συγκεκριμένου παραπόνου, από ανθρώπους που αγαπούν το ποδόσφαιρο αλλά πηγαίνουν αραιά και πού στο γήπεδο. Και αυτό το παράπονο σχεδόν πάντα αφορά την πολύ χαμηλή ποιότητα του ελληνικού πρωταθλήματος. Μία γκρίνια που, συχνά, υπογραμμίζεται και από το επιχείρημα που λέει ότι βλέποντας κάποιος στιγμιότυπα από ξένα πρωταθλήματα απογοητεύεται περισσότερο. Αλλά για ποια ξένα πρωταθλήματα μιλάμε; Το αγγλικό; Το ισπανικό; Το ιταλικό, το γερμανικό ή το γαλλικό; Κανένα από αυτά δεν μπορεί να συγκριθεί με το ελληνικό ή μάλλον, για να το γράψω σωστότερα, κανένα από αυτά τα πρωταθλήματα δεν πρόκειται ποτέ -ή τουλάχιστον όχι μέσα στον χρονικό ορίζοντα μιας δεκαετίας- να πλησιάσει το ελληνικό. Οπότε, η όποια σύγκριση είναι τουλάχιστον ατυχής. Με τα άλλα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, με εξαίρεση το ολλανδικό, οι διαφορές δεν είναι τόσο μεγάλες.
Ούτε και εκεί παίζεται κάποιο ποδόσφαιρο ποιότητας, με τη διαφορά ότι οι άνθρωποι δεν έχουν μεγάλες απαιτήσεις. Εδώ, παραδόξως, έχουμε την εντύπωση ότι η ποιότητα του ποδοσφαίρου θα βελτιωθεί μόνο αν έρθουν μεγάλοι ξένοι ποδοσφαιριστές. Ποδοσφαιριστές που δεν έρχονται γιατί οι πρόεδροι δεν βάζουν το χέρι στην τσέπη. Αυτή είναι η αιτία, την εντοπίσαμε και καθαρίσαμε. Τώρα, γιατί οι μεγάλοι ξένοι πρέπει να έρθουν εδώ και να μην πάνε κάπου αλλού όπου οι συνθήκες είναι πολύ καλύτερες, η αγορά πολύ μεγαλύτερη, όπως και η προβολή, αυτό δεν το έχω καταλάβει. Εντάξει, έχουμε όμορφη χώρα, αλλά δεν καλούμε τους ξένους ποδοσφαιριστές εδώ για να κάνουν τουρισμό. (Αλλά και τουρισμό να κάνουν, μπορεί να το μετανιώσουν αφού είμαστε ακριβός τουριστικός προορισμός.) Οπως, επίσης, δεν βλέπω να υπάρχουν στην Ελλάδα και πολλοί πρόεδροι που έχουν τόσο βαθιά τσέπη για να βάλουν μέσα της το χέρι τους. Μόνο δύο υπάρχουν, άντε τρεις μαζί με τους μετόχους της ΑΕΚ, που όμως δεν θέλουν να ακολουθήσουν την πρακτική αυτή.
Οι υπόλοιποι για να ελπίζουν πρέπει να βασιστούν στα φυτώρια, το καλό σκάουτινγκ στις ξένες αγορές και την… τύχη. Βέβαια, σκέφτομαι και το άλλο ενδεχόμενο. Γιατί οι πρόεδροι που μπορούν να μπουν στον κόπο να κάνουν τις μεγάλες μεταγραφές, να τις πραγματοποιήσουν; Πόσο σημαντικό είναι γι’ αυτούς και τους οπαδούς των συλλόγων τους να επιβεβαιωθούν επικρατώντας με άνεση, ή και πολλά γκολ, πολύ πιο αδύνατων αντιπάλων ή να «καθαρίσουν» σε τέσσερα παιχνίδια, όσα είναι τα ντέρμπι; Φοβάμαι ότι αν η Σούπερ Λίγκα δεν ασχοληθεί σοβαρά με το ελληνικό πρωτάθλημα -και σε βάθος που έχει να κάνει και με άλλα ζητήματα εκτός από την εξεύρεση χορηγών- τότε η καμπύλη ενδιαφέροντος των φιλάθλων θα αρχίσει να πέφτει. Αν το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν γίνει περισσότερο εξωστρεφές, με την έννοια ότι οι ομάδες που βγαίνουν στην Ευρώπη πρέπει να ενδιαφέρονται -και φυσικά να έχουν δουλέψει- ΚΑΙ για την ευρωπαϊκή διάκριση, τότε θα παρακολουθούμε μια κούρσα δύο ή τριών αλόγων, με τους υπόλοιπους σε ρόλο κομπάρσου. Ενα ρόλο που κάποιοι ενδεχομένως να έχουν τρεις-τέσσερις ατάκες περισσότερες από τους υπόλοιπους.
Οι καλές παραστάσεις, όμως, δεν κρίνονται από τους κομπάρσους, που έχοντας περιορισμένο χρόνο -και δυνατότητες- συμμετοχής στη δράση έχουν και τις λιγότερες ευθύνες για τη μέτρια ή κακή ποιότητα της παράστασης. Αυτό που θα διαφοροποιήσει την εικόνα είναι η σταδιακή -και με υπεύθυνο τρόπο- αλλαγή της φυσιογνωμίας των ομάδων, που ή πρέπει να κατανοήσουν ότι το πρωτάθλημα της Σούπερ Λίγκας είναι επαγγελματικό (με τους κανόνες και τις δεσμεύσεις που κάτι τέτοιο συνεπάγεται) ή θα πρέπει να γυρίσουν στον κόσμο του ερασιτεχνισμού, μέχρι να ετοιμαστούν για το μεγάλο άλμα. Είτε μας αρέσει -που δεν μας αρέσει- είτε όχι, τα «γονίδια ποιότητας» του ελληνικού πρωταθλήματος είναι σε κακή κατάσταση. Και για να αλλάξει αυτό το πράγμα (δεν γράφω η ΕΠΟ για λόγους που όλοι γνωρίζουμε) πρέπει η Σούπερ Λίγκα να κερδίσει την εμπιστοσύνη των Ελλήνων φιλάθλων. Αυτή είναι η υπ’ αριθμόν ένα πρόκληση. Και μέχρι τώρα η Σούπερ Λίγκα έχει αποδειχθεί ανίκανη να ανταποκριθεί σε αυτήν.