Ο στόχος της κάθε ομάδας είναι η καλύτερη δυνατή αγωνιστική επίδοση, που βρίσκεται σε σύνδεση με τις δυνατότητές της –αγωνιστικές και οικονομικές– και τις φιλοδοξίες της. Οι φιλοδοξίες του Θρασύβουλου, ο στόχος του, δεν γράφει επάνω «πρωτάθλημα», αλλά «παραμονή». Αυτός ο στόχος ορίζεται από τις δυνατότητές του. Οπως ακριβώς οι δυνατότητες του ΠΑΟ, για παράδειγμα, δεν μπορεί να σημαδεύουν έναν στόχο που γράφει «παραμονή», αλλά «πρωτάθλημα». Οι ομάδες που παλιότερα είχαν τις δυνατότητες να κυνηγούν το πρωτάθλημα το έκαναν γιατί η κατάκτησή του επιβεβαίωνε ότι η ομάδα που το κατακτούσε ήταν η καλύτερη.
Ηταν κυρίως –ή σχεδόν αποκλειστικά– ζήτημα κύρους και φήμης. Τα χρήματα θα έρθουν πολύ αργότερα. Ομως ο τρόπος που θα έρθουν θα καταστήσει την κατάκτηση του στόχου, του πρωταθλήματος, σχεδόν υποχρεωτική. Γιατί το χρήμα που φέρνει η κατάκτηση χρηματοδοτεί τη λειτουργία της ομάδας και παράλληλα τρέφει τις φιλοδοξίες της. Συχνά, πολλοί οπαδοί που μιλούν στα ραδιόφωνα επιμένουν ότι οι προϋπολογισμοί δεν φέρνουν διακρίσεις και ότι οι ομάδες μπορούν να τα καταφέρουν –όπως και αν ορίζεται αυτό το «καταφέρουν»– και με λιγότερα χρήματα.
Εν μέρει, αληθές. Διότι αυτό που κάνουν τα χρήματα είναι να σε διατηρήσουν ή όχι στην ομάδα των διεκδικητών ενός στόχου. Είτε λέγεται Τσάμπιονς Λιγκ, είτε πρωτάθλημα, είτε έξοδος στην Ευρώπη, είτε παραμονή. Είναι όπως τα γκρουπ των δρομέων στον μαραθώνιο. Προφανώς, αν το μόνο κριτήριο για τη διάκριση ήταν τα χρήματα, η Ιντερ θα μάζευε τίτλους σαν κουλούρια. Δεν το κάνει. Και αυτό δείχνει ότι χρειάζεται και κάτι παραπάνω. Οπως, π.χ., πώς ξοδεύεις, σε τι ξοδεύεις, με τι σκεπτικό ξοδεύεις.
Εκείνο που δεν μπορεί να αμφισβητήσει κάποιος είναι ότι το χρήμα κρατάει την Ιντερ στο γκρουπ των ομάδων που κυνηγούν τους μεγάλους στόχους. Με βάση το σκεπτικό που παραθέτω, πιστεύω ότι οι «μεγάλοι» του ελληνικού πρωταθλήματος, με δεδομένες τις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, είναι υποχρεωμένες να κυνηγούν ως πρώτο στόχο το πρωτάθλημα. Ο τίτλος αποτελεί πρόσβαση σε έναν τραπεζικό λογαριασμό. Εναν λογαριασμό που μπορεί να χρηματοδοτήσει το όνειρο, τη φιλοδοξία της ευρωπαϊκής διάκρισης. Η διάκριση στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο πριν από 20 χρόνια, οικονομικά, σήμαινε ελάχιστα πράγματα για τις ομάδες.
Για παράδειγμα, η Μίλαν, η οποία την περίοδο 1988-89 κατέκτησε το –τότε– Κύπελλο Πρωταθλητριών, σκορπίζοντας τη Στεάουα με 4-0 στη Βαρκελώνη, υπολογίζεται ότι είχε κέρδη που με τις σημερινές τιμές δεν ξεπέρασαν το 1,5 εκατομμύριο ευρώ. Από τότε, βέβαια, κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι, και κυρίως πολύ χρήμα. Από την περίοδο 1992-93 μέχρι την περσινή διοργάνωση, η ΟΥΕΦΑ μοίρασε στις ομάδες ένα ποσό που φτάνει σχεδόν τα 10 δισ. ευρώ. Η εντυπωσιακή αύξηση της ροής χρημάτων τα τελευταία χρόνια στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο φυσικά και δεν είναι ανεξήγητη.
Από τις αρχές της δεκαετίας του '90, οπότε και επισημοποιήθηκε η σχέση της τηλεόρασης με το ποδόσφαιρο, στην Αγγλία αρχικά, και στην υπόλοιπη Ευρώπη στη συνέχεια, το ποδόσφαιρο άρχισε να αναδεικνύεται ως ο προνομιακός χώρος της βιομηχανίας του θεάματος, ειδικά στην Ευρώπη. Ο γάμος του ποδοσφαίρου με την τηλεόραση ήταν η βασική αιτία, καθώς έτσι μπορούσαν τα προϊόντα που συνέδεαν το όνομά τους με το όνομα κάποιων ομάδων να μπουν πολύ πιο εύκολα στα σπίτια εκατομμυρίων Ευρωπαίων καταναλωτών.
Η οικονομική απήχηση του ποδοσφαίρου είναι τεράστια. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα μιας έρευνας που πραγματοποίησε πέρυσι η πολυεθνική εταιρεία Deloitte & Touch, η οποία ειδικεύεται στα οικονομικά του ποδοσφαίρου, ο τζίρος της ποδοσφαιρικής αγοράς στα πρωταθλήματα ποδοσφαίρου των 6 μεγαλύτερων ευρωπαϊκών ποδοσφαιρικών αγορών (Αγγλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία, Ολλανδία) ξεπερνάει κατά τι τα 10 δισ. ευρώ. Ενα ποσό στο οποίο δεν υπολογίζεται ο τζίρος που γίνεται στο ποδοσφαιρικό στοίχημα, το οποίο την τελευταία εξαετία απλώθηκε παντού.
Τσάμπιονς Λιγκ: Eνα ταμείο για τους ισχυρούς
Μάλιστα, η έκθεση της Deloitte & Touch αναφέρει ότι, με βάση τα χρήματα που κερδίζουν οι ομάδες, το Τσάμπιονς Λιγκ θεωρείται το πέμπτο πρωτάθλημα σε οικονομική δυναμική, έτσι που θα μπορούσε άνετα να ονομαστεί Money League. Αν επαληθευτεί, μάλιστα, η πρόθεση της ΟΥΕΦΑ να διπλασιάσει τα πριμ που δίνει στις ομάδες, το Τσάμπιονς Λιγκ γίνεται το πλουσιότερο «πρωτάθλημα» σε οικονομική δυναμική. Η ΟΥΕΦΑ ενδιαφέρεται πολύ για την ποιότητα του θεάματος, το οποίο καθιστά και ελκυστικό το ποδόσφαιρο για τις τηλεοράσεις.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η τηλεθέαση των 4 επαναληπτικών συναντήσεων των προημιτελικών του Τσάμπιονς Λιγκ την περίοδο 2004-05 σημείωσε ρεκόρ, μια και τους παρακολούθησαν 62 εκατομμύρια Ευρωπαίοι τηλεθεατές, τον επόμενο χρόνο η τηλεθέαση έφθασε τα 64 εκατομμύρια και την περίοδο 2006-07 η ευρωπαϊκή συνομοσπονδία εκτιμά ότι άγγιξε τα 70 εκατομμύρια. Η ξεχωριστή ταυτότητα της διοργάνωσης, η προσεκτικά σχεδιασμένη προβολή της, η οικονομική υποστήριξη από τους σπόνσορες, η ποιοτική τηλεοπτική προβολή και το εξαίρετο μάρκετινγκ είναι τα κλειδιά της επιτυχίας.
Οσο, δε, πιο μακριά στη διοργάνωση προχωρούσε μια ομάδα τόσο περισσότερα χρήματα έμπαιναν στο ταμείο της και εφόσον διακρινόταν, μπορούσε να συνάψει καλύτερες συμφωνίες με σπόνσορες και διαφημιστές. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ρεάλ Μαδρίτης, η οποία κατέκτησε το τρόπαιο το 2002 στον τελικό της Γλασκώβης, έβαλε στο ταμείο της εκείνη τη χρονιά από το Τσάμπιονς Λιγκ περίπου 20 εκατ. ευρώ. Στην περσινή περίοδο του Τσάμπιονς Λιγκ, στις 32 ομάδες που πήραν μέρος μοιράστηκαν συνολικά γύρω στα 730 εκατ. ευρώ.
Το σύστημα μοιράσματος των χρημάτων έχει δύο σκέλη. Το 50% του ποσού μοιράζεται στις ομάδες με βάση τα αποτελέσματά τους (νίκες - ισοπαλίες). Και το υπόλοιπο 50% με βάση τη συνολική αξία της τηλεοπτικής αγοράς μιας χώρας. Αυτό σημαίνει ότι όσο πιο μεγάλη είναι η τηλεοπτική αγορά της και όσο πιο δημοφιλής είναι μια ομάδα στη χώρα της τόσο περισσότερα είναι και τα χρήματα που θα πάρει, χωρίς σε αυτά να υπολογίζονται οι εισπράξεις της από τα εισιτήρια.
Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της περίπτωσης αποτελεί η νικήτρια του θεσμού το 2004, η πορτογαλική Πόρτο, η οποία εισέπραξε από την ΟΥΕΦΑ 19,6 εκατομμύρια ευρώ, από τα οποία 17,7 εκατομμύρια προέρχονταν από τα πριμ των αποτελεσμάτων και μόλις το 1,9 εκατομμύριο από τα τηλεοπτικά δικαιώματα, εξαιτίας του μικρού μεγέθους της πορτογαλικής τηλεοπτικής αγοράς.
Σε αντίθεση με την Πόρτο, η Λίβερπουλ, η οποία θριάμβευσε στον τελικό της Κωνσταντινούπολης το 2005, από τα τηλεοπτικά δικαιώματα έβαλε στο ταμείο της σχεδόν 18 εκατομμύρια ευρώ, ενώ η Μπάρτσα, η οποία κατέκτησε το Κύπελλο στο Παρίσι το 2006, από τα τηλεοπτικά δικαιώματα εισέπραξε 22,4 εκατομμύρια ευρώ και πέρυσι η Γιουνάιτεντ μάζεψε περισσότερα από 33.
Η μικρή ελληνική αγορά
Γίνεται εύκολα κατανοητό ότι ακόμη και αν κάποια ελληνική ομάδα καταφέρει να φτάσει στον τελικό και να κατακτήσει το τρόπαιο, δεν θα μπορέσει να έχει τα έσοδα που έχουν ομάδες οι οποίες προέρχονται από μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες, εξαιτίας του μεγέθους της ελληνικής τηλεοπτικής αγοράς. Ακριβώς αυτός είναι και ο λόγος που δεν μπορούν να προσελκύσουν μεγάλες χορηγίες και μεγάλους ξένους ποδοσφαιριστές. Τα μεγέθη εδώ παίζουν βασικό ρόλο και καθορίζουν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Πώς να συναγωνιστείς μια μεσαία ευρωπαϊκή ομάδα με προϋπολογισμό γύρω στα 90 εκατομμύρια ευρώ, η οποία ξοδεύει 45 εκατομμύρια για μεταγραφές, την ώρα που το ποσό που ξοδεύουν όλες οι ομάδες της Σούπερ Λίγκας είναι μικρότερο. Εντάξει, οι ειδικές συνθήκες φέτος ίσως το ανεβάσουν τόσο ψηλά, αλλά το ενδιαφέρον θα είναι να δούμε σε τι ύψη θα κινηθεί την επόμενη τριετία. Για να διαπιστώσουμε αν το ελληνικό πρωτάθλημα αλλάζει ταχύτητα, τουλάχιστον οικονομική. Πράγμα που δεν σημαίνει και πολλά αν δεν μπορείς να προστατέψεις ένα πρωτάθλημα από τη βία, για παράδειγμα.