Η πτήση της Air China, που προσγειώθηκε χθες τα ξημερώματα στο αστραφτερό αεροδρόμιο του γκρίζου Πεκίνου, έφερε μαζί της δώδεκα «μαντραχαλάδες» κάπως ζαβλακωμένους από το μακρύ ταξίδι, διπλωμένους στα δύο από το στρίμωγμα στις στενόχωρες αεροπορικές θέσεις, αλλά κατά βάθος πανευτυχείς και ανυπόμονους για το ξημέρωμα της επόμενης ημέρας.

Είναι λοιπόν αλήθεια. Η Εθνική ομάδα μπάσκετ μετέχει για 3η φορά στην ιστορία της σε Ολυμπιακούς Αγώνες: Ατλάντα, Αθήνα, Πεκίνο.

Κατεβαίνει, μάλιστα, στο γήπεδο με αξιώσεις μεγαλύτερες ακόμα και απ' αυτές του 2004, στις οποίες είχε το πλεονέκτημα της έδρας. Τότε είχε πίσω της μόνο αποτυχίες: στραπάτσο το 2003 στη Στοκχόλμη, στραπάτσο το 2001 στην Αττάλεια, στραπάτσο το 1999 στην Ντιζόν. Οι ενδιάμεσες χρονιές έμειναν ολοάδειες και μελαγχολικές, μια και η Ελλάδα απουσίασε από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2000 και από το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 2002. Ηταν η πενταετία της παρακμής. Τα πέντε «πέτρινα» χρόνια.

Ο κύκλος της μελαγχολίας ευτυχώς έκλεισε προτού βυθίσει μέσα του το πορτοκαλί στερέωμα και πάντως νωρίτερα απ' ό,τι φοβήθηκαν οι μεμψίμοιροι και προοιώνισαν οι «Κασσάνδρες». Βοήθησε σ' αυτό η «χρυσή» φουρνιά, που ουσιαστικά πήρε τα ηνία το καλοκαίρι του 2004: Παπαλουκάς, Διαμαντίδης, Σπανούλης, Τσαρτσαρής, Ζήσης, Φώτσης, Κακιούζης, Χατζηβρέττας, Παπαδόπουλος, Ντικούδης. Κανένας απ' αυτούς δεν έπαιξε πρώτο βιολί στις διοργανώσεις που προηγήθηκαν. Μερικοί δεν είχαν δώσει καν το «παρών».

Αυτοί οι δέκα πήραν την ομάδα στις πλάτες τους τον Αύγουστο του 2004 και, με ενορχηστρωτή τον έμπειρο και ώριμο πια Παναγιώτη Γιαννάκη (για τον οποίο τα παθήματα της πρώτης θητείας είχαν γίνει μαθήματα), την κουβάλησαν για μια αλησμόνητη τετραετία. Ο ίδιος πυρήνας, με κάποιες προσθαφαιρέσεις που προέκυψαν στην πορεία, εμπλουτισμένη με άφθονο νέο αίμα (Βασιλόπουλος, Μπουρούσης, Σχορτσανίτης, Πελεκάνος, Πρίντεζης, Γλυνιαδάκης), καλείται να συνεχίσει τη βαριά κληρονομιά των κατορθωμάτων που προηγήθηκαν.

Δεν θα είναι εύκολο. Εύκολο θα ήταν, αν αρκούσε μια αξιοπρεπής παρουσία, σαν αυτή του 1996 όταν η Εθνική μιας άλλης εποχής (με τον Γιαννάκη σε ρόλο μπασκετμπολίστα ακόμα) πήρε την 5η θέση και πανηγύρισε. Στο Πεκίνο το «5» θα σημαίνει σχεδόν αποτυχία, όπως το «4» πέρυσι στη Μαδρίτη. Η δυναμικότητα της ομάδας «δείχνει» τετράδα, οι δε προσδοκίες που δικαίως καλλιεργήθηκαν τη θέλουν ακόμα και στο υψηλότερο σκαλί του βάθρου.

Τι άλλο να στοχεύσει ο 2ος του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος, αν όχι το χιονοσκέπαστο Εβερεστ; Ας μην ξεχνάμε ότι η πιο ψηλή κορυφή της οικουμένης ανήκει κατά το ήμισυ στην κινεζική επικράτεια: η νότια πλαγιά στο ανεξάρτητο Νεπάλ, η βόρεια στο, εξαρτημένο από τους Κινέζους, μαρτυρικό Θιβέτ. Δεν θα χρειαστεί ούτε βίζα όποιος τολμήσει να πατήσει στα 8.848 μέτρα του.

Ημουν και στην Ατλάντα και είδα την Εθνική να παίρνει το βάπτισμα του πυρός, άγουρη ακόμα, αλλά φιλόδοξη, φορτσάτη και γεμάτη κέφι. Εχασε στις λεπτομέρειες από τη Γιουγκοσλαβία όπως συνήθιζε τότε, νίκησε Βραζιλιάνους, Πορτορικάνους και Κορεάτες, συνετρίβη από την Αυστραλία και (στον προημιτελικό, αφού πρώτα είχε… διαλέξει αντίπαλο, αποφεύγοντας τους Κροάτες) τη Λιθουανία του Σαμπόνις. Το εύκολο 91-72 επί των Βραζιλιάνων στον αγώνα για την 5η θέση ήταν το ιδανικό κατευόδιο για τον Παναγιώτη Γιαννάκη, θλιμμένο τέτοιο για τον Οσκαρ Σμιτ που επίσης κουνούσε το μαντίλι.

Δώδεκα χρόνια αργότερα, ο «δράκος» είναι ακόμα στις επάλξεις και η Εθνική μας ετοιμάζεται για την τρίτη της Ολυμπιάδα, με μπροστάρηδες τους αστέρες της επόμενης γενιάς. Υπάρχει πιο ασφαλές δείγμα προόδου;

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube