Δεν είναι ούτε μυστικό ούτε υπερβολή ότι το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο επιβιώνει χάρη στην τηλεόραση, στην οποία άλλωστε οφείλει και τα εμπορικά χαρακτηριστικά του. Δεν μπορεί να πει κάποιος με σιγουριά ότι τα πολλά χρήματα βελτίωσαν τα αγωνιστικά χαρακτηριστικά του παιχνιδιού, αν και πολλοί πιστεύουν ότι τα τηλεοπτικά δισεκατομμύρια έκαναν κακό στο θέαμα. Το φυλάκισαν σε μια φθοροποιό στασιμότητα, μια και εκείνο που προέχει είναι η διασφάλιση τη νίκης, που εξασφαλίζει χρήματα και κέρδη, και ακολουθεί το θέαμα. Ενα θέαμα που σπάνια το απολαμβάνει κάποιος, μια και το ποδόσφαιρο, φυλακισμένο σε ένα μπρα ντε φερ που γίνεται στο κέντρο του γηπέδου, στερείται τόλμης και εντυπώσεων.
Οπως ακριβώς και η πολιτική, που έχει εγκλωβιστεί στον κεντρώο χώρο, αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση. Η Αγγλία, ως γνωστόν, ήταν η πρώτη χώρα στην οποία επισημοποιήθηκε ο «γάμος» της τηλεόρασης με το ποδόσφαιρο το 1992. Τότε οι αγγλικές ομάδες της Πρέμιερσιπ συμφώνησαν με το SKY να παραχωρήσουν τα τηλεοπτικά δικαιώματα των παιχνιδιών τους για 5 χρόνια. Ηταν μια συμφωνία με φοβερό παρασκήνιο κατά τις διαπραγματεύσεις, που αν κάποτε γράψω γι' αυτό, οι ιστορίες της δικής μας «παράγκας» θα μοιάζουν με το παραμύθι της κοκκινοσκουφίτσας μπροστά στον Φρέντι Κρούγκερ.
Εκείνη η πρώτη τηλεοπτική συμφωνία έφερε ένα τεράστιο ποσό χρημάτων στα ταμεία των ομάδων, που έχοντας πολύ μεγάλη ρευστότητα, άρχισαν να ξοδεύουν αφειδώς και χωρίς προγραμματισμό. Αποτέλεσμα ήταν να μαζευτούν στο αγγλικό πρωτάθλημα πάρα πολλοί ξένοι και, σε πολλές περιπτώσεις, καλοί ποδοσφαιριστές, να γίνουν δραστικές αλλαγές στη φυσιογνωμία των ομάδων που μετατράπηκαν σε επιχειρήσεις, να λιγοστέψουν οι ευκαιρίες για τους γηγενείς ποδοσφαιριστές και να περάσει το ποδόσφαιρο σε μια άλλη εποχή.
Στην εποχή που ονομάστηκε «digital era», ψηφιακή εποχή, η οποία πρόκειται να φέρει πολύ σημαντικές αλλαγές στο άμεσο μέλλον. Πάντως, αυτά τα πολλά χρήματα που συνέχισαν να εισρέουν στα ταμεία των ομάδων και από τις επόμενες συμφωνίες που ακολούθησαν εκείνη την πρώτη, ιστορική συμφωνία του 1992, δεν ήταν όλοι σε θέση να τα διαχειριστούν ορθολογικά. Τα φαινόμενα νεοπλουτισμού και της σπατάλης δεν έλειψαν και όταν τα ποσά για τα τηλεοπτικά δικαιώματα άρχισαν -και λόγω του ανταγωνισμού των τηλεοράσεων- να ξεφεύγουν, κάποιοι δεν άντεξαν.
Η κατάρρευση της ITV οδήγησε στην υπερχρέωση ή και τη χρεοκοπία αρκετών ομάδων και έκανε αρκετούς να αναθεωρήσουν τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζονταν τα έσοδά τους. Οι ομάδες αναγκάστηκαν να στραφούν σε μια ορθολογικότερη οργάνωση των οικονομικών τους, έμαθαν να μη βασίζονται αποκλειστικά στα έσοδα από τηλεοπτικά δικαιώματα, να οργανώσουν και να εκμεταλλευτούν αποτελεσματικότερα και άλλες πηγές εσόδων, με πρώτη, καλύτερη και σταθερότερη τα εισιτήρια.
Τα τεράστια έσοδα από την πώληση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων ήταν απολύτως λογικό να επηρεάσουν και τους μισθούς των ποδοσφαιριστών. Το 2007 οι μισθοί ήταν αυξημένοι σε ποσοστό 180% σε σχέση με τις απολαβές των ποδοσφαιριστών των ομάδων της Πρέμιερσιπ δώδεκα χρόνια νωρίτερα. Φυσιολογική εξέλιξη που, όμως, έχει αρχίσει να ξεφεύγει. Τα χρήματα που δίνονται σε μισθούς και συμβόλαια στο υψηλότερο επίπεδο είναι παράλογα. Οι κουβέντες για τα ποσά μεταγραφής πρωτοκλασάτων ποδοσφαιριστών αρχίσουν να θυμίζουν έναν παραλογισμό πολύ κοντινό με τον πυρετό της τουλίπας τον 17ο αιώνα, που κατέστρεψε πολύ κόσμο ειδικά στην Ολλανδία.
Πιστεύω ότι η διαιώνιση και η μεγέθυνση των οικονομικών ανισοτήτων στο ποδόσφαιρο θα οδηγήσουν σε μια ομογενοποίηση του παιχνιδιού, που θα το απογυμνώσει από την ομορφιά και τη δημοκρατικότητα που διαθέτει. Επιπλέον, θα εκμηδενίσει τον χώρο για την ύπαρξη του θαύματος. Ισως η καθιέρωση του σάλαρι καπ να είναι το αμέσως επόμενο βήμα μετά την εφαρμογή του σχεδίου αδειοδότησης της ΟΥΕΦΑ, για να διασφαλιστεί ο ψυχαγωγικός χαρακτήρας του παιχνιδιού στο ποδόσφαιρο. Γιατί αν επιτρέψουμε τη μετατροπή του σε καθαρό προϊόν που τα χαρακτηριστικά του θα υπαγορεύονται από την αγορά, τότε θα έχουμε χάσει πολλά περισσότερα από μια απλή διασκέδαση.
Το «αντίο» ενός μεγάλου
Ο Ρότζερ Λίνσι, ο παλιός μάνατζερ του Φαν Νιστελρόι, διηγείται συχνά μια ιστορία όταν η κουβέντα έρχεται στον Ολλανδό σέντερ φορ. Ο Λίνσι αποφάσισε να γίνει μάνατζερ στα μέσα της δεκαετίας του '90, αλλά γνώριζε ελάχιστους ποδοσφαιριστές. Η εταιρεία μάνατζερ για την οποία εργαζόταν του ζήτησε να προτείνει ορισμένους νέους πελάτες με προοπτικές και ο μόνος που μπορούσε να σκεφτεί ο Λίνσι ήταν ο Φαν Νιστελρόι, τον οποίο μερικές εβδομάδες νωρίτερα τον είχε δει να αγωνίζεται για την Ντεν Μπος. Η εταιρεία κάλεσε τον Νιστελρόι και του είπε ότι μπορούσε να κανονίσει τη μεταγραφή του στην Τόττεναμ.
Ο Ολλανδός στράικερ ήθελε πολύ μια μεταγραφή στο εξωτερικό, αλλά ο Λίνσι παρενέβη και του άλλαξε τα μυαλά. «Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν πρέπει να βιάζεις τα πράγματα», είπε ο Λίνσι στον νεαρό Ρουντ. «Πρέπει να προχωράς βήμα βήμα. Πρώτα σε μια μεσαία ομάδα, μετά στην Αϊντχόφεν και, κατόπιν, όταν το σκοράρισμά σου θα είναι υψηλού επιπέδου, κυνηγάς τη μεγάλη μεταγραφή». Επειτα από εκείνο το περιστατικό η μητέρα του Νιστελρόι ζήτησε από τον Λίνσι να γίνει ο μάνατζέρ του.
Λέγεται ότι οι μεγάλοι σκόρερ γεννιούνται και δεν γίνονται. Οτι το σκοράρισμα είναι ένα δώρο, ένα χάρισμα που δεν μπορεί να διδαχθεί. Αν όμως παρατηρήσει κάποιος τον δρόμο προς την επιτυχία που ακολούθησαν ο Νιστελρόι και ο Κλάιφερτ -γεννημένοι και οι δύο την 1η Ιουλίου του 1976- μάλλον θα διαπιστώσει ότι η θεωρία για τους σκόρερ δεν στέκει απόλυτα. Ο Κλάιφερτ, προϊόν των «φυτωρίων» του Αγιαξ, σκόραρε το νικητήριο γκολ της ομάδας του στον τελικό του Πρωταθλητριών το 1995 σε ηλικία μόλις 18 ετών.
Ο Κλάιφερτ χαιρετίστηκε ως ένα φυσικό ταλέντο, την ίδια στιγμή που ο συνομήλικός του Φαν Νιστελρόι πάλευε με τη φανέλα της Ντεν Μπος στη μετριότητα της δεύτερης κατηγορίας του ολλανδικού πρωταθλήματος. Ο Νιστελρόι, σε τρεις περιόδους με τη φανέλα της Ντεν Μπος, αγωνίστηκε σε 69 παιχνίδια σημειώνοντας συνολικά 17 γκολ. Τώρα που και οι δύο Ολλανδοί έχουν φτάσει τα 32, φαίνεται η σπουδαιότητα που έχει η δουλειά για έναν ποδοσφαιριστή, όπως επίσης και η καταστροφική επίδραση που έχει η αδιαφορία εκείνου που θα «καθίσει» πάνω στο ταλέντο του και θα το σπαταλήσει.
Ο Νιστελρόι, που θα λάμψει στην Πρέμιερσιπ με τη φανέλα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, θα κάνει μια δεύτερη καριέρα στη Ρεάλ Μαδρίτης και τώρα ανακοινώνει την αποχώρησή του από την εθνική της χώρας του. Με προσεκτικά και υπολογισμένα βήματα ο φορ που θύμιζε σε πολλά τον Φαν Μπάστεν, αποσύρεται σιγά σιγά από το προσκήνιο, προστατεύοντας με τον καλύτερο τρόπο τον μύθο που δημιούργησε με τόσο κόπο.
Πόλεμος για το ταλέντο
Απόσπασμα από ένα άρθρο της Χριστίνας Δαμουλιανού από την «Κυριακάτικη Καθημερινή». «Τον γνωστό μας ''πόλεμο για το ταλέντο'' (war for talent) τον ''κήρυξαν'' οι εταιρείες στη δεκαετία 1990 προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις δημογραφικές -και πολλές άλλες- αλλαγές που συνεπάγονταν δραστικές, ποσοτικές και ποιοτικές επιπτώσεις για το ανθρώπινο δυναμικό τους. Mε κυρίαρχη αλλαγή τη συρρίκνωση του ποσοστού των ''κρίσιμων ταλέντων'' -όπως ορίζονται πλέον τα ταλαντούχα άτομα σε ειδικότητες-κλειδιά κάθε βιομηχανίας και αλλού.
Οταν αναφερόμαστε στα ''κρίσιμα ταλέντα'' εννοούμε ομάδες ατόμων που φέρουν σε πέρας ένα δυσανάλογα μεγάλο μερίδιο από τη συνολική απόδοση της επιχείρησής τους και η αξία που δημιουργούν για τους πελάτες και τους μετόχους ξεπερνά τον μέσο όρο. Από το παραδοσιακό μοντέλο αυτό που κάνουν οι οργανισμοί είναι να δίνουν όλη την ενέργειά τους στον πρώτο και τον τελευταίο στόχο. Δηλαδή στην απόκτηση και τη συγκράτηση του ταλέντου -ιδιαιτέρως μάλιστα όταν υπάρχει έλλειψη ταλέντων.
Ομως παραμελούν τα δύο ενδιάμεσα στάδια, που είναι η ατομική ανάπτυξη, δηλαδή η επιπλέον κατάρτιση και επιμόρφωση, και η προώθηση της σταδιοδρομίας του ταλέντου τους». Ας το αναζητήσουν ολόκληρο το άρθρο παράγοντες, προπονητές και πρόεδροι, μήπως και καταλάβουν κάτι περισσότερο για την αξιοποίηση των ταλέντων.