Τη σύγκρουση που έχει ξεκινήσει ανάμεσα στους συλλόγους και τις εθνικές ομάδες την αντιληφθήκαμε –αρχικά- σαν έναν «κλεφτοπόλεμο» που ήρθε στο προσκήνιο με το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002. Από τότε αυτός ο «κλεφτοπόλεμος», που ξεκίνησε με κάποιες κορυφώσεις και κάποιες υφέσεις, έχει γίνει ανοικτή σύγκρουση που μπορεί να μη δίνει μια φαντασμαγορική κορύφωση, αλλά διεξάγεται με ένταση που δεν βγαίνει πάντα προς τα έξω. Οι δύο πλευρές φαίνεται ότι μετρούν τις δυνάμεις τους, τις αναδιατάσσουν και ετοιμάζονται για μια μετωπική σύγκρουση, η οποία μπορεί να αργήσει αλλά είναι αναπόφευκτη. Και θα είναι σύγκρουση που θα προκαλέσει μεγάλες απώλειες και στις δύο πλευρές. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι δύσκολο να προβλέψει κάποιος εκείνον που θα επικρατήσει. Πρόκειται, φυσικά, για μια σύγκρουση συμφερόντων, όπως όλες σχεδόν στο σύγχρονο επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Το μεγαλύτερο μέρος της θα διεξαχθεί, σχεδόν αποκλειστικά, σε ευρωπαϊκό έδαφος. Στην Ευρώπη, άλλωστε, βρίσκονται οι πλουσιότεροι και ισχυρότεροι σύλλογοι και εδώ γίνεται ο μεγαλύτερος τζίρος στην ποδοσφαιρική αγορά. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Deloitte & Touch, της εταιρείας που ξεσκονίζει τα οικονομικά στοιχεία των αγγλικών και των μεγάλων ευρωπαϊκών συλλόγων, ο τζίρος αυτός φθάνει τα 10 δισ. ευρώ. Ποσό που αφορά μόνο τις 6 μεγαλύτερες ευρωπαϊκές ποδοσφαιρικές αγορές και το Τσάμπιονς Λιγκ. Αυτή η ποδοσφαιρική αγορά, από τα μέσα της περασμένης χρονιάς, άρχισε να δείχνει σημάδια περαιτέρω βελτίωσης, κυρίως χάρη στην επέκταση των εμπορικών δραστηριοτήτων των μεγάλων ομάδων σε ολόκληρο τον κόσμο. Το ποδόσφαιρο εδώ και λίγα χρόνια έχει μεταβληθεί σε μια πλανητική βιομηχανία, της οποίας ο τζίρος όλο και μεγαλώνει. Μια από τις τελευταίες αφορμές γι' αυτή τη σύγκρουση μεταξύ συλλόγων και εθνικών ομάδων αφορά τη χρήση πολλών ξένων ποδοσφαιριστών από τους συλλόγους, με αποτέλεσμα οι γηγενείς ποδοσφαιριστές να μην έχουν ευκαιρίες συμμετοχής σε πρωταθλήματα με υψηλό ανταγωνισμό. Ενα ζήτημα που ειδικά στην Αγγλία παίρνει μεγάλες διαστάσεις. Μια άλλη αφορμή αφορά τη χρήση των ποδοσφαιριστών στις εθνικές ομάδες και το ζήτημα της αποζημίωσης των συλλόγων σε περίπτωση τραυματισμού του ποδοσφαιριστή. Αν και στο ζήτημα της αποζημίωσης φαίνεται λίγο-πολύ να οδηγούμαστε σε συμβιβασμό, οι σύλλογοι συνεχίζουν να «κλοτσάνε» στο θέμα της πρόσκλησης των παικτών τους στις εθνικές ομάδες. Η τελευταία εξέλιξη στο συγκεκριμένο ζήτημα, το οποίο επανέφερε τη σύγκρουση στην επιφάνεια, αφορά τη δήλωση του Μπλάτερ ότι οι ομάδες είναι υποχρεωμένες να στείλουν τους ποδοσφαιριστές τους που είναι κάτω των 23 ετών στις Ολυμπιακές ποδοσφαιρικές ομάδες. Ο Μπλάτερ, ο οποίος μέσα στην απύθμενη ανοησία του πριν από λίγες μέρες θέλησε να υπερασπιστεί τους «σκλάβους» ποδοσφαιριστές με αφορμή την ενδεχόμενη μετακίνηση του Ρονάλντο στη Ρεάλ από τη Μάντσεστερ. Καθόλου περίεργο που ο Μπλάτερ δεν θεωρεί «σκλαβιά» το υπερφορτωμένο πρόγραμμα των ποδοσφαιριστών με τις υποχρεώσεις τους στους συλλόγους και τις εθνικές. Και δεν το θεωρεί «σκλαβιά» γιατί από κάτι τουρνουά της... αρπαχτής με τίτλο «παγκόσμιο πρωτάθλημα συλλόγων» κονομάει η ΦΙΦΑ. Τώρα ο Μπλάτερ βρίσκει απέναντί του τρεις κυρίως συλλόγους που, με το επιχείρημα ότι το τουρνουά των Ολυμπιακών Αγώνων δεν είναι στο διεθνές καλεντάρι της ΦΙΦΑ, άρα δεν είναι υποχρεωτικό, αρνούνται να δώσουν άδεια σε ποδοσφαιριστές τους να ενταχθούν στις Ολυμπιακές ομάδες των χωρών τους. Πρόκειται για την Μπαρτσελόνα, που δεν δίνει άδεια στον Μέσι, τη Βέρντερ, που δεν δίνει στον Ντιέγκο, και τη Σάλκε, που δεν δίνει στον Ραφίνια. Βέβαια, στη Λατινική Αμερική το χρυσό μετάλλιο στο ποδόσφαιρο σημαίνει πολλά περισσότερα απ' ό,τι στην Ευρώπη, αλλά η νέα «διαταγή» του Μπλάτερ δεν δόθηκε επειδή ο πρόεδρος της ΦΙΦΑ θέλει να τονώσει το Ολυμπιακό ιδεώδες της συμμετοχής. Απλώς οι σπόνσορες, που χωρίς μεγάλα ονόματα δεν θα μπορέσουν να «πουλήσουν» το Ολυμπιακό τουρνουά ποδοσφαίρου, πίεσαν λίγο τον Μπλάτερ να κάνει τη δουλειά του. Γι' αυτό άλλωστε τον πληρώνουν.
Αποκάλυψη προθέσεων
Ηπροσπάθεια της κυβέρνησης να υποβαθμίσει τις καταγγελίες του κ. Ζορμπά είναι αποκαλυπτική των προθέσεών της σε ό,τι αφορά τη διερεύνηση των σκανδάλων. Μια σύγκριση είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Τι έλεγε η ίδια η κυβέρνηση όταν η αντιπολίτευση την κατηγορούσε για «εξωθεσμικές πρακτικές» με αφορμή τον διορισμό του κ. Ζορμπά ως υπεύθυνο για τη διαφάνεια στους εξοπλισμούς του Πενταγώνου και, αργότερα, ως επικεφαλής της διερεύνησης της υπόθεσης των ομολόγων και του «μαύρου» χρήματος; Ο κ. Ζορμπάς είναι από εκείνους τους δημόσιους λειτουργούς που δεν κομματίζονται, που έχει μια αυστηρή και στέρεη αντίληψη για τη δικαιοσύνη και τη λειτουργία των θεσμών, είναι «ξεροκέφαλος» και δεν δέχεται παρεμβάσεις στο έργο του, κάπως μονοκόμματος και, οπωσδήποτε, «out of fashion». Ζει στην Καλλιθέα απλά και χωρίς να προκαλεί ή να επιζητεί τη δημοσιότητα και τη χλιδή, ενδείξεις τιμιότητας και ακεραιότητας. Αυτό που ενόχλησε την κυβέρνηση στη συμπεριφορά και την έρευνα του κ. Ζορμπά είναι ότι δεν «ελέγχεται» και είναι αφόρητα τυπικός στα υπηρεσιακά ζητήματα. Η διερεύνηση των σκανδάλων και όσων εμπλέκονται με αυτά ενδιαφέρει την κυβέρνηση μόνο όσο το νήμα των αποκαλύψεων μπορεί να οδηγήσει σε ευθύνες πολιτικών ή δημόσιων λειτουργών της περιόδου κατά την οποία την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας είχε το ΠΑΣΟΚ. Ή κάποιους άλλους δημόσιους λειτουργούς που να είναι «αναλώσιμοι» ακόμη και αν έχουν σχέση με τη Ν.Δ. Η έρευνα του κ. Ζορμπά άρχισε να φθάνει σε σημεία που η κυβέρνηση δεν ήθελε να φωτιστούν και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο τον «τελείωσε». Η αντίληψη της κυβέρνησης –όπως φυσικά και του ΠΑΣΟΚ - στο ζήτημα της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης φαίνεται και από την τοποθέτηση του κ. Αλογοσκούφη προχθές στη Βουλή. Οταν ανέφερε ότι η κυβέρνηση έκανε ειδική θέση για τον κ. Ζορμπά με μισθό 11 χιλιάδες ευρώ. Προφανώς στην αντίληψη του κ. Αλογοσκούφη ο μισθός του κ. Ζορμπά ήταν το αντίτιμο της ανεξαρτησίας του. Από κάποιον που δεν είχε κανένα πρόβλημα να νομιμοποιήσει χρήμα αγνώστου προελεύσεως για να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση της οικονομικής ανάπτυξης δεν μπορεί να περιμένει κάποιος κάτι περισσότερο.
Ή, μάλλον, κάτι λιγότερο. Ενας ασήμαντος νεοφιλελεύθερος είναι, χωρίς ιδέες και πολιτικό υπόβαθρο, θριαμβευτής της ανικανότητας στην εκπόνηση και την τήρηση του προϋπολογισμού, υπόλογος στους τραπεζίτες, οι οποίοι άλλωστε θα φροντίσουν να μη μείνει άνεργος όταν αποχωρήσει από την πολιτική.