Tα τελευταία χρόνια, νομίζω πως το έχω ξαναγράψει με αφορμή την αυξανόμενη σπουδαιότητα των οικονομικών μεγεθών στο ποδόσφαιρο, στην Αγγλία αλλά και στην Αμερική εμφανίζεται όλο και περισσότερο ο όρος «Soccernomics». Ενας όρος που αποτελεί σύνθεση των λέξεων soccer και economics. Ποδόσφαιρο και οικονομία. Το περιεχόμενο του όρου μπορεί να εξηγήσει και τη συμπεριφορά των ομάδων στο μεταγραφικό παζάρι, ιδίως στην Πρέμιερσιπ. Εκεί που για να ξοδέψει κάποιος προπονητής ή μάλλον κάποιος μάνατζερ χρήματα, θα πρέπει η ομάδα να έχει κέρδη. Ή να πουλήσει κάποιον από τους ποδοσφαιριστές της για να μπορέσει να αγοράσει ποδοσφαιριστές στις θέσεις που χρειάζεται. Ενα κλασικό παράδειγμα είναι η Αρσεναλ. Ο Βενγκέρ γνωρίζει ότι πρέπει κάθε χρόνο να έχει ένα κέρδος τουλάχιστον 24 εκατομμύρια στερλίνες για να μπορέσει η ομάδα του να αποπληρώσει το χρέος που έχει δημιουργήσει με την ανέγερση του καινούργιου γηπέδου. Από εκεί και πέρα, τα επιπλέον κέρδη μπαίνουν στο πορτοφόλι του Βενγκέρ για μεταγραφές. Κι αν δεν έχει όσα χρειάζεται, μπορεί να πουλήσει ποδοσφαιριστές του για να μπορέσει να συμπληρώσει το ρόστερ του. Και αυτό κάνει, σχεδόν κάθε χρόνο.
Είναι βέβαια πολύ καλός σε ό,τι αφορά τη βασική αρχή του καλού πωλητή: «Αγόρασε φθηνά και πούλα ακριβά». Τα 17 εκατομμύρια στερλίνες που έχει ξοδέψει για τους Νασρί και Ράμσεϊ τα έβγαλε σχεδόν εξ ολοκλήρου από την πώληση του Χλεμπ στην Μπάρτσα και του Σίλβα στον ΠΑΟ. Δεν έχει βάλει ακόμη «χέρι» στο πλεόνασμα που έχει για μεταγραφές γιατί γνωρίζει ότι στην αγορά κερδίζει εκείνος που κινείται πειθαρχημένα και ξοδεύει σύμφωνα με κάποιο σχεδιασμό. Οι νεοπλουτίστικες συμπεριφορές στο ποδόσφαιρο είναι διαβατήριο για την οικονομική καταστροφή. Στις μεταγραφικές κινήσεις είναι απαραίτητος ο σχεδιασμός που παντρεύει οικονομικές δυνατότητες και ανάγκες.
Στον Ολυμπιακό, γνωρίζουμε ότι οι οικονομικές δυνατότητες, ύστερα και από την περσινή καλή πορεία στο Τσάμπιονς Λιγκ, υπάρχουν αλλά εκείνο για το οποίο πολλοί δεν έχουν πεισθεί είναι η ύπαρξη του σχεδιασμού. Ο Σωκράτης Κόκκαλης, αναφερόμενος τον περασμένο Μάιο στη θητεία του Τάκη Λεμονή στον πάγκο του Ολυμπιακού, δήλωσε ότι ο πρώην προπονητής των «ερυθρολεύκων» ξέχασε ότι πρώτος στόχος της ομάδας ήταν το πρωτάθλημα και όχι η διάκριση στην Ευρώπη. Αυτή η εκτίμηση του ιδιοκτήτη της πειραϊκής ΠΑΕ δείχνει ότι εκείνο που προέχει στους στόχους μιας επαγγελματικής ποδοσφαιρικής ομάδας είναι η δυνατότητά της να εξασφαλίζει έσοδα. Και έσοδα στην Ελλάδα εξασφαλίζει η συμμετοχή στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ.
Ο Ολυμπιακός την περσινή αγωνιστική περίοδο πέρασε στη φάση των «16» και συνολικά συγκέντρωσε από τη συμμετοχή του στο Τσάμπιονς Λιγκ περίπου 20 εκατομμύρια ευρώ. Τον μισό προϋπολογισμό της περσινής χρονιάς. Ακόμη κι αν δεν επαναλάβει το ίδιο φέτος, αλλά μπορέσει να μπει στους ομίλους, να κάνει μία μέτρια εμφάνιση και στη συνέχεια δύο καλούς γύρους στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ, μπορούν να έρθουν στο ταμείο της ομάδας γύρω στα 15-17 εκατομμύρια ευρώ. Αν συνυπολογιστούν τα έσοδα από χορηγούς, διαφημίσεις, μεταγραφές και εισιτήρια, τότε γίνεται φανερό ότι η ομάδα μπορεί να υπερκαλύπτει τον προϋπολογισμό της και να έχει και ένα πλεόνασμα που να της επιτρέπει να κινηθεί στη μεταγραφική αγορά. Κι αυτός είναι ο στόχος σε ό,τι αφορά την επιχείρηση. Τα έσοδα να υπερκαλύπτουν τα έξοδα, έτσι ώστε ο ιδιοκτήτης να μην αναγκάζεται να βάζει το χέρι στην τσέπη για να βγαίνει ο προϋπολογισμός. Αλλωστε, ο ισορροπημένος προϋπολογισμός είναι ένα από τα βασικά κριτήρια του σχεδίου αδειοδότησης της ΟΥΕΦΑ, το οποίο θα αρχίσει να ισχύει από του χρόνου.
Οταν όμως έχεις τα λεφτά, αλλά δεν έχεις σχεδιάσει πώς θα τα ξοδέψεις και καθυστερείς, ο χρόνος θα σε πιέσει και δεν θα αποφύγεις τις βεβιασμένες επιλογές. Γιατί δεν αρκεί να φέρνεις τον Βαλβέρδε και να του λες έχουμε και 10-15 εκατομμύρια να ξοδέψουμε αν δεν ξέρεις ΠΟΥ να τα ξοδέψεις. Το σύγχρονο ποδόσφαιρο σε αυτά τα ζητήματα απαιτεί σχεδιασμό. Ο αυτοσχεδιασμός μπορεί να «γεννάει» πρωτοσέλιδα, αλλά δεν παράγει αποτελέσματα.