Ενα από τα πράγματα για τα οποία θαυμάζω τον Αρσέν Βενγκέρ, είναι η επιμονή του. Μια ιδιότητα του ανθρώπινου χαρακτήρα, η οποία μπορεί να εξελιχθεί σε ελάττωμα, ειδικά για έναν προπονητή, αν δεν συνοδεύεται και από μια σειρά άλλων ιδιοτήτων. Οπως την υπομονή. Τη γνώση. Τη θέληση. Την πειθαρχία. Την οργάνωση. Το ένστικτο. Το ταλέντο και το όραμα.
Τουλάχιστον τρεις φορές μέσα σε μια περίοδο 12 χρόνων, στη διάρκεια της οποίας βρίσκεται στον πάγκο της Αρσεναλ, έχει φτιάξει την ομάδα του από την αρχή. Και ο τρόπος που φτιάχνει τις ομάδες του ο Αλσατός έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Είναι ο πρώτος προπονητής στα ευρωπαϊκά γήπεδα που κατέβασε τον μέσο όρο ηλικίας των ποδοσφαιριστών που αποκτούσαν εμπειρίες παίζοντας ποδόσφαιρο στην πρώτη ομάδα, όχι περιστασιακά αλλά σε μόνιμη βάση. Γίνονταν βασικά στοιχεία ενός αγωνιστικού μηχανισμού τον οποίο είχε στο μυαλό του ο Αλσατός και στον οποίο έδινε σάρκα και οστά, μέσα στο γήπεδο. Η περιορισμένη, στην αρχή, οικονομική δυνατότητα του Βενγκέρ να κάνει μεταγραφές μεγάλων ποδοσφαιριστών –ή, για την ακρίβεια, ακριβών- τον έκανε να στραφεί στον εντοπισμό και την ανάδειξη ταλαντούχων ποδοσφαιριστών.
Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, κατάφερνε να ανεβάζει την αξία τους και να εξοικονομεί τα χρήματα που χρειαζόταν η Αρσεναλ για να κάνει και άλλα πράγματα. Οπως, ας πούμε, ένα προπονητικό κέντρο. Βέβαια, ο Αλσατός προπονητής είχε το πλεονέκτημα να γνωρίζει πολύ καλά την αγορά της χώρας του, να έχει αμεσότερη πρόσβαση σε αυτήν από πολλούς άλλους ανταγωνιστές του, να έχει διαμορφώσει ένα εξαιρετικό δίκτυο από scouts και να είναι πάντα πρώτος εκεί που εντοπιζόταν ένα ταλέντο. Φυσικά, αν δεν είχε και τον μοναδικό τρόπο να προσεγγίζει τους νεαρούς ποδοσφαιριστές, να κερδίζει την εμπιστοσύνη τους και να επηρεάζει –σχεδόν- σε απόλυτο βαθμό την αγωνιστική εξέλιξη και ωρίμανσή τους, δεν θα είχε τις επιτυχίες του. Μόνο που, στον κόσμο του επαγγελματικού ποδοσφαίρου σήμερα, η πίστη στη φανέλα και τον σύλλογο είναι μια πολύ σπάνια αρετή.
Η φράση που περισσότερο από κάθε άλλη ακούγεται στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο αυτού του επιπέδου είναι «money talks». Μιλάνε τα χρήματα. Και είναι πολλά. Και ο Βενγκέρ, που έχει σπουδάσει και οικονομικά, το ξέρει καλύτερα από τον καθένα. Γνωρίζει πως, κάποια στιγμή, ένας ποδοσφαιριστής που μπορεί να βρίσκεται μαζί του από τα 17 του ή τα 18 του, στα 25 ή τα 26 θα αλλάξει περιβάλλον. Θα αλλάξει ομάδα. Είναι φυσιολογικό. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που τον έκαναν να έχει επιδοθεί, εδώ και χρόνια, σε ένα συστηματικό «παιδομάζωμα», για να μπορεί να αναπληρώνει τους ποδοσφαιριστές που κάποια στιγμή θα χάσει. Ο Φάμπρεγκας περπατάει στα 21 και βρίσκεται μαζί του από τα 17 του, έχοντας τρία γεμάτα χρόνια στην πρώτη ομάδα της Αρσεναλ. Πόσο θα μείνει ακόμη; Αλλα τρία χρόνια; Κατόπιν, ή φεύγει ή τον πουλάς σε μια ηλικία που θα φέρει πολλά χρήματα στο ταμείο σου.
Ο Βενγκέρ, επίσης, έχει την ικανότητα να παίρνει ποδοσφαιριστές που δεν είναι αυτό ακριβώς που λέμε «μεγάλοι», αλλά σαν καλή νεράιδα έχει τη δύναμη να τους μεταμορφώνει. Ο Εντου, ο Κόλο Τουρέ, ο Φλαμινί ή ο Χλεμπ. Ειδικά ο Λευκορώσος την οικονομική του αξία την ανέβασε στην Αρσεναλ. Σε μια ομάδα που παίζει στην κεντρική σκηνή κι όχι σε μια περιφερειακή, όπως για παράδειγμα η Στουτγκάρδη, όπου ξεπετάχτηκε ο Χλεμπ χάρη στον Μάγκατ.
Πρόκειται για έναν προικισμένο ποδοσφαιριστή, που όμως ο ίδιος πιστεύει για τον εαυτό του ότι αξίζει -αγωνιστικά- περισσότερο και πως θα έπρεπε να έχει το δικαίωμα να παίρνει περισσότερες πρωτοβουλίες μέσα στο γήπεδο από όσες του επιτρέπει ο Βενγκέρ. Ισως γι’ αυτό ο Χλεμπ να δήλωσε πριν από μερικές μέρες ότι «με τον Βενγκέρ έχουμε διαφορετική φιλοσοφία για τον τρόπο του παιχνιδιού». Τώρα, αν ο Λευκορώσος πιστεύει πως η δική του φιλοσοφία είναι αυτή που θα πρέπει να υπερισχύει εκείνης του προπονητή του, καλά κάνει και θέλει να πάει στην Μπάρτσα. Πιο πολλά λεφτά, καλύτερο κλίμα και ένας προπονητής που δεν έχει την προσωπικότητα του Βενγκέρ. Ισως εκεί να παίξει την μπάλα που δεν έπαιξε στην Αρσεναλ. Οσο για τον Αλσατό, θα βρει πολύ σύντομα τον αντικαταστάτη του, που ίσως να είναι και καλύτερος. Αν δεν τον έχει βρει ήδη.
Ακόμη χειρότερες μέρες
Mια ξεκάθαρη τοποθέτηση από την αρχή. Ο γράφων δεν είναι καθόλου αντίθετος με την ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης. Είναι αντίθετος με τον τρόπο που αυτή η «Ενωμένη Ευρώπη» οικοδομείται. Διότι πρόκειται για μια Ευρώπη που αδιαφορεί για τους πολίτες της, συντηρεί και μεγαλώνει το δημοκρατικό έλλειμμα, είναι δέσμια μιας κλειστής γραφειοκρατίας που αποφασίζει χωρίς να λογοδοτεί στους πολίτες και παράλληλα είναι απόλυτα υποταγμένη στην εξουσία του μεγάλου κεφαλαίου.
Πρόκειται για μια Ευρώπη που, παρά τα όσα κάποιοι ισχυρίζονται, απομακρύνεται με γοργά βήματα από τη δημοκρατία, υπονομεύει την έννοια του κοινού συμφέροντος και μεταμορφώνεται σε ένα υπάκουο υπηρέτη της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Παράλληλα είναι εμφανής η συνεχιζόμενη αδυναμία των υπουργών Οικονομίας να περιορίσουν τις συνέπειες της κρίσης που πλήττει περισσότερο και πιο σκληρά τους φτωχότερους (για τους οποίους δεν μπορεί να προβλέψει και να εκπονήσει πολιτικές ενίσχυσης, διότι… θα διαταραχθεί η δημοσιονομική πειθαρχία).
Η οικονομική κατεύθυνση της Ενωμένης Ευρώπης είναι καθαρά μονεταριστική, που θυσιάζει δημοκρατία, ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα στην οικονομία της αγοράς. Σε μια ζούγκλα, δηλαδή. Βέβαια, σκέφτομαι ότι αν η Ελλάδα δεν ήταν μέσα στο ενιαίο νόμισμα και την ΟΝΕ, η οικονομική κρίση θα είχε κάνει τη δραχμή να τρώει μία υποτίμηση κάθε μέρα, για πρωινό. Ομως η ΟΝΕ θα μπορούσε να ήταν διαφορετική υπόθεση, αν είχε δοθεί προτεραιότητα στην πολιτική ένωση και δύναμη στο Ευρωκοινοβούλιο –που θα έπρεπε να είχε πλήρεις εξουσίες και θα ήταν ενταγμένο σε ένα διαφορετικό θεσμικό πλαίσιο- αν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το διοικητικό της συμβούλιο δεν έκαναν του κεφαλιού τους και ήταν υπόλογοι σε πολιτικούς θεσμούς.
Ο φόβος κάποιων ότι οι χειρότερες ημέρες είναι μπροστά μας, είναι απολύτως ρεαλιστικός. Μόνο που έτσι γελοιοποιείται όλο και περισσότερο ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας, που πριν από δύο μήνες μάς εκθείαζε το πόσο οχυρωμένη είναι η ελληνική οικονομία, που δεν επηρεάζεται από τη διεθνή κρίση. Και πριν από 8 μήνες μάς εκθείαζε τον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Τι είδους ανάπτυξη ήταν, πόσο πραγματική, πού είχε βασιστεί και ποιοι καρπώθηκαν τα οφέλη της, δεν θα το μάθουμε ποτέ. Αλλά έχουμε αρχίσει να το καταλαβαίνουμε. Βλέπετε, το ψέμα και η πολιτική ανοησία έχουν περιορισμένη ισχύ. Αλλά αυτοί που τα χρησιμοποιούν, δυστυχώς, δεν πληρώνουν ποτέ.
Ειδικότητα από τον Στρατό
Πολλές φορές ακούγοντας κάποιους οπαδούς να βγάζουν τα συμπεράσματά τους και να κάνουν την κριτική τους σε διοίκηση και προπονητή από τα πρώτα φιλικά του καλοκαιριού, πριν καν ολοκληρωθούν οι μεταγραφές και η προετοιμασία, θυμάμαι μια φράση που έλεγαν παλιά. «Ειδικότης κτηθείσα εν τω στρατεύματι» για κάποιον που είχε αποκτήσει «ειδικότητα» σε κάτι, μόνο και μόνο επειδή ασχολήθηκε με αυτό το κάτι στον Στρατό. Και όλοι γνωρίζουν την επάρκεια του Στρατού στην απονομή τέτοιων «ειδικοτήτων». Η περίοδος της προετοιμασίας που έχει διαφοροποιηθεί πάρα πολύ και προσαρμόζεται στο αγωνιστικό πρόγραμμα των ομάδων, το οποίο μπορεί -όπως, ας πούμε, στην περίπτωση του Πανιωνίου φέτος- να ξεκινά κι αρχές Ιουλίου, είναι μια περίοδος συγκέντρωσης και ανάλυσης δεδομένων που αφορούν τις σωματικές και ψυχικές ικανότητες των ποδοσφαιριστών. Δεδομένων που αγνοούμε. Αυτή η περίοδος είναι αποκλειστικά του προπονητή. Είναι μια περίοδος πειραματισμών, στην οποία μπορεί να δοκιμάσει οτιδήποτε πιστεύει πως θα του επιτρέψει να δημιουργήσει ένα αξιόμαχο σύνολο που θα ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των φιλάθλων και της διοίκησης. Και η κριτική στη δουλειά του προπονητή γίνεται ασφαλέστερα όταν ξεκινήσει η αγωνιστική περίοδος. Μέχρι τότε, συμπεράσματα βγάζουν οι αερολόγοι.