Προχθές στο ραδιόφωνο ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος έβαλε φωτιά στο μεσημέρι, άθελά του. Με αφορμή τον αυθαίρετο προσδιορισμό της οικονομικής αξίας του «Δικέφαλου» από έναν εκ της ομάδας των μετόχων, η οποία έχει την πλειοψηφία των μετοχών της ΑΕΚ, τον κ. Κανελλόπουλο, ο Χρήστος ισχυρίστηκε –και πολύ σωστά- ότι δεν είναι δυνατόν να αξιολογείς μία ομάδα, όπως αυτή, 200 εκατομμύρια ευρώ. Πόσω μάλλον όταν δεν έχει δικό της γήπεδο, δεν έχει πάρει τίτλο εδώ και 14 χρόνια, δεν μετέχει στο Τσάμπιονς Λιγκ, δεν έχει προπονητικό κέντρο –οι Θρακομακεδόνες είναι κάτι σαν πεδίο βολής– και δεν έχει κάποια μεγάλα ονόματα –σε αξία- στο ρόστερ της. Μάλιστα, η αξιολόγηση αυτή είναι τόσο ανεδαφική, αν σκεφθεί κάποιος ότι η Βαλένθια κοστολογείται 190 εκατομμύρια ευρώ. Μία ομάδα που τα τελευταία 8 χρόνια έχει φθάσει δύο φορές σε τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, έχει πάρει δύο φορές το ισπανικό πρωτάθλημα και δύο το ισπανικό Κύπελλο και έχει κατακτήσει επίσης και το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ. Κοιτώντας και το ρόστερ της, μπορεί κάποιος εύκολα να διαπιστώσει ότι μόλις δύο ποδοσφαιριστές της ισπανικής ομάδας έχουν μία αξία που ξεπερνά κατά πολύ την αξία όλου του ρόστερ της ΑΕΚ.
Η εκτίμηση του Χρήστου ξεσήκωσε τις αντιδράσεις κάποιων «εύθικτων» οπαδών της ΑΕΚ οι οποίοι βγήκαν στο τηλέφωνο να διαμαρτυρηθούν, λέγοντας φυσικά ανοησίες. Η αποτίμηση της αξίας της ΑΕΚ που έκανε ο κ. Κανελλόπουλος μόνο ως επιθυμία μπορεί να εκληφθεί. Ως μία προσπάθεια να αποθαρρυνθεί ο κ. Μελισσανίδης, με τον οποίο είναι φανερό ότι η ομάδα των μετόχων που έχει σήμερα την πλειοψηφία των μετοχών έχει πολύ μεγάλες διαφορές. Νοοτροπίας, διοικητικής και επιχειρηματικής αντίληψης, αλλά και αισθητικής. Οι άνθρωποι που ελέγχουν σήμερα τον «Δικέφαλο» πιστεύουν για τον εαυτό τους ότι εκπροσωπούν μία νέα αντίληψη για το ποδόσφαιρο, πολύ πιο σύγχρονη από εκείνη του κ. Μελισσανίδη, που όμως δεν έχει αποδειχθεί ακόμη το ίδιο αποτελεσματική. Η νέα αντίληψη οικονομικής διαχείρισης και διοίκησης με τα πενταετή σχέδια αποδείχτηκε λανθασμένη. Δεν αρνούμαι ότι η αντίληψη μπορεί να είναι σωστή, αλλά ο τρόπος εφαρμογής της ήταν αποτυχημένος.
Η ΑΕΚ συνεχίζει να μην έχει γήπεδο, να μην είναι οικονομικά αυτάρκης (να μπορεί να συντηρηθεί δηλαδή από τα έσοδά της τη στιγμή που έχει συνάψει και δάνεια, επιπλέον των μηνιαίων υποχρεώσεων που έχει για την αποπληρωμή των χρεών της), να μην έχει προπονητικό κέντρο και να βρίσκεται ένα βήμα, τουλάχιστον, πίσω από τους δύο βασικούς ανταγωνιστές της. Ο ποδοσφαιρικός ανταγωνισμός σήμερα υπαγορεύει την πραγματοποίηση επενδύσεων, για να μπορέσει μία ομάδα να κάνει πρωταθλητισμό σε πρώτη φάση και να έχει βλέψεις για ευρωπαϊκές διακρίσεις στη συνέχεια. Αλήθεια, ποιες είναι οι επενδύσεις εκείνες –σε χρήμα και είδος– που έγιναν στην ΑΕΚ την τελευταία τετραετία για να μπορέσει η ομάδα να πρωταγωνιστήσει και να αξίζει 200 εκατομμύρια;
Εκείνοι που αντέδρασαν στις πολύ εύστοχες παρατηρήσεις του Χρήστου Σωτηρακόπουλου αγνοούν τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η οικονομική αξιολόγηση των ομάδων –η συγκεκριμένη έγινε με αυστηρά κριτήρια από το «Forbes», ένα από τα μεγαλύτερα και εγκυρότερα οικονομικά περιοδικά του κόσμου-, όπως επίσης ότι στη συγκεκριμένη αξιολόγηση δεν περιλαμβάνονταν ελληνικές ομάδες, μια και τα οικονομικά τους στοιχεία δεν θεωρούνται αξιόπιστα. Και δεν θα θεωρούνται μέχρι το καλοκαίρι του 2009, οπότε και πρέπει οι ελληνικές ομάδες που παίρνουν μέρος στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις να πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που προβλέπει το περίφημο «σχέδιο αδειοδότησης» της ΟΥΕΦΑ. Αλλά γι' αυτό το σχέδιο ο οργισμένος και «εύθικτος» οπαδός δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να μάθει. Με δική του ευθύνη.
Μία αποχώρηση με σημασία
Η ενδεχόμενη αποχώρηση του Κριστιάνο Ρονάλντο από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ από κάποιους θεωρείται ως πολύ μεγάλη απώλεια για τους πρωταθλητές Ευρώπης. Σίγουρα, η φυγή ενός τέτοιου ποδοσφαιριστή –που κάποιοι βιάστηκαν να αναγορεύσουν σε καλύτερο του κόσμου– θα είναι απώλεια, αλλά η Μάντσεστερ δεν είναι ομάδα του ενός ποδοσφαιριστή, πόσω μάλλον όταν αυτός δεν είναι ούτε Καντονά ούτε Κιν. Και σε ό,τι αφορά τις απώλειες, υπάρχει μία άλλη αποχώρηση που έχει πολύ μεγαλύτερο βάρος από την ενδεχόμενη του Ρονάλντο. Και δεν είναι αποχώρηση ποδοσφαιριστή. Πρόκειται για την αποχώρηση του Κάρλος Κεϊρόζ, του βοηθού του Φέργκιουσον, που ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό «νούμερο 2» του πάγκου.
Ο Πορτογάλος είναι άριστος γνώστης της τακτικής και όλων των εξελίξεων στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, μιλά 5 γλώσσες, είναι ένας εξαιρετικός σκάουτερ και έχει το χάρισμα να δουλεύει αποτελεσματικά με ταλαντούχους ποδοσφαιριστές και να συμβάλλει αποφασιστικά στην ωρίμανσή τους. Είναι κοινό μυστικό ότι αυτός είναι υπεύθυνος για την αγωνιστική βελτίωση του Ρονάλντο, το ταλέντο του οποίου –όπως και αρκετών άλλων Πορτογάλων– εντόπισε πρώτος. Ο Γκιγκς στην αυτοβιογραφία του μιλά με τα καλύτερα λόγια για τον Κεϊρόζ και σημειώνει ότι από όλους τους βοηθούς που είχε ο σερ Αλεξ, σε αυτόν έδωσε τις μεγαλύτερες ευθύνες.
Ο Πορτογάλος ήταν υπεύθυνος για τις προπονήσεις και την τακτική προετοιμασία της ομάδας, και μάλιστα –σύμφωνα με τον Γκιγκς– ήταν αυτός που έπεισε τον Φέργκιουσον να αλλάξει το 4-4-2 σε 4-2-3-1, ένα σύστημα το οποίο ο ίδιος ο Κεϊρόζ είχε δουλέψει πολύ. Ισως, το γεγονός ότι ο Φέργκιουσον, ένας πολύ δύσκολος χαρακτήρας, τον δέχτηκε ξανά στο πλευρό του μετά το σύντομο και αποτυχημένο πέρασμά του από τον πάγκο της Ρεάλ, δείχνει την εκτίμηση που είχε ο μάνατζερ της Γιουνάιτεντ στις ικανότητες του Πορτογάλου. Αλλωστε ο Φέργκιουσον είχε παραδεχθεί δημόσια ότι όταν θα ερχόταν η ώρα να αποσυρθεί, ο Κεϊρόζ θα μπορούσε να αποτελέσει τον ιδανικό αντικαταστάτη του. Η αποχώρηση αυτή θα επηρεάσει οπωσδήποτε την ομάδα και τον Φέργκιουσον, ο οποίος θα πρέπει να βρει τον αντικαταστάτη του πριν από την έναρξη της σεζόν. Και ένα επιπλέον πολύ κρίσιμο ερώτημα είναι πώς θα αντιδράσει ο Ρονάλντο τώρα που χάνει το στήριγμά του.
Η διαφθορά καιη υποκρισία
Την ώρα που 100 εκατομμύρια ευρώ τα τελευταία χρόνια έχουν μπει σε λογαριασμούς κομμάτων και πολιτικών, αλλά δεν γνωρίζουμε σε ποιους, και η Δικαιοσύνη -από ό,τι φαίνεται- δεν δείχνει καμιά ιδιαίτερη ζέση για την εις βάθος διερεύνηση της υπόθεσης, τα δύο μεγάλα κόμματα, οι κύριοι αποδέκτες της μίζας, μας κοροϊδεύουν κανονικά. Ο πρωθυπουργός, ο οποίος -θυμίζω και στον ίδιο- εκλέχτηκε με σημαία την καταπολέμηση της διαφθοράς και της ακρίβειας, ανακαλύπτει τώρα ότι χρειάζεται αυστηρότερο έλεγχο το λεγόμενο πολιτικό χρήμα, οι μίζες δηλαδή. Και για να χτυπήσει τη διαφθορά στη ρίζα της, προτείνει τη δημιουργία διακομματικής επιτροπής… αλλά από τον Οκτώβριο. Από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ, που μόνο υπουργικό συμβούλιο στα κότερα των επιχειρηματιών δεν έκανε και που –αποδεδειγμένα– τα παντελόνιασε από τη Siemens, επιλέγουν να παίξουν τον ρόλο του αδιάφθορου και του τιμητή. Το ερώτημα δεν είναι αν μας θεωρούν μαλάκες, αλλά αν θα τους δώσουμε την ευκαιρία να συνεχίσουν να το κάνουν.