«Eλα, μωρέ, το καθοίκι. Βγάζει σ' έναν χρόνο όσα λεφτά θα δούμε εμείς σε μια ζωή, και κάθεται στο συμβόλαιό του...». Πρόκειται για το συνηθέστερο σχόλιο-καταφύγιο των οπαδών που δικαιολογούν τα αδικαιολόγητα: εξαναγκασμούς παικτών σε «κατά μόνας» (στρατιωτική έκφραση) προπονήσεις με μοναδική συντροφιά τις μπουλντόζες, τις τελευταίες νυχτερίδες που κυκλοφορούν στα πέριξ ή τις πρώτες αχτίδες του ήλιου. Χώρια οι «αδέσποτες», «ανεπίσημες» απειλές για δραστικότερα μέτρα.
Το «καταφύγιο» είναι ετοιμόρροπο: πρώτον, τα χρήματα που χάνει ο παίκτης δεν ενσωματώνονται σε κανένα επίδομα ανεργίας, ούτε σε καμία επιστροφή φόρου χαμηλόμισθου οπαδού της ομάδας. Στο ταμείο μιας Ανώνυμης Εταιρείας οδεύουν, αν όχι στην τσέπη ενός μεγαλομετόχου. Δεύτερον, καταντά κωμικοτραγικό να δηλώνεις -όψιμα- «ενοχλημένος» με τις αποδοχές οιουδήποτε επαγγελματία ποδοσφαιριστή, εάν ποτέ δεν έβγαλες «κιχ» για τη διαρκή ροή ζεστού κρατικού χρήματος προς τις ΠΑΕ. Παραγραφές χρεών, ανεγέρσεις γηπέδων με την αρωγή κοινοτικών κονδυλίων, κ.λπ., κ.λπ. Βλέπετε, ο οπαδός (ας πούμε «ο μέσος») οφείλει να θυμάται ότι είναι φορολογούμενος μόνο όταν κάνουν καμιά απεργία εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα. Α, ξέχασα: κι όταν το κράτος χαρίζει χρήμα σε ανταγωνίστρια ΠΑΕ. Διότι η «δική του» (ΠΑΕ) εκπροσωπεί κάτι σαν το απόλυτο καλό, κάτι σαν το κράτος πρόνοιας ένα πράμα...
Δεν πρόκειται, όμως, μόνο για την προδιάθεση του οπαδού να ταχθεί με το μέρος της ΠΑΕ επειδή αυτή εκπροσωπεί την ομάδα. Επενεργεί κάτι ακόμη: η αυτοτελής διάθεσή του να εκδικηθεί τον διάσημο -και ενίοτε καλοπληρωμένο- παίκτη. Η ευκαιρία του ανώνυμου να πάρει μια επίπλαστη ρεβάνς από τον σταρ. Με άλλα λόγια, «να ρεζιλεύουμε ό,τι ζηλεύουμε». Ο οπαδός ταυτίζεται με τον παίκτη, δηλαδή με τον «στρατιώτη» της κοινής «εκστρατείας» για νίκη, επιτυχία. Δεν ταυτίζεται με τον επαγγελματία που διεκδικεί κάτι καλύτερο για τον εαυτό του ή απλώς την τήρηση των όρων του συμβολαίου του.
Γιατί ο οπαδός αρέσκεται να παριστάνει τον «κέρβερο» που προστατεύει το ταμείο της (όποιας) ΠΑΕ; Μήπως επειδή ευελπιστεί ότι η διοίκηση, χαρούμενη με τα 250.000 ευρώ που θα «φάει» από τον παίκτη, θα κάνει επιτέλους τη «μεταγραφή-βόμβα» των έξι εκατομμυρίων που εκκρεμεί εδώ και έξι χρόνια; Οχι ή τουλάχιστον όχι μόνο. Δεν νομίζω ότι τα κριτήρια του οπαδού άπτονται κυρίως συλλογισμών που αφορούν στα οικονομικά της ομάδας. Ο οπαδός ηδονίζεται στη σκέψη ότι τάσσεται με τον ισχυρό πόλο της νέας διαμάχης! Σε αυτό έγκειται η εκδίκησή του. Είναι σαν να λέει στον παίκτη: «κατάλαβες, μάγκα, ότι εσύ είσαι προσωρινός και εγώ μόνιμος εδώ; Βλέπεις ότι και εσύ χάνεις στη ζωή; Κοίτα με, τώρα είμαι με αυτούς που σου κάνουν καψώνια. Με την ΠΑΕ».
Το δίκιο του επαγγελματία ποδοσφαιριστή-εργαζομένου, για τον οπαδό έχει ελάχιστη σημασία. Είναι σαν το δίκιο των αντίπαλων οπαδών που φωνάζουν γιατί η ομάδα τους ηττήθηκε με ανύπαρκτο πέναλτι. Μακάρι όλα αυτά να αφορούσαν αμιγώς ποδοσφαιρικούς-αθλητικούς κώδικες. Δυστυχώς, δεν είναι έτσι. Δεν ενσωματώνει μόνο την «εκδίκηση του ανώνυμου» ο οπαδός που χαίρεται όταν η ΠΑΕ εκβιάζει τον ποδοσφαιριστή, ώστε να παραγραφούν οι υποχρεώσεις της απέναντί του. Εχει κάτι -και, δυστυχώς, πολύ- από έναν συγκεκριμένο τύπο ανθρώπων. Αυτών που πασχίζουν να ζήσουν με 700 ευρώ, δεν τολμούν να ζητήσουν το παραμικρό από τον εργοδότη τους κι ανοίγουν το στοματάκι τους είτε για να βλαστημήσουν τη μοίρα τους είτε για να γελάσουν χαιρέκακα. Πότε να γελάσουν; Οταν ακούν ότι οι «προνομιούχοι» των 1.400 ευρώ του τάδε κλάδου χάνουν το 40% της μελλοντικής τους σύνταξης ή υποχρεώνονται να προσφέρουν απλήρωτη επιπρόσθετη εργασία. Αυτό είναι το χειρότερο.