Δεν νομίζω ότι στον κόσμο υπάρχει σχολή γενικών διευθυντών ποδοσφαίρου. Οι περισσότεροι γενικοί διευθυντές είναι πρόσωπα που έχουν εμπορικό αισθητήριο, ξέρουν ποδόσφαιρο και βασίζονται σε ένα τιμ συμβούλων για να πάρουν τις αποφάσεις τους. Οπότε, αν ο Γιάννης Χρυσικόπουλος μάθει την τέχνη, θα τη μάθει με «on the job training», που λένε οι Αμερικανοί ή «στου κασίδη το κεφάλι», που λέμε εμείς.

Οσοι ξέρουν τον Χρυσικόπουλο έχουν να λένε ότι είναι ένας πενηντάρης, μορφωμένος, συμπαθής άνθρωπος με ικανότητες στα οικονομικά. Στην ερώτηση αν ανέλαβε τη θέση του Γιώργου Λούβαρη έπειτα από πίεση του Σωκράτη Κόκκαλη ή από φιλοδοξία οι απόψεις επίσης συμπίπτουν: «Και τα δύο». Και όταν τον ρωτάς αν έχει γνώμη για το πώς τα πηγαίνει με τη νέα του ιδιότητα, η απάντηση είναι «Τους λέει να περιμένουν για να τον κρίνουν στο τέλος». Μια συνταγή καταστροφής.

Πρώτον, γιατί σε καμία επιχείρηση δεν κρίνεται κάποιος στο τέλος. Για να το γράψω καλύτερα, κανένας επιχειρηματίας, αν βλέπει την επιχείρησή του να πηγαίνει άσχημα, δεν θα κάτσει να περιμένει το τέλος. Ιδιαίτερα αν είναι ο Σωκράτης Κόκκαλης, που με τους προπονητές και όχι μόνο έχει δείξει ότι τα περιθώρια ανοχής του είναι ανύπαρκτα. Το έχει δείξει κατ' επανάληψη με τους προπονητές, αλλά το έχει δείξει και με στελέχη, όπως με την Ελισσάβετ Λύρα, την οποία πριν από οκτώ χρόνια είχε παρουσιάσει ως υπεύθυνη επικοινωνίας και γενική κουμανταδόρισσα του Ολυμπιακού, για να την εξαφανίσει με το επάρατο εξαφανιζόλ.

Στη θεωρία όμως της κρίσης στο τέλος, εκτός από τους προέδρους, ο Χρυσικόπουλος θα βρει αντιμέτωπους τους οπαδούς και τον Τύπο. Ο οπαδός που το πρωί παίρνει την εφημερίδα του να ενημερωθεί θέλει να διαβάσει κάτι να γίνεται. Δεν θέλει να τα βλέπει όλα να γίνονται στο τέλος και, ακόμα περισσότερο, να περιμένει κάτι να γίνει και να του χαλάει. Προς απόδειξη του πρώτου θα αναφέρω την προτελευταία χρονιά του Γιώργου Βαρδινογιάννη στον Παναθηναϊκό, όταν είχε αποφασίσει να ανακοινώσει όλες μαζί τις μεταγραφές. Παίκτες εμφανίστηκαν, αλλά το καλοκαιρινό momentum οπαδών που διατηρείται με τα καθημερινά νέα είχε χαθεί. Οπως και την περσινή χρονιά στον Παναθηναϊκό, όταν ο Βέλιτς, υπακούοντας στην εντολή του Γιώργου Βαρδινογιάννη για μυστικότητα, ξενέρωσε τους οπαδούς με την έλλειψη ειδήσεων που είχε φανεί και στα εισιτήρια.

Το μεγάλο όμως «no», είναι το να μοιράζεις σωστά και σε όλους τις πληροφορίες, αλλά να δείχνεις μεγαλύτερη αισιοδοξία απ' αυτή που πρέπει. Στον Χρυσικόπουλο συνέβη με τον Ντούντα αλλά και με τον Ντούσερ. Εκτός, λοιπόν, που άνευ λόγου εμφανίζεται αποτυχημένος, «κρεμάει» και τους ρεπόρτερ της ομάδας του. Γιατί αν το έλεγε ο ίδιος, «Κλείνουμε τον Ντούσερ, λέει ο Χρυσικόπουλος», το λάθος δικό του. Οταν, όμως, «το λένε στον Ολυμπιακό», ακόμα και όλοι αν καταλαβαίνουν ότι είναι ο Χρυσικόπουλος, το λάθος «χρεώνεται» ο ρεπόρτερ. Απλά πράγματα, που δυστυχώς δεν υπάρχει μια σχολή να τα διδάξει, ούτε και κάποιος συγγραφέας να γράψει το «Εκπαιδεύοντας τον ''Χρύσι''».


Πριν από δύο χρόνια είχα πάει στη Βραζιλία. Μπήκα στο αεροπλάνο, έκανα την αλλαγή μου στη Ρώμη, πέταξα ένα ακόμα δωδεκάωρο και με το καλό κατέβηκα στο Σάο Πάολο. Φυσικά καταλαβαίνω ότι το όνομά μου είναι πιο βαρύ από του Ριβάλντο, αλλά απευθύνω μήνυμα στις αεροπορικές εταιρείες. Μην κάνετε διακρίσεις. Αν ο επιβάτης είναι ένας Ελληνας μεγαλοδημοσιογράφος ή ένας άσημος εργάτης του ποδοσφαίρου, δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται διαφορετικά. Το γράφω γιατί αυτό το «Αργησε ο Ριβάλντο επειδή είχε πρόβλημα με τα εισιτήρια» με άγγιξε στο θέμα της ισότητας.

Τώρα, αν απλώς ο Ριβάλντο ξηγήθηκε μουσαντέ και η διοίκηση της ΑΕΚ έκανε την ανάγκη φιλοτιμία και υποκρίθηκε ότι το πιστεύει, μπορεί να έχει την παρηγοριά ότι δεν είναι η μόνη. Μόνο που εκεί τελειώνει η παρηγοριά. Γιατί αν ο παίκτης ξέρει ότι η ομάδα του έχει νέο προπονητή και τον γράφει για να επιμηκύνει της διακοπές του, η αρχή δεν είναι καλή. Επίσης, η περσινή εμπειρία είναι χειρότερη. Γιατί όταν στους πανηγυρισμούς του ηθικού πρωταθλήματος η ΑΕΚ άφησε τους ποδοσφαιριστές να κάνουν ό,τι θέλουν και να αποφασίζουν αν θα παίξουν ή δεν θα παίξουν τα play off, το αποτέλεσμα ήταν οι εμφανίσεις του τέλους και η «τεσσάρα» από τον Παναθηναϊκό που κατέστρεψαν το κλίμα. Η άποψη δεν είναι δική μου, αλλά μελών της ομάδας του Νικολαΐδη.

Σε άλλες ενωσίτικες ειδήσεις την περασμένη εβδομάδα στο MG έκανε την εμφάνισή του ο ζωντανός, μαζί με τον Κώστα Νεστορίδη, θρύλος της ΑΕΚ, Γρηγόρης Ψαριανός. Φορώντας μια καλαίσθητη βερμούδα που επέτρεπε να φαίνονται τα δουλεμένα από τους αγώνες και την κυτταρίτιδα γόνατά του, με ένα ριχτό ριγέ πουκάμισο α λα Μαρίζα Κωχ και με το ύφος του ανθρώπου που πρέπει να φέρει τις αμαρτίες των Ελλήνων στο μυαλό και μισή μπουκάλα βότκα στο στομάχι, ο Γρηγόρης έβγαλε ένα σκαμπό έξω από το μαγαζί και κάθισε στο στυλ που κάθονται οι πορτιέρηδες των στριπτιζάδηκων της Συγγρού. Ο Γρηγόρης ήπιε μια γουλιά από το ποτήρι του. Ηπιε δεύτερη γουλιά από το ποτήρι του. Ηπιε τρίτη γουλιά από το ποτήρι του. Ηπιε τέταρτη γουλιά από το ποτήρι του διπλανού του. Προτού όμως αρχίσει και πίνει τα ποτά όλων των πελατών, ένας νεαρός σταμάτησε το αυτοκίνητό του και άνοιξε την πίσω πόρτα. Από το πίσω κάθισμα έβγαλε μια σακούλα που έγραφε «Ιζόλα» και την παρέδωσε στον ηγέτη του Εθνους. Ο ηγέτης τη στρίμωξε στο πίσω κάθισμα του ιδιωτικού του Forester. Παρατήρησε ότι τον κοιτούσα παράξενα. «Ναι, ρε Πανούτσο. Τα παίρνω και εγώ από τη Siemens. Γράψ' το. Αν έχουμε φτάσει στο σημείο η Siemens να πληρώνει τον Ψαριανό, πού πηγαίνει αυτή η χώρα;». Ο ηγέτης σκαρφάλωσε στο σκαμπό (ένα πάντα εντυπωσιακό θέαμα) και με ένα απροσδιόριστο σωματικό ήχο συνέχισε να πίνει.

Φυσικά το υποτιθέμενο καλαμπούρι του Ψαριανού για τη Siemens αντικείμενο είχε να αποσπάσει την προσοχή μου από το πραγματικό σκάνδαλο. Το σκάνδαλο Ιζόλα που συνταράζει τον πολιτικό μας κόσμο. Με τη Siemens δυστυχώς έξω απ' το παιχνίδι, ο πολιτικός μας κόσμος, σαν τον Θόδωρο Ζαγοράκη, έπρεπε να βρει νέους χορηγούς. Επειδή όμως η τελευταία βαριά βιομηχανία που έχει μείνει στην Ελλάδα είναι μία που φτιάχνει μανταλάκια, αδίστακτοι εκπρόσωποι του μικρού κεφαλαίου δωροδοκούν τους πατέρες του Εθνους με ό,τι βρίσκεται. Ο ένας παίρνει μια τσάντα με τσιμούχες ψυγείων της Ιζόλα. Ο άλλος ένας κουτί με γκροβεράκια. Ο τρίτος πέντε σακούλες με χύμα Klinex. Σύμφωνα με πληροφορίες του κοινοβουλευτικού ρεπορτάζ, οι πατέρες του Εθνους σκέφτονται κάθε Σάββατο πρωί να βγάζουν πάνω σε τσουλί ό,τι τους έχουν δώσει στα σκαλοπάτια του Συντάγματος και να το πουλάνε.

Κάπου εκεί κοντά βλέπω να κάθεται και ο Κώστας Αντωνίου. Η διαπραγμάτευση της μεταγραφής του Καρακατσάνου στον Ηρακλή ξεκίνησε από τα 40 χιλιάρικα και κατέληξε στα 30 και το ΦΠΑ. Η μεταγραφή του Κλέιτον από τη Λάρισα δύο φορές πήγε να χαλάσει στις λεπτομέρειες ενώ ο Πηλαδάκης και ο Βγενόπουλος τα είχαν βρει. Θα πει κάποιος: «Μπράβο στον Κώστα, που σκέφτεται τα συμφέροντα της ομάδας», και σε κάποιο βαθμό θα έχει δίκιο. Αλλά εκτός από την οικονομία υπάρχει και η μούρη. Παναθηναϊκός, πολυμετοχικός και καμαρωτός είσαι, ρε γαμώτο, και δεν τραβολογιέσαι μπας και πάρεις τα 40 των περήφανων μπατίρηδων του Ηρακλή.

Ανεξάρτητα όμως από το πώς σε λένε, δεν είναι ανάγκη και να σε πιάνουνε κορόιδο. Κάπου κοντά στην κοροϊδία έχει φτάσει η ιστορία με τη μεταγραφή του Τζεμπούρ. Δυόμισι εκατομμύρια και Ν' Ντόι όχι ο Τζεμπούρ δεν κοστίζει, αλλά ούτε ο θρυλικός Ούρκο Πάρντο σε καλή χρηματιστηριακή του μέρα. Δικαίωμα βέβαια του Τσακίρη είναι να ζητάει τα δυόμισι και τον Ν' Ντόι, δικαίωμά του να ζητήσει και τρία καράβια πατατάκια και τον «Big Papa» για να τα τρώει και να κάνει κρίτσι κρίτσι να τον νανουρίζει, αλλά, με το φτωχό μου το μυαλό, πάνω από 1,2 δεν θα έδινα για τον Τζεμπούρ ούτε αν είχε πέσει επιδημία στα παγκόσμια φορ.


Iδιαίτερα δεν θα έδινα τέτοια λεφτά για τον Τζεμπούρ, αν είχα για φορ τον Βαγγελάκη τον Μάντζιο. Με το χέρι στην καρδιά, ακόμα και αν ήταν ο Τσακίρης που θα πούλαγε τους παίκτες, ποιος στοιχίζει πιο ακριβά, ο Τζεμπούρ ή ο Μάντζιος; Δαγκωτό στον δεύτερο. Φτάνει όμως να κάτσει και να δουλέψει και λίγο, γιατί την αμαρτία μου τη λέω, μόνο στεγνός από την προπόνηση δεν δείχνει.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube