«Κάναμε τον απολογισμό του τελευταίου Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος μέσα σε κλίμα αγάπης, συνεργασίας και κατανόησης». Βασίλης Γκαγκάτσης έφα. Και τα συμπεράσματα; «Ολα εντάξει, είμαστε ευχαριστημένοι, όλα πήγαν καλά...» έφα ο Τοπαλίδαρος. Οπότε πού είναι το πρόβλημα; Κυρίες φύγαμε για το Euro, κυρίες γυρίσαμε, και όποια κυρία θέλει να κουνηθεί να πάει παρακάτω. Μόνο που μέσα στον καταγάλανο ουρανό υπάρχουν και κάποια ενοχλητικά συννεφάκια.
Πρώτο συννεφάκι. Αν για τέσσερα χρόνια ο Οτο Ρεχάγκελ απαιτούσε να προπονεί μόνος του την Εθνική, τώρα τι έγινε και η διοίκηση της ΕΠΟ αποφασίζει ότι πρέπει να προσλάβει τιμ μάνατζερ και γυμναστή τερματοφυλάκων; Το ζήτησε ο Ρεχάγκελ και η διοίκηση της ΕΠΟ ικανοποίησε το αίτημα; ή μετά το ταξίδι στην Αυστρία είδαν ότι είχαν κάνει πατάτα που άφησαν τα πάντα στον Γερμανό; Από τον Γερμανό, βέβαια, καμία βοήθεια, αφού δεν μιλάει, ούτε βρίσκει ότι έχει λόγο να μιλήσει στη χώρα των ραγιάδων που ήρθε.
Δεύτερο συννεφάκι. «Ολα εντάξει, και ευχαριστημένοι είμαστε», που λέει και ο Τοπαλίδης, αλλά μήπως θα έπρεπε να είμαστε λιγότερο ευχαριστημένοι από την παρουσία μας στην Αυστρία; Οχι μόνο την αγωνιστική, ιδιαίτερα στο ματς με τη Σουηδία, αλλά την εξωαγωνιστική. Γιατί και σαν πρόεδροι την ψυχραιμία τη χάσαμε στο επεισόδιο με τον δημοσιογράφο στο ξενοδοχείο, και σαν παίκτες αντί να ασχολούμαστε με τα ματς κάναμε την επισκόπηση του Τύπου, και σαν προπονητές χαρίσαμε απλόχερο γέλιο. Με τη συγκλονιστική εμφάνιση μετά το πρώτο ματς όταν ο Ρεχάγκελ πλακωνότανε με τον δημοσιογράφο στα Γερμανικά και στο τέλος σηκώθηκε και έφυγε χωρίς να δεχθεί άλλες ερωτήσεις. Το ξέρω πως μας ζηλεύουνε που κερδίσαμε το Euro του 2004 και γράφουνε όλες τις κακολογίες, αλλά τόση πια ζήλεια που μια μικρή ομάδα πήρε Κύπελλο; Και γιατί δεν ζηλεύανε τόσο του Δανούς όταν το είχαν πάρει; Επειδή είναι ξανθομπάμπουρες;
Τρίτο συννεφάκι. Το ξέρω ότι στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου έχουμε να αντιμετωπίσουμε υπερδυνάμεις. Και να μην το ήξερα το έμαθα όταν το είπε στο ραδιόφωνο της «ΕΡΑ Σπορ» ο Γιώργος Κοκκολάκης στη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Ο δημοσιογράφος τον ρώτησε αν είναι ευχαριστημένος για την πορεία της Εθνικής Νέων και ο Κοκκολάκης είχε απαντήσει «Προκριθήκαμε από τον πρώτο γύρο αντιμετωπίζοντας υπερδυνάμεις όπως το Λουξεμβούργο». Εντάξει, ας πούμε ότι ο Κοκκολάκης το είπε χρησιμοποιώντας το κλισέ, αλλά ας μην το γελάμε. «Κάθε αντίπαλος είναι επικίνδυνος», δεν πρέπει να λέμε; Πόσω μάλλον το Λουξεμβούργο που θα θέλει να κερδίσει την ευρωπρωταθλήτρια του 2004… Ας πούμε, όμως, ότι το κερδίζουμε. Κερδίζουμε και τη Λετονία και τη Μολδαβία (που θέλουν πολύ να διακριθούν) και κερδίζουμε την Ελβετία και το Ισραήλ (που θέλουν να διακριθούν λιγότερο γιατί είναι καλύτερες ομάδες) και πάμε στα τελικά του Μουντιάλ έχοντας περάσει όλους τους λυσσασμένους. Θα μας μιλάει τότε ο Ρεχάγκελ ή ακόμα θα κρατάει μούτρα;
Μία από τις σημαντικότερες απώλειες στην τελευταία μετακόμιση ήταν το αγαλματάκι από τις τηλεοπτικές βραβεύσεις της σεζόν 2002-03. Ηταν το μαραφέτι που πάντα έβαζα στην πόρτα για να την κρατάει και να μη την κοπανάει ο αέρας. Νομίζω ότι είχαμε πάρει και ένα δεύτερο, αλλά πρέπει να το έχω χάσει. Το καλύτερο αντί για βραβείο για να μη χτυπάνε οι πόρτες είναι μια σαγιονάρα. Την ακουμπάτε στο πάτωμα στο κλείσιμο και η πόρτα δεν κοπανάει. Τέλος πάντων, ό,τι έχετε από τα δύο –και δεν είμαι βέβαιος αν στην Ελλάδα υπάρχουν περισσότερες σαγιονάρες από τηλεοπτικά βραβεία– χρησιμοποιήστε το γιατί αυτή την εποχή με τα μελτέμια η ανοιχτή πόρτα τραβιέται. Αλλά όλοι για αυτά δεν ζούμε; για τα βραβεία και τα λεφτά; Και όσοι –όχι πάντα, αλλά κάπου κάπου– τα γράφουνε είναι οι χειρότεροι εχθροί της πιάτσας. Ισχύει και στην τηλεόραση και στο ποδόσφαιρο.
Ρε συ, Μπάγεβιτς, κάνε τους μια χάρη. Βγες και πες τους κάτι που να τους βολεύει. Πες ότι έφυγες επειδή σου τη σπάσανε που δεν σε αφήσανε να πάρεις τα λεφτά του Βαρδινογιάννη, πες ότι την κοπάνησες επειδή θέλεις να είσαι ελεύθερος αν ο Μελισσανίδης πάρει την ΑΕΚ, πες τους αυτό που θα τους κάνει να συνεχίζουν να πιστεύουν ότι όλοι είναι σαν τα μούτρα τους. Το μόνο που να μην κάνεις είναι να συνεχίζεις να λες ότι έφυγες επειδή δεν ήθελες να πάρεις το κρίμα στον λαιμό σου να χαλάσεις την καριέρα ενός 24χρονου παίκτη.
Γιατί το μόνο που είναι δύσκολο να δικαιολογήσεις στη ζωή είναι ότι όλοι δεν είναι σαν τα μούτρα σου. Οτι υπάρχουνε και 10 άνθρωποι που όταν τη δούνε πολύ την αδικία σε μια στιγμή μπαίνουνε στη θέση του αδικημένου και λένε το προβλεπόμενο «Αντε και γεια χαρά σας, μάγκες». Και γράφουνε το αφεντικό, όπως είχε κάνει ο Μπάγεβιτς το 2005 όταν παραιτήθηκε χωρίς αποζημίωση από τον Ολυμπιακό. Οπως έκανε και τώρα όταν στράβωσε με την ιστορία του Αβραάμ, που του είπανε να βάλει στον πάγο το παλικάρι επειδή δεν υπέγραφε καινούργιο συμβόλαιο. Τόσο πια πονάει ότι μπορεί να υπάρχει ένας άνθρωπος που κάποια στιγμή να γράφει τα φράγκα και την εξασφάλιση μπροστά στην αδικία; Και ρωτάω εγώ με το φτωχό μου το μυαλό: Ας πούμε ότι ο Μπάγεβιτς έμενε και ας πούμε ότι έβαζε τον Αβραάμ στη ναφθαλίνη. Με τι μούρη θα διέταζε τους ποδοσφαιριστές του να κάνουν τούτο και κείνο; Τι θα έλεγε στα αποδυτήρια; «Σιωπή τώρα γιατί θα σας μιλήσει ο τσάτσος των αφεντικών»;
Ανάμεσα στα προβλεπόμενα ηλίθια υβριστικά mail στη γραμμή «Ναι, τα γράφεις για να πάει ο Παπαδόπουλος στην Αθήνα» πήρα και ένα ιδιαίτερα αξιόλογο από τον αναγνώστη Γ. Λ. από τη Θεσσαλονίκη. Ο οποίος γράφει ότι δύο ανθρώπους δεν άντεξε μια κατηγορία Ελλήνων. Τον Ντούσαν Μπάγεβιτς και τον Κώστα Σημίτη. «Η αποτελεσματικότητά τους εκνεύρισε. Η συγκρότησή τους χλευάστηκε ως ψώνιο και μεγαλομανία. Η στήριξή τους από το υγιές κομμάτι του κόσμου, που βρήκε αντίστοιχη και στο σοβαρό κομμάτι του Τύπου, χαρακτηρίστηκε ''στήριξη από τους μεγάλους''», γράφει ο αναγνώστης. «Τους εκτιμώ, γιατί ο ένας όταν του έλεγαν μην τα βάζεις με το Χριστόδουλο, χάνουμε ψήφους, επέμεινε, και ο άλλος παραιτήθηκε από τον Ολυμπιακό πετώντας την αποζημίωση στα μούτρα», συνεχίζει, καταλήγοντας ότι και οι δύο αντιμετώπισαν της ίδιας κατηγορίας αντιπάλους. Εδώ θα συμπληρώσω μια πολύ συγκεκριμένη κατηγορία. Τους ανθρώπους που στην πολιτική και στον αθλητισμό δεν κουράζονται να επαναλαμβάνουν «εμείς οι Ελληνες ποτέ δεν θα γίνουμε άνθρωποι». Γιατί τρέμουν ότι μια μέρα μπορεί και να γίνουμε. Και τότε αυτοί τι θα απογίνουν;
Δεν αναφέρομαι σε όσους κάνουν κριτική. Κανένα δημόσιο πρόσωπο δεν είναι υπεράνω κριτικής, και άνθρωποι που έμειναν στο προσκήνιο δύο δεκαετίες είναι φυσικό να έχουν κάνει μισό κουβά λάθη. Ο Σημίτης είναι υπεύθυνος της παντοδυναμίας της πλουτοκρατίας. Ο εγωισμός του Μπάγεβιτς να αποδείξει ότι στο βάθος οι ΑΕΚτσήδες τον αγαπάνε οδήγησε την ΑΕΚ στον διχασμό της εποχής του Μάκαρου. Διάθεση και μνήμη να έχει κάποιος και γράφει βιβλίο με τα λάθη και των δύο. Η αδικία όμως είναι να κατηγορείς τον άλλον για κάτι που όχι ότι δεν έχεις στοιχεία να το υποστηρίξεις, αλλά αμφιβάλλω αν κι ο ίδιος μπορούσε να το σκεφτεί.
Κάποιος σήμερα δεν θα έχει γράψει ότι «Είδε ο Σέρβος την καρέκλα του Ρεχάγκελ να τρίζει και την κοπάνησε από τον Αρη»; Αλλος ένας δεν θα έχει γράψει ότι «Τώρα που ο Μελισσανίδης θα πάρει την ΑΕΚ ο Μπάγεβιτς έφυγε από τον Αρη για να πάει στη Φιλαδέλφεια καβάλα στο κίτρινο (από το γράψε-γράψε κιτρίνισε) άλογο»; Θα το γράψουν επειδή μιλάνε με τον Μπάγεβιτς ή έστω με κάποιον δικό του που να μπορεί να ξέρει τέτοια πληροφορία; Ούτε με τον σκύλο του δεν μιλάνε. Και γιατί το γράφουν; Μήπως και τον κοντύνουν.
Oι Ιάπωνες λένε «το δάχτυλο που εξέχει πρέπει να κόβεται». Το λένε γιατί πρέπει να υπάρχει ισότητα μέσα στην κοινωνία. Στην Ελλάδα όμως έχουμε μια κατηγορία ανθρώπων που επειδή είναι κοντύτεροι και από το μικρό το δαχτυλάκι θέλουν να τα κόψουν όλα σύρριζα. Αν το πετύχουν θα έχει μείνει μόνο η παλάμη για να μουτζωνόμαστε.