Πολλές φορές, στην αρθρογραφία, ενώ δουλεύεις ένα θέμα στο μυαλό σου για να το μεταφέρεις αργότερα στο χαρτί, ένα απρόσμενο γεγονός κερδίζει το ενδιαφέρον σου ή παρατηρείς κάτι -εντελώς τυχαία- και ο αρχικός σχεδιασμός σου ανατρέπεται. Κάτι τέτοιο συμβαίνει με το κείμενο που σήμερα διαβάζετε. Αυτό που είχα στο νου μου να γράψω ήταν ένα είδος απολογισμού του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος. Εναν απολογισμό που δεν θα είχε να κάνει ούτε με τα οικονομικά στοιχεία, ούτε με τα στατιστικά στοιχεία της αγωνιστικής δραστηριότητας.

Θα ήταν ένας απολογισμός που θα στηριζόταν κυρίως στην εντύπωση που μου δημιούργησε το αγωνιστικό πρόσωπο της διοργάνωσης. Μιας διοργάνωσης, στην οποία νομίζω ότι εκείνο που την έκανε να ξεχωρίζει ήταν το γεγονός ότι όλες οι ομάδες μπορούσαν να χάσουν. Μία τέτοια διαπίστωση, αν έχει βάση, σημαίνει ότι και το θέαμα που προσφέρεται είναι καλύτερης ποιότητας εφόσον δεν υπάρχουν, δεν κυριαρχούν, οι βεβαιότητες των φαβορί. Θέλω να πιστεύω -πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί και να κάνω λάθος- ότι αυτό το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα έδωσε μία απάντηση σε όλους εκείνους που υποστήριζαν ότι το ποδόσφαιρο των συλλόγων θα μετέβαλλε σιγά σιγά τα τουρνουά των εθνικών ομάδων σε αναχρονισμό.

Ισως να το «τραβάω» λίγο μακρύτερα, αλλά αν το ποδόσφαιρο των εθνικών ομάδων αντιπροσωπεύει το κράτος-έθνος και οι μεγάλοι σύλλογοι τις πολυεθνικές επιχειρήσεις της παγκοσμιοποίησης, τότε φαίνεται ότι το κράτος-έθνος δεν καταρρέει με το πέσιμο των συνόρων, αλλά «αναπροσαρμόζεται» και μπαίνει στην αρένα του ανταγωνισμού, πληρώνοντας βέβαια το σχετικό τίμημα (οι μεγάλες αποζημιώσεις που μπορεί να πληρώσουν οι εθνικές ομοσπονδίες στους συλλόγους αν τραυματιστεί κάποιος ποδοσφαιριστής, η ευρεία εμπορευματοποίηση των εθνικών συμβόλων και χρωμάτων, η χορήγηση της υπηκοότητας σε ποδοσφαιριστές που έρχονται από άλλες χώρες κ.ά.).

Σε περίπτωση που συνεχίσω τη σκέψη μου ίσως περάσω σε άλλο θέμα, αν και θεωρώ ότι εκείνο που παρατήρησα και το οποίο με έκανε να μεταθέσω το άρθρο για τον απολογισμό έχει σχέση μαζί του. Κοιτώντας τα πρωτοσέλιδα των αθλητικών εφημερίδων, λοιπόν, της Δευτέρας, την επομένη του τελικού του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, διαπίστωσα ότι η νίκη της Ισπανίας ήταν κεντρικό θέμα μόνο στη «SportDay» (αυτή τη φορά, γιατί σε άλλες περιπτώσεις στο παρελθόν και αυτή η εφημερίδα δεν διαφοροποιήθηκε). Σε όλες τις άλλες εφημερίδες, βασικό θέμα ήταν οι πληροφορίες για τους μεταγραφικούς στόχους των μεγάλων κυρίως ελληνικών ομάδων.

Αυτός ο ελληνοκεντρισμός, που προκύπτει και από την έλλειψη ενδιαφέροντος των περισσοτέρων για το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα μετά τον αποκλεισμό της Εθνικής ομάδας, δείχνει πρώτα από όλα μία στενότητα οριζόντων, μία άμυνα, μία δειλία για το «άλλο», το διαφορετικό, το ξένο, μία άγνωστη ανοιχτή θάλασσα... Ο τρόπος που οπαδοί, δημοσιογράφοι και παράγοντες του παιχνιδιού προσεγγίζουμε το σύγχρονο ποδόσφαιρο είναι χαρακτηριστικός. Με τις υπερβολές μας και τις ανεπάρκειές μας. Με τον υποβιβασμό όλων όσων συμβαίνουν αλλού στα δικά μας μέτρα. Αυτή η περίφημη κατηγορία προς ξένους ποδοσφαιριστές και προπονητές που δεν «προσαρμόζονται στην ελληνική πραγματικότητα» τι νομίζετε ότι είναι;

Μας ενοχλεί που οι άλλοι δεν γίνονται σαν κι εμάς, δεν λειτουργούν όπως εμείς, δεν σκέφτονται όπως εμείς. Δεν μας ενδιαφέρει να αντιγράψουμε τα «καλά» τους, να πάρουμε από εκείνους όσα μπορούν να προσαρμοστούν στη -μικρού μεγέθους- ελληνική πραγματικότητα. Μας αρέσει να κολυμπάμε στη λίμνη μας, στην οποία ξέρουμε τα νερά, παρά να τολμήσουμε να ανοιχτούμε στο πέλαγος. Από τα τόσα στοιχεία που έχουν τα ξένα πρωταθλήματα, εμείς επιλέξαμε να «νομιμοποιήσουμε» το πριμ που θα μπορεί να δώσει μία ομάδα σε μία άλλη, προκειμένου να κερδίσει έναν ανταγωνιστή της. Τέτοια ευρύτητα οπτικής.

Οι ιδέες του Πλατινί

Eίναι αλήθεια ότι πολλοί ήταν εκείνοι που έξω από τα προσωπικά συμφέροντά τους πίστεψαν ότι η ανάδειξη του Πλατινί στην προεδρία της ΟΥΕΦΑ θα μπορούσε να φέρει καινούργια πράγματα στο παιχνίδι. Να το ανανεώσει διοικητικά και οργανωτικά και οι αλλαγές αυτές να λειτουργήσουν ως ώθηση και για αγωνιστικές αλλαγές που θα κάνουν το παιχνίδι ελκυστικότερο και -γιατί όχι- εμπορικότερο και ακόμα πιο προσιτό. Τόσο ως θέαμα όσο και ως προσωπική αθλητική δραστηριότητα. Βέβαια, αυτό το δεύτερο σκέλος εναπόκειται κυρίως στις πρωτοβουλίες και τις ενέργειες των εθνικών ομοσπονδιών και η δική μας για κάτι τέτοιες ενέργειες δεν δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Επιστρέφω, όμως, στον Πλατινί και σε κάποια από τα σχέδιά του που έχουν γνωστοποιηθεί. Ενα από αυτά που έχει σχέση με τη διοργάνωση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος αφορά τη ριζική αλλαγή της διεξαγωγής της τελικής φάσης, στην οποία θα παίρνουν μέρος 24 ομάδες. Νομίζω ότι η πρόταση αυτή, αν υιοθετηθεί, θα σημάνει περισσότερα παιχνίδια για τη διοργάνωση, γεγονός που μπορεί να φέρει στην ΟΥΕΦΑ περισσότερα έσοδα, αλλά θα επιβαρύνει με ακόμα περισσότερα παιχνίδια τους ποδοσφαιριστές. Συχνά αυτό το επιχείρημα χρησιμοποιεί η ευρωπαϊκή συνομοσπονδία στην αντιπαράθεσή της με τους συλλόγους όταν γίνεται λόγος για την καταπόνηση των ποδοσφαιριστών.

Ενα δεύτερο στοιχείο της συμμετοχής 24 ομάδων στην τελική φάση δεν θα κάνει τον ανταγωνισμό πιο σκληρό, αλλά είναι μάλλον πιθανότερο να ρίξει την ποιότητα των συμμετεχόντων. Το άνοιγμα μεταξύ ισχυρών και αδύνατων θα διευρυνθεί και κάτι τέτοιο δεν νομίζω ότι θα βοηθήσει στην παραγωγή καλύτερου θεάματος. Ενα τρίτο στοιχείο για τη διεξαγωγή του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος στο μέλλον αφορά τη σκέψη του Πλατινί να διεξάγεται πριν από την έναρξη των πρωταθλημάτων, τον Αύγουστο. Πάνω στα τελειώματα της προετοιμασίας ή στην έναρξη κάποιων πρωταθλημάτων όπως το αγγλικό, το γαλλικό ή το γερμανικό. Και αυτό υποτίθεται ότι θα συμβάλλει στη μικρότερη καταπόνηση των ποδοσφαιριστών και την ποιοτική βελτίωση της διοργάνωσης. Μήπως, Μισέλ, να το ξανασκεφτείτε λιγάκι;

Ο ποδοσφαιριστής ως εργαζόμενος

Τα νέα χαρακτηριστικά που έχει αποκτήσει το ποδόσφαιρο, ιδιαίτερα στο υψηλότερο επίπεδό του, εντάσσουν τους αμειβόμενους ποδοσφαιριστές στον κλάδο της βιομηχανίας του θεάματος, που έχει πολύ συγκεκριμένα γνωρίσματα. Ενα από αυτά έχει να κάνει με τις πολύ υψηλές αμοιβές των ποδοσφαιριστών -πάντα όταν αγωνίζονται στο υψηλότερο επαγγελματικό επίπεδο που φυσικά είναι διαφορετικό σε κάθε χώρα- αλλά και τον περιορισμένο χρόνο «επαγγελματικής» ζωής που φτάνει γύρω στα 15 χρόνια τις περισσότερες φορές.

Αυτή η διαφορετικότητα του είδους της επαγγελματικής απασχόλησης δεν σημαίνει ότι ο ποδοσφαιριστής, ως εργαζόμενος, δεν έχει υποχρεώσεις αλλά και δικαιώματα που καθορίζονται μέσα στο πλαίσιο των νόμων που διέπουν την επαγγελματική σχέση του. Αυτό δεν αποκλείει το γεγονός ορισμένοι ποδοσφαιριστές, όπως τώρα ο Αβραάμ Παπαδόπουλος, να αντιμετωπιστούν περίπου ως «οικόσιτα» από οπαδούς και παράγοντες, που ανήκουν σε εκείνη την ομάδα ανθρώπων που θεωρούνται αήττητοι.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube