Ακούω από προχθές που τελείωσε ο τελικός του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος και διαβάζω σε αρκετά κείμενα που αναφέρονται στο συγκεκριμένο παιχνίδι για τη δίκαιη κατάκτηση του τίτλου από τους Ισπανούς. Ο γράφων δεν πιστεύει ότι η δικαιοσύνη έχει να κάνει με το παιχνίδι -η εξέλιξη του οποίου πολλές φορές καθορίζεται από κάποιο παιχνίδισμα της τύχης- αλλά με την ικανότητα.
Ομως, ακόμη και ο πιο ικανός μπορεί μια στιγμή να χάσει τη συγκέντρωσή του ή μια ημέρα να μην αποδώσει όσο καλά χρειάζεται για να κερδίσει -για διάφορους λόγους- και να δώσει έτσι την ευκαιρία σε έναν κατώτερο αντίπαλο να προχωρήσει. Το γεγονός παρατηρείται πολύ συχνά σε τουρνουά αυτής της μορφής, όπου ο ανταγωνισμός για την ανάδειξη του καλύτερου γίνεται με παιχνίδια νοκ άουτ και όχι με την κλασική μορφή ενός πρωταθλήματος όλοι εναντίον όλων. Σύστημα που είναι δικαιότερο.
Αλλωστε, πολλές φορές στο ποδόσφαιρο ο καλύτερος ή μάλλον αυτός που παίζει ωραιότερα και πιο θεαματικά -επιλογή που ευχαριστεί τον θεατή- μένει εκτός τίτλου. Αν σε ένα παιχνίδι εκείνο που έχει μεγαλύτερη σπουδαιότητα για τον θεατή είναι το θέαμα, τότε το άδικο είναι να μην κερδίζει τον τίτλο εκείνος που παίζει πιο θεαματικά. Υπάρχουν δύο κλασικές περιπτώσεις στην ποδοσφαιρική ιστορία, η Ουγγαρία στο Παγκόσμιο Κύπελλο του ’54 και η Ολλανδία στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974. Βέβαια, από τον καιρό που το παιχνίδι άρχισε να εμπορευματοποιείται με γοργό ρυθμό και το αποτέλεσμα απόκτησε προφανή οικονομική σπουδαιότητα, ο τρόπος παιχνιδιού άρχιζε να αλλάζει και να προσανατολίζεται στην επίτευξη της νίκης με κάθε μέσο. Επιλογή που «σκότωσε» το θέαμα. Ακόμη και στα παιχνίδια των εθνικών ομάδων.
Είναι ίσως χαρακτηριστικό ότι η αγγλική ομοσπονδία χάνει -την επόμενη τετραετία- γύρω στα 150 εκατομμύρια ευρώ από έσοδα χορηγών, τηλεοπτικών δικαιωμάτων και merchandising (πωλήσεις αντικειμένων σχετικών με την εθνική ομάδα π.χ. μπλούζες, κασκόλ κ.ά.) εξαιτίας του αποκλεισμού της Αγγλίας από το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα. Επί της ουσίας, τώρα.
Οι αντιρρήσεις μου περί δικαιοσύνης στο παιχνίδι δεν σημαίνουν ότι οι Ισπανοί δεν άξιζαν να κατακτήσουν τον τίτλο. Ηταν οι καλύτεροι σε όλη τη διάρκεια του τουρνουά, ήταν καλύτεροι από τους Γερμανούς στον τελικό, έκαναν αποτελεσματικότερη διαχείριση του υλικού τους, καλύτερη οικονομία δυνάμεων, έπαιξαν πιο έξυπνα, πιο ορθολογικά αν θέλετε -από κάποιους αντιπάλους τους-, δεν υπήρξαν άτυχοι και τέλος μπορούσαν αποτελεσματικότερα από κάθε άλλον να παντρέψουν τον ορθολογισμό με τη φαντασία, χωρίς να επιτρέψουν στο ένα χαρακτηριστικό να κυριαρχήσει πάνω στο άλλο.
Ολοι γνωρίζαμε ότι αυτή η ισπανική ομάδα είναι μία ομάδα με πολύ μεγάλη συγκέντρωση ταλέντου. Νεαροί, τεχνίτες, γρήγοροι και εξελίξιμοι, αντί να μπουν στο γήπεδο και να κάνουν ένα παιχνίδι θεαματικό και φουλ επίθεση, επέλεξαν την ισομερή κατανομή θεάματος και αποτελεσματικότητας, επίθεσης και ελέγχου του παιχνιδιού, τρόπος ο οποίος δείχνει τη σοφία και την ωριμότητα αυτής της ομάδας.
Οι Γερμανοί είναι μία ομάδα που παίζει με αφόρητο ορθολογισμό, έναν πραγματισμό που πολλές φορές γίνεται απωθητικός -σε ό,τι αφορά τον θεατή που επιζητεί το θέαμα-, αλλά είναι ιδιαιτέρως αποτελεσματικός. Αυτό ίσως τους κάνει και κάπως απωθητικούς στις προτιμήσεις των φιλάθλων, αν μάλιστα συνυπολογίσουμε ότι ήταν οι θύτες της Ουγγαρίας το '54 και της Ολλανδίας 20 χρόνια μετά. Ομως, τώρα πια και άλλοι μπορούν να μιμηθούν το βασικό τους χαρακτηριστικό και να μπολιάσουν το παιχνίδι τους με επιπλέον στοιχεία που δεν είχαν ποτέ οι Γερμανοί. Ετσι, όπως φάνηκε και προχθές, βρίσκονται δύο βήματα τουλάχιστον μπροστά. Και φυσικά κερδίζουν το Κύπελλο.
Η αλλαγή του πολιτικού
Είναι το κορυφαίο θέμα πολιτικών συζητήσεων των ημερών με αφορμή την υπόθεση με το μαύρο χρήμα της Siemens. Οι εκτιμήσεις των περισσότερων ή και η επιθυμία τους είναι οι αποκαλύψεις που θα γίνουν -αν τελικά δεν υπάρξει μία συμφωνία των δύο μεγάλων κομμάτων για συγκάλυψη- να οδηγήσουν σε αυτό που ονομάζουν «αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού».
Ωραία φράση που επί της ουσίας δεν σημαίνει τίποτε. Απλώς θα γίνει ένα λίφτινγκ των χαρακτηριστικών και των πρωταγωνιστών του δικομματισμού -π.χ. αλλαγές ονομάτων στα κόμματα, αλλαγές στις ηγεσίες και στα πρόσωπα των ηγετικών ομάδων, αλλαγές σε επίπεδο διακηρύξεων- τέτοιες που να μοιάζουν «δραστικές», αλλά που στην ουσία θα διασφαλίζουν τη συνέχεια λειτουργίας του συστήματος και τη διατήρηση της εξουσίας των εξωθεσμικών κέντρων του πολιτικού συστήματος. Οι επιχειρηματίες, οι τράπεζες και το μεγάλο κεφάλαιο θα συνεχίζουν να καθορίζουν τις βασικές κατευθύνσεις σε όλους τους τομείς της ζωής μας. Το γεγονός ότι η υπόθεση αυτή δεν πρόκειται να έχει στο πολιτικό σκηνικό καταλυτικές επιδράσεις φαίνεται και από τις προτάσεις που γίνονται για τις ρυθμίσεις του ζητήματος της χρηματοδότησης των κομμάτων.
Ολες οι προτάσεις δεν συγκλίνουν στο ενδεχόμενο της ποινικοποίησης της «εισφοράς» επιχειρήσεων και επιχειρηματιών σε πολιτικούς και κόμματα, αλλά στη νομιμοποίησή τους. Ολοι ομολογούν ότι είναι καιρός να νομιμοποιηθεί πλέον αυτό που γίνεται κρυφά -δηλαδή παράνομα- από κόμματα και πολιτικούς. Μία παρανομία που γίνεται κατ’ επανάληψη, αλλά για την οποία θυμίζω ότι κανείς δεν θα τιμωρηθεί, μία παρανομία που δεν έχει αποκαλύψει κανένας ελεγκτικός μηχανισμός από όσους προσχηματικά έχει δημιουργήσει το δικομματικό σύστημα. Δεν είναι μάλιστα και λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι η νομιμοποίηση του μαύρου χρήματος είναι θετικό στοιχείο, παραγνωρίζοντας μία σειρά ζητημάτων.
Οπως, για παράδειγμα, τι σημαίνει κάτι τέτοιο για τη φυσιογνωμία και τον χαρακτήρα των κομμάτων, γιατί να χρηματοδοτούνται τα κόμματα από τον προϋπολογισμό όταν δέχονται «εισφορές», τι δεσμεύσεις θα επιφέρουν αυτές οι εισφορές στα κόμματα και πόσο ανατρέπεται η συνταγματική αρχή περί ισότητας της ψήφου. Γι’ αυτά τα ζητήματα, φυσικά, δεν πρόκειται να γίνει καμία κουβέντα.
Βιβλία για το καλοκαίρι
Είναι ένα από τα πράγματα που με ενοχλούν, αλλά αποτελούν και διαδεδομένη πρακτική στη δημοσιογραφία. Είναι αυτή η καθιερωμένη ετήσια παρουσίαση των «βιβλίων για το καλοκαίρι». Μία συνήθεια που έχει τις ρίζες της στο παρελθόν, όταν οι άνθρωποι είχαν περισσότερο χρόνο για διάβασμα το καλοκαίρι, όταν διάβαζαν περισσότερο και όταν το μάρκετινγκ του βιβλίου άρχιζε να κάνει τα πρώτα του βήματα και να προτείνει τις νέες του εκδόσεις που είχε προγραμματίσει να κυκλοφορήσουν αυτή ακριβώς την εποχή, ώστε να γίνουν μία καταναλωτική ανάγκη όπως η πετσέτα παραλίας, το αντηλιακό, το καπέλο και δεν ξέρω τι άλλο. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο κύριος όγκος της εκδοτικής παραγωγής έχει προσανατολιστεί από τον Οκτώβριο μέχρι τον Δεκέμβριο -λίγο πριν από τις γιορτές- και πριν από το καλοκαίρι. Αυτή η πρακτική καταδικάζει βιβλία που κυκλοφόρησαν έξω από τις περιόδους αιχμής και βιβλία που κυκλοφόρησαν προηγούμενες χρονιές και δεν είχαν την ευκαιρία να προβληθούν, την ώρα που δημιουργείται μία στρεβλή αντίληψη για τον «χρόνο ανάγνωσης». Το θέμα έχει να κάνει και με τη διαμόρφωση των αναγνωστικών συνηθειών και επιλογών, επειδή η μεγάλη πλειονότητα όσων αγοράζουν βιβλία δεν το κάνουν πια πηγαίνοντας και ψάχνοντας σε βιβλιοπωλεία.