Στα αμερικανικά καζίνο υπάρχει μία αρχή. Οταν το τραπέζι ενός γκρουπιέρη του μπλακ τζακ χάνει για περισσότερες μέρες από όσες επιτρέπει ο νόμος των πιθανοτήτων, ο ντίλερ παίρνει πόδι. Το αν ο ντίλερ στήνει το παιχνίδι για φίλους του και παίρνει μερίδιο ή είναι απλώς γκαντέμης, είναι αδιάφορο. Απλώς η διεύθυνση του καζίνο δεν μπορεί να παίρνει το ρίσκο. Το ίδιο ισχύει και στο ποδόσφαιρο. Αν κάποιος παίκτης κάνει κραχτά λάθη, το αν τα κάνει από ανικανότητα, γκαντεμιά ή εσκεμμένα, παίζει ελάχιστο ρόλο. Το θέμα είναι ότι τα ανεπίτρεπτα λάθη γίνονται και επειδή στη σχέση διοίκησης-ποδοσφαιριστή πρέπει να υπάρχει απόλυτη εμπιστοσύνη, ο μόνος δρόμος είναι το «διαζύγιο». Από τη στιγμή που η σχέση Παναθηναϊκού-Νασίφ Μορίς κλονίστηκε μετά τα τέσσερα γκολ από τον ΟΦΗ και η σχέση Ολυμπιακού-Σέζαρ μετά το ματς με την ΑΕΚ, το γιατί και το πώς έχουν ελάχιστη σημασία. Αυτό όμως που έχει μεγάλη σημασία είναι ο τρόπος του χωρισμού. Ο τρόπος πρέπει να δείχνει και τη δυσαρέσκεια, για να καταλάβουν όσοι μένουν ότι αν βρεθούν στην ίδια θέση, θα πρέπει να ψάχνουν για χαρτοκιβώτιο να βάλουν τα πράγματά τους. Ο Παναθηναϊκός με τον τρόπο που χώρισε με τον Μορίς έστειλε το μήνυμα. Στον Ολυμπιακό προσπαθούν να βγάλουν από τη μύγα ξίγκι και να βρούνε αγοραστή για τον Βραζιλιάνο. Πιθανόν η τακτική τους να αποφέρει κάποια ευρώ, θα στοιχίσει όμως επικοινωνιακά, δείχνοντας ότι πάνω απ' όλα για τη διοίκηση του Ολυμπιακού είναι τα φράγκα.
Η περίπτωση του Δημήτρη Παπαδόπουλου είναι εντελώς διαφορετική. Υπάρχουν φυσικά ανόητοι που πιστεύουν ότι ο Παπαδόπουλος χάρισε το πιάσιμο του πέναλτι στον φίλο του τον Αντωνάκη. Είναι οι ίδιοι ανόητοι που επιμελώς ξεχνάνε ότι ο Παπαδόπουλος ήταν εκείνος που εκτέλεσε τον Νικοπολίδη στο ματς του Καραϊσκάκη μετά την πάσα από τον Σαλπιγγίδη. Αλλά πέραν των συνηθισμένων ανόητων που πιστεύουν ότι και οι παίκτες έχουν τη δική τους αρρώστια, υπάρχει και η πραγματικότητα. Ο Παπαδόπουλος, μετά την πολυτάραχη ανανέωση του συμβολαίου του, ελάχιστα καλά ματς έπαιξε με τον Παναθηναϊκό. Κατά τη γνώμη μου, ως αποτέλεσμα της μεγάλης μουρμούρας για τα λεφτά του συμβολαίου του. Το αποτέλεσμα ήταν σαφές και μπορούσε εύκολα να το δεις στο γήπεδο. Αντί να παίζει όπως κάθε φορ, που η κύρια δουλειά του είναι να σκοράρει, ο Παπαδόπουλος είχε εφεύρει μια νέα θέση: του φοροστόπερ. Προσπαθώντας να δείξει τη φιλοτιμία του με το τρέξιμο, ο Παπαδόπουλος, αντί να προσπαθεί να περάσει τα αντίπαλα στόπερ, έμοιαζε να προσπαθεί για να μην τον περάσουν.
Για εντελώς διαφορετικούς λόγους ο Παναθηναϊκός είχε δίκιο να λύσει τη συνεργασία του με τους δύο παίκτες. Η περίπτωση όμως του Παπαδόπουλου αφήνει και ένα επιμύθιο. Τα λεφτά πιάνουν τόπο, όταν αυτός που τα δίνει τα δίνει με την καρδιά του. Και με τις διαπραγματεύσεις με τον Γιάννη Γκούμα να συνεχίζονται, το επιμύθιο από το «διαζύγιο» με τον «Παπ» είναι ιδιαίτερα επίκαιρο.
«Η μπάλα στα πόδια του Σάμπρι και πρέπει να πούμε ότι η ΕΡΤ δεν έχει καμία ευθύνη για την πρωτοφανή περίπτωση του μπλακ άουτ της τηλεοπτικής εικόνας από την Ελβετία. Τον Σάμπρι κόβει ο Λαμ και πρέπει να επαναλάβουμε ότι η ΕΡΤ δεν έχει καμία σχέση με τα προβλήματα στη λήψη της εικόνας, για τα οποία μόνοι υπεύθυνοι είναι οι διοργανωτές. Οι Γερμανοί κατεβάζουν την μπάλα από τα αριστερά, αλλά θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η πτώση του τηλεοπτικού σήματος συμβαίνει σε ολόκληρη την Ευρώπη και δεν αφορά την ΕΡΤ». Εντάξει, την καταλαβαίνω τη σιγουριά ότι όλη η Ελλάδα εκείνη τη στιγμή μονολογούσε «κάποια μαλακία έκαναν πάλι στο κρατικό και τους έπεσε το σήμα», αλλά 10 φορές που μέτρησα να λένε ότι η ευθύνη είναι των Ελβετών δεν είναι κομμάτι υπερβολή; Και αυτό το «πρωτόγνωρο μπλακ άουτ σε μεγάλη διοργάνωση» τι το θέλανε; Μισή ώρα μαύρο είχε η έναρξη των Ολυμπιακών της Αθήνας. Και ήταν χαρά Θεού, όχι όπως στην Ελβετία που με την καταιγίδα έπεσε το ρεύμα.
Η νοοτροπία μας να προσπαθούμε να συμμαζέψουμε τα ασυμμάζευτα δεν έχει τελειωμό. Προσπαθούμε τώρα να πούμε ότι οι ομάδες που κατέκτησαν Ευρωπαϊκό Κύπελλο δεν πήγαν απαραίτητα καλά στο επόμενο. Φυσικά, όπως για παράδειγμα, η Γαλλία που μετά την κατάκτηση του Euro το 1984 δεν κατόρθωσε να προκριθεί στα τελικά του 1988. Μόνο που η φασαρία στην Ελλάδα δεν έγινε επειδή η Ελλάδα τερμάτισε τελευταία με μηδέν βαθμούς και ένα γκολ στον όμιλό της, αλλά για την απαράδεκτη εμφάνισή της στο ματς με τη Σουηδία, που τα στόπερ γύριζαν την μπάλα το ένα στο άλλο, σαν να έπαιζαν με τη Βραζιλία. Να προστεθεί ότι όταν μια ομάδα παίζει ελκυστικό ποδόσφαιρο και παίρνει αποτελέσματα, συγχωρείται τουλάχιστον από αυτούς που θέλουν επιτυχίες. Οταν η ομάδα ούτε ποδόσφαιρο παίζει ούτε αποτελέσματα παίρνει, πρέπει να είσαι ανόητος ή απατεώνας για να βρεις κάτι καλό να γράψεις. Ομως εμείς τα λέμε, εμείς τα ακούμε, γιατί ο Ρεχάγκελ μια χαρά είναι στη Γερμανία να το διασκεδάζει με τον Τοπαλίδαρο.
Οχι ότι και να ήταν εδώ θα έδινε συνέντευξη Τύπου για να εξηγήσει κάτι. Συνάδελφος από τη Γερμανία μού έλεγε χθες ότι πριν από 30 χρόνια, όταν ο Ρεχάγκελ είχε συναντήσει τον Λάτεκ τού είχε δηλώσει τον θαυμασμό του. Μετά είχε προσθέσει: «Αν εγώ είχα τις επιτυχίες που έχεις κάνει, δεν θα ξαναμιλούσα σε δημοσιογράφο». Και αναφερόταν σε Γερμανούς δημοσιογράφους, που σέβονται την ιδιότητά τους, και όχι Ελληνες, που στην πρώτη ευκαιρία φοράνε τη φουστανέλα και αβαντάρουν τους παράγοντες.
Το δημοσιογραφικό «κοκοκό» είναι όμως η χαρά του παράγοντα. Στο Euro του 2004, όταν είχε γίνει το «μπουλκουμέ» 2-2 της Σουηδίας με τη Δανία, είχαμε σκεφτεί με τον «Κάρπετ» να βάλουμε κουίζ, αν οι Ελληνες θα δέχονταν την Εθνική να στήσει ένα ματς για να πάρει το τρόπαιο. Κατά τη γνώμη μου, μια απόλυτα δεοντολογική ερώτηση, διότι δείχνει τον αριθμό των ανθρώπων που θα δεχόντουσαν ένα ματς αβαβά για τη διάκριση και τον αριθμό αυτών, που περισσότερο τους ενδιαφέρει ο τρόπος από το αποτέλεσμα. Αν θυμάμαι, τα ακριβή αποτελέσματα του γκάλοπ, περίπου το 60% θα δεχόταν ένα στημένο ματς για να προχωρήσει η Εθνική. Αυτό όμως που θυμάμαι σίγουρα είναι ότι στη μέση της εκπομπής, κάποιος από το κοντρόλ άρχισε να φωνάζει στα ακουστικά «παιδιά, πρέπει να σταματήσουμε το γκάλοπ». Στο διάλειμμα για τις διαφημίσεις ρωτήσαμε ποιο είναι το πρόβλημα. «Πήραν τηλέφωνο από την Πορτογαλία και είπαν ότι πρέπει να σταματήσουμε το γκάλοπ, επειδή ρωτάμε αν η Εθνική στήνει αγώνες». «Ποιος βλέπει το πρόγραμμα στην Πορτογαλία;». «Κανείς, αλλά τους το είπανε». Δεν είχαμε σταματήσει το γκάλοπ, αλλά το θέμα είναι άλλο: όταν κάποιος που η μοναδική του πληροφόρηση είναι η ρουφιανιά έχει τη δύναμη να παίρνει τηλέφωνο και να δίνει εντολές που εκτελούνται, γιατί στον σάντο Κάτσο θα σέβεται τους δημοσιογράφους, μια και οι ίδιοι δεν σέβονται τον εαυτό τους;
Επειδή όμως υπάρχει περίπτωση κάποιος να πει ότι αυτά που γράφω ανήκουν στην αρχαία ιστορία, να πάμε στη νεότερη. Φέτος η ΕΡΤ είχε τα δικαιώματα των αγώνων του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού. Οι ομάδες ζήτησαν από την ΕΡΤ να γίνεται το ρεπορτάζ των πάγκων από συγκεκριμένους ρεπόρτερ της εμπιστοσύνης τους. Φυσικά, η απαίτηση έγινε δεκτή. Θα πείτε «παντού έτσι δεν γίνεται;». Οχι και μέγα λάθος! Οταν ήμουνα στο Mega και η ΕΠΟ είχε αντίρρηση για τον «Κάρπετ», η απάντηση του γίγαντα Στραβελάκη ήταν ότι το κανάλι πληρώνει για τους αγώνες και επιλέγει ποιοι θα τους παρουσιάσουν και όχι το αντίστροφο. Οταν πριν από δύο χρόνια ο Γιάννης Βαρδινογιάννης είχε πει ότι θα βγάζει στη σέντρα κάθε δημοσιογράφο του οποίου θεωρεί το ρεπορτάζ του λάθος και είχε αναφερθεί στον Πάνο Βόγλη ονομαστικά, κανέναν από τον Alpha δεν έπιασε σύγκρυο για να αλλάξει ρεπορτάζ στον ΠΑΟ. Στην ΕΡΤ, όμως, ακόμα και για την «Αθλητική Κυριακή» ο Παναθηναϊκός είχε γνώμη επί του ποιος πρέπει να διαδεχθεί τον Τζακ Χατζηαθανασίου, επιλέγοντας τον Κώστα Αντωνίου.
Μη σκεφτείτε όμως «έτσι ήταν πάντα το κρατικό». Εξαρτάται απόλυτα από το ποιος κάνει τα κουμάντα. Πριν από πέντε χρόνια είχαμε κάνει μια έκτακτη εκπομπή και ανάμεσα στους καλεσμένους ήταν ο Γιώργος Χελάκης. Εκεί που μιλάγαμε, ο φωτεινός ηγέτης πλακώνει ένα φιλιππικό «γιατί ο ΟΠΑΠ δίνει επιλεκτικά διαφήμιση στην ΕΡΑ ΣΠΟΡ». Μετά την εκπομπή πήρε τηλέφωνο ο Αγγελος Στάγκος: «Τώρα τι τον έφερες αυτόν, για να φωνάζει ότι δεν παίρνει διαφήμιση το ραδιόφωνο που μαζί δουλεύετε;». Αυτά όμως και τέλος. Παρά τη βαβούρα, ο Στάγκος ποτέ δεν μας είπε ποιους να καλούμε στο μέλλον.