Πριν από μια δεκαπενταετία, σε μία από τις περιοδικές φάσεις που βρισκόμουν πανί με πανί, ένας συνάδελφος μου είχε πει: «Τώρα που δεν έχεις λεφτά, μην ασχολείσαι πόσα χαλάς. Οταν βγάλεις λεφτά να σκέφτεσαι να κάνεις οικονομία». Η συμβουλή μού ήρθε στο μυαλό διαβάζοντας ότι η Ζάμαλεκ χρειάζεται να πληρώσει στον ΠΑΟΚ 990 χιλιάδες ευρώ για την υπόθεση Σικαμπάλα. Από εδώ και μπρος θα φανεί πόσο σοβαρή είναι η διοίκηση του Θοδωρή Ζαγοράκη.
Εχοντας πάρει 1 εκατ. ευρώ για τον Σικαμπάλα, άλλα τόσα από τη μεταγραφή του Φερνάντες, έχοντας πάρει 3,5 εκατ. ευρώ από τη μεταγραφή του Χριστοδουλόπουλου και έχοντας ελαφρύνει το ετήσιο μπάτζετ της ομάδας, ο πειρασμός για τη διοίκηση του Ζαγοράκη είναι σαφής. Να αγοράσει κάποιους ποδοσφαιριστές που θα ενθουσιάσουν τον κόσμο και θα κάνει την ομάδα ανταγωνιστικότερη. Θεωρητικά τίποτα το αρνητικό με την κίνηση, φτάνει να ξεκαθαρίσει κάτι. Για τον ΠΑΟΚ τι σημαίνει το «ανταγωνιστικός»; Σημαίνει ανταγωνιστικός σε ευρωπαϊκά μέτρα, σε μέτρα πρωταθλητισμού ή σε επίπεδο τοπικού ανταγωνισμού; Οι δύο πρώτες παράμετροι απορρίπτονται συνοπτικά. Για την Ευρώπη τα πέντε-έξι εκατομμύρια του ΠΑΟΚ είναι αστείο ποσό, αλλά και με τον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό να διαθέτουν 15-20 εκατομμύρια, ο ΠΑΟΚ δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τους δύο αντιπάλους του σε οικονομικό επίπεδο. Το ίδιο, αν και λιγότερο, ισχύει και για την ΑΕΚ, η οποία μπορεί να μην έχει την ευχέρεια να χώσει 10 εκατομμύρια για μεταγραφές, αλλά τα λεφτά του ΠΑΟΚ μπορεί να τα δώσει χωρίς να αδειάσει το ταμείο. Οπότε, ο μόνος πειρασμός για τον ΠΑΟΚ είναι να πάρει παίκτες ώστε να ανταγωνιστεί άμεσα τον Αρη.
Στην εσωστρεφή ποδοσφαιρική λογική της Θεσσαλονίκης το να περάσει ο ΠΑΟΚ τον Αρη για τους οπαδούς του δεν είναι μικρή υπόθεση. Τα τελευταία δύο χρόνια ο Αρης έχει καλύτερη ομάδα από τον ΠΑΟΚ και ο πανηγυρισμός για τις εκάστοτε νίκες του δείχνει περισσότερο την ικανοποίηση της ομάδας που νικά μία ανώτερή της. Το ζητούμενο, όμως, είναι ποιες είναι οι φιλοδοξίες των οπαδών του ΠΑΟΚ. Αν είναι μόνο να περνούν στη βαθμολογία τον Αρη, κανένα πρόβλημα. Λεφτά υπάρχουν, Βρύζας υπάρχει και παίκτες της μιας και των δύο χρήσεων υπάρχουν ακόμα περισσότεροι. Αν όμως η διοίκηση του ΠΑΟΚ έχει τη φιλοδοξία να παίξει με ίσους όρους με τα «μεγάλα παιδιά», ο μόνος δρόμος είναι αυτός της ανάδειξης δικών του παικτών. Να δοθεί η γραμμή στον Σάντος να στηριχθεί στον Αθανασιάδη ή όποιον άλλο πιτσιρικά έχει πιθανότητα αξιοποίησης και να υπάρξουν δυο-τρεις πεπειραμένοι Ελληνες παίκτες που να μπορούν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους, αν ένα ματς στραβώσει, για να μην προκύψει συντριβή. Το αν ο κόσμος μπορεί να περιμένει μια ομάδα να ωριμάσει, είναι το ρίσκο που πρέπει να πάρει η διοίκηση του Ζαγοράκη. Αν όμως της βγει; Δεν θα ξέρει τι έχει...
Δεν ξέρω τι κάνει στην Τουρκία ο Σωκράτης Κόκκαλης. Οπως δεν ξέρω τι έκανε στην Αμερική πριν πάει στη Μύκονο. Το μόνο που ξέρω είναι ότι με το μοντέλο Χρυσικόπουλου ο Ολυμπιακός επέστρεψε στην προ-Ιβιτς εποχή, όταν κάθε μεταγραφή του Ολυμπιακού διαρκούσε ίσαμε τρία συνέδρια της OPEC. Την εποχή που για τον Λούβαρη μεγαλύτερος θρίαμβος δεν ήταν ποιον παίκτη πήρε, αλλά σε ποια τιμή τον αγόρασε. Η διαφορά ανάμεσα στην περσινή μεταγραφική σεζόν και τη φετινή είναι ότι πέρυσι ο Ιβιτς κινούνταν ξέροντας ότι έχει να χειριστεί ένα συγκεκριμένο μπάτζετ και φέτος ο Χρυσικόπουλος κινείται γνωρίζοντας την ανώτατη τιμή που μπορεί να αγοράσει ένα συγκεκριμένο παίκτη. Οποιος νομίζει ότι η διαφορά είναι αμελητέα, ας σκεφτεί τα αποτελέσματα. Μέχρι στιγμής οι παίκτες που έχει κλείσει ο Ολυμπιακός είναι ο Γκαλίτσιος, ο Παπαδόπουλος και ο Κόβατς, όλες επιλογές του Ιβιτς. Για προπονητή πήρε τον Βαλβέρδε, που ο Ιβιτς έψηνε από την εποχή που ήταν μάνατζερ στην ΑΕΚ. Εδώ ας προστεθεί κάτι. Πέρυσι, όταν η εξουσία είχε δοθεί στον Πέτρο Κόκκαλη και τον Ιβιτς, ο Σωκράτης είχε πει «μεγαλώσαμε και καιρός να αποσυρθούμε για να παρακολουθήσουμε τι θα κάνουν οι νέοι». Φυσικά οι νέοι μπορεί να μην πήγαν καλά, οπότε ο Σωκράτης έχει κάθε δικαίωμα να τους καταργήσει. Αλλά μόνο για να τους αντικαταστήσει με άλλους νέους, αφού ανάμεσα στο πέρυσι και το φέτος κανένας μας δεν έγινε νεότερος...
Το μόνο συμπέρασμα από τον Ολυμπιακό είναι ότι δεν μπορείς να διδάξεις σε γέρικα σκυλιά καινούργια κόλπα. Το συμπέρασμα, όμως, που βγαίνει από τον Παναθηναϊκό είναι ότι όταν έχεις καινούργιο σκύλο, δεν ξέρεις τι κόλπα θα σου κάνει. Το σκεφτόμουν διαβάζοντας αυτό που είπε σε «πηγαδάκι» ο Νίκος Πατέρας μετά την παρουσίαση του Τεν Κάτε. «Ο Γιάννης Βαρδινογιάννης είναι ευγενικός και έχει υπομονή. Εγώ είμαι πιο επιθετικός. Εχω να πω σε όποιον προσπαθήσει να χτυπήσει τον Παναθηναϊκό κάτω από το τραπέζι ότι θα με βρει μπροστά του». Ετσι λοιπόν και είσαι ανυποψίαστος, κάθεσαι και σκέφτεσαι ποιον είχε στο μυαλό του o «Big Papa» και τα έλεγε. Εντάξει, ο Μένιος στη συνέντευξη προσπάθησε να σκοτώσει τον μεταφραστή με μία ερώτηση που είχε επτά δευτερεύουσες προτάσεις. Αλλά όπως ήταν έτσι «put the cot down» η μετάφραση, κανένας δεν λυπόταν αν τον είχε ξεκάνει. Οσο για τους υπόλοιπους, ό,τι αδικήματα και να έχουν κάνει, που τα είχε καταγράψει στο Media Watch ο καημένος ο Αθανασόπουλος, παραγράφηκαν από την προεδρία Πατέρα. Οπότε η μόνη εξήγηση που μπορεί να δοθεί για την απειλή του «Big Papa» στους «όσους», είναι ότι έγινε για το στυλ. Το οποίο δεν είναι και το πλέον μαζεμένο. Φίλος που δουλεύει στη ναυτιλία μού έλεγε ότι όταν ο Πατέρας κατεβαίνει στο γραφείο του στον Πειραιά, νομίζεις ότι κατεβαίνει ο Αμερικανός πρεσβευτής και τον κυνηγάει ο Γιωτόπουλος. Με τρία συνοδευτικά και στη Μιαούλη ανάποδα.
Σε αυτό το σημείο να υπογραμμίσω ότι τίποτα απ' όσα γράφτηκαν δεν είχε σκοπό να δυσφημήσει το πρόσωπο του κ. Νίκου Πατέρα και να βλάψει την υπόληψη ή την επαγγελματική δράση του. Ακόμα περισσότερο των φίλων και συνεργατών του, όπως του κ. Ανδρέα Βγενόπουλου, που συμφωνώ και προσυπογράφω ότι η χορηγία που έδωσε στην ΠΑΕ ΠΑΟΚ ουδεμία σχέση είχε με τη μεταγραφή του ποδοσφαιριστή κ. Λάζαρου Χριστοδουλόπουλου, τον οποίο και αυτόν τιμώ και υπολήπτομαι, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο από τον κ. Βγενόπουλο. Αλλά έστω και με την προηγούμενη εξευτελιστική pipe, δεν νιώθω βέβαιος ότι δεν έχω γράψει κάτι που να σηκώνει αγωγή. Γιατί αν η ODEON μπόρεσε να κάνει αγωγή στον Γιάννη Ζουμπουλάκη επειδή δεν του άρεσε το «Μόλις χώρισα», κάθε Ελληνας μπορεί να κάνει αγωγή σε όποιον γουστάρει.
Τι έγραψε λοιπόν ο «Ζούμπο» και κονόμησε την αγωγή; Αποκάλεσε το έργο «λιλιπούτεια σαχλαμαρίτσα» και έγραψε ότι οι εταιρείες έχουν βρει τη συνταγή να προσλαμβάνουν τηλεοπτικές περσόνες που παίζουν τους εαυτούς τους, εξασφαλίζοντας μια πελατειακή–υπαλληλική σχέση. Βάζουν και ένα πιασιάρικο τραγουδάκι και η συνταγή κοπής εισιτηρίων είναι έτοιμη. Αυτά χοντρικά, αλλά όσο και να διάβασα το κείμενο, δεν διέκρινα άλλη αιχμή, που να υπονοεί κάτι το παράνομο ή αντιδεοντολογικό. Ο εκλεκτός συνάδελφος είπε απλά ότι το έργο ήταν σαχλαμάρα, προσθέτοντας ότι κόβει εισιτήρια. Αρα η κριτική του δεν μπορεί να έβλαψε τις πωλήσεις. Πιθανότατα γιατί ο κόσμος που διαβάζει Ζουμπουλάκη δύσκολα θα έβλεπε το φιλμ. Η ODEON, λοιπόν, ξηγιέται αγωγή. Θα την κερδίσει; Παρ' όλο που όλα τα έχω δει στα ελληνικά δικαστήρια, μου μοιάζει δύσκολο. Αλλά πιθανότατα πέτυχε τον σκοπό της. Οποιος στο μέλλον θα γράφει κριτική για ταινία της ODEON, θα είναι αδύνατον να μη σκεφτεί: «Προσεκτικά, να μην μπλέξουμε με τους μυστήριους». Η αυτολογοκρισία είναι πάντα αποτελεσματικότερη από τη λογοκρισία. Ακόμα και της χούντας.
Με τη μηχανή των αγωγών υπάρχουν δύο τρόποι αντίδρασης. Επιτέλους η ΕΣΗΕΑ να καταλάβει ότι δημοσιογραφία δεν είναι μόνο τα συντάξιμα και το ΤΣΠΕΑΘ και να μην περιοριστεί σε μία ακόμα διαμαρτυρία, αλλά να πάει σε απεργία ζητώντας αλλαγές στον νόμο περί Τύπου. Και χρειαζόμαστε διευθυντές και εκδότες των εφημερίδων που να μη δημοσιεύουν επανόρθωση με το που τους κάνει κάποιος «μπου». Αλλιώς σύντομα θα γράφουμε κριτική ματς και όλοι θα είναι διακριθέντες.