Στην Ελλάδα, περισσότερο από κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα -και ενδεχομένως περισσότερο από κάθε άλλη χώρα στον κόσμο-, κινούμαστε με απίστευτη ευκολία από το ένα άκρο στο άλλο. Από τις επευφημίες στο ανάθεμα. Από την απόλυτη καταδίκη στην πανηγυρική αθώωση. Αυτό το περίεργο πηγαινέλα, το συναντάμε σε μεγαλύτερη συχνότητα στον κόσμο των σπορ και ιδίως στο ποδόσφαιρο. Οταν μάλιστα ένα ζήτημα που αφορά το ποδόσφαιρο μπαίνει στην ατζέντα των δελτίων των 8 στην τηλεόραση, τότε είναι σίγουρο ότι η προσέγγισή του και η -όποια- ανάλυσή του θα γίνει με όρους τηλεθέασης.

Και αυτή η επιλογή θα το εξορίσει στη σφαίρα της γελοιότητας. Οπως την Κυριακή το βράδυ, με το σκηνικό που έστησε το δελτίο ειδήσεων του ΑΝΤ1 με τον Νίκο Αλέφαντο. Οταν τα πράγματα πάνε άσχημα, όλοι μπορούν να φωνάζουν και να επιρρίπτουν ευθύνες «δικαιολογημένα». Το κακό αποτέλεσμα τους δίνει το δικαίωμα να το κάνουν. Φυσικά, ελάχιστοι είναι εκείνοι που σε ένα κακό αποτέλεσμα κάνουν την κριτική τους στις επιλογές των υπευθύνων, με το σκεπτικό να επισημανθούν τα λάθη και να μην επαναληφθούν.

Οι περισσότεροι κάνουν την κριτική ή πιο σωστά εκδίδουν καταδικαστικές αποφάσεις γιατί αυτό τους δίνει μία αίσθηση εξουσίας και μία αίσθηση δικαίωσης, επειδή αυτοί «τα έλεγαν, αλλά δεν τους άκουγε κανείς». Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην επιτυχία. Τότε θυμόμαστε ή προσπαθούμε να ανακαλύψουμε τι μας συνδέει με αυτούς που έχουν πετύχει, έτσι ώστε να πάρουμε ένα μερίδιο από αυτή την επιτυχία. Αυτό δεν έγινε όταν η Εθνική κέρδισε τον τίτλο στην Πορτογαλία; Την επιτυχία των παικτών τη θεωρήσαμε και δική μας επιτυχία. Τι γίνεται, όμως, τώρα; Γιατί η αποτυχία της Εθνικής δεν είναι και δική «μας» αποτυχία, αλλά μόνο δική «τους»;

Ο πρώτος λόγος έχει να κάνει με το γεγονός ότι η αποτυχία είναι κάτι δυσάρεστο και σε κανέναν δεν αρέσει να τη φορτώνεται. Ο δεύτερος έχει να κάνει με την κριτική που ακολουθεί την αποτυχία, η οποία δεν είναι καθόλου ευχάριστη όταν σε περιλαμβάνει. Ενας τρίτος, ο οποίος έχει να κάνει με την αθλητική μας παιδεία, είναι ότι δεν έχουμε μάθει να αντέχουμε και να διαχειριζόμαστε την ήττα στα σπορ. Για να δικαιωθεί ο Αλεξάντερ Γκομέλσκι, ο οποίος υποστήριξε: «Οι Ελληνες δεν αγαπούν τα ομαδικά σπορ, αλλά τις νίκες σε αυτά».

Στην εμφάνιση της Εθνικής μέχρι τώρα στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα έγιναν λάθη. Και γι’ αυτά τα λάθη κάποιοι έχουν ευθύνες. Ο προπονητής, πρώτος απ’ όλους. Η προσέγγισή του στο παιχνίδι με τους Σουηδούς ήταν εκτός κάθε ποδοσφαιρικής λογικής. Το αποτέλεσμα και κυρίως η κακή εμφάνιση σε συνδυασμό με την (απαράδεκτη) ενόχληση του Ρεχάγκελ και κάποιων ποδοσφαιριστών από την κριτική που τους έγινε -ενδεχομένως και υπερβολική ή κακόπιστη από κάποιους- έκανε το κλίμα πολύ βαρύ και δυσάρεστο. Και ένα τέτοιο κλίμα ευνοεί την εκφορά πολλών άστοχων τοποθετήσεων ή σχολίων, τα οποία πληγώνουν και θυμώνουν.

Στο παιχνίδι που ακολούθησε, με τους Ρώσους, οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές προσπάθησαν περισσότερο, αλλά ο προπονητής υστέρησε και πάλι. Συνυπολογίστε το γεγονός ότι αναγκαστήκαμε να παίξουμε με έναν τρόπο παιχνιδιού που δεν γνωρίζουμε απέναντι σε μία ομάδα που ήταν καλύτερη από εμάς. Η Εθνική έχει μάθει να παίζει με ένα συγκεκριμένο τρόπο, στον οποίο καθοριστικό ρόλο παίζει το πολύ υψηλό ποσοστό αξιοποίησης των -ελάχιστων- ευκαιριών που δημιουργούμε στην επίθεση. Οταν κάνουμε τρεις ευκαιρίες και δεν σημειώνουμε γκολ, είμαστε άτυχοι. Δεν μας περνάει από τον νου ότι είμαστε «λίγοι».

Το «βόλεμα» είναι εύκολη υπόθεση

Το ποδόσφαιρο δεν είναι μαγειρική. Να βρεις μία συνταγή και να την εφαρμόζεις επ’ άπειρον. Ο Ρεχάγκελ έκανε αυτό ακριβώς. Από το 2004 και μετά είχε μπροστά του τη συνταγή της Πορτογαλίας και με βάση αυτή διαχειριζόταν την Εθνική. Κανένας πειραματισμός, καμία ουσιαστική ανανέωση.

Ως προπονητής, ο Γερμανός είναι «κλειστός» και λόγω χαρακτήρα -με κάποιες αδικαιολόγητες εμμονές- και λόγω ηλικίας. Φοβάται να ρισκάρει, την ώρα που δεν παρακολουθεί την εξέλιξη του σπορ και βέβαια δεν παρακολουθεί -ως όφειλε να κάνει ένας ομοσπονδιακός- και τις μικρότερες Εθνικές ομάδες για να σχεδιάζει και να προετοιμάζει την ανανέωση. Η παραμονή του, λοιπόν, στον πάγκο είχε προδιαγράψει και την αγωνιστική συμπεριφορά της Εθνικής σε επίπεδο τακτικής.

Μόνο που αυτό που για τους αντιπάλους μας το 2004 ήταν ένας γρίφος που δεν ήξεραν πώς να τον αντιμετωπίσουν, τώρα είχε απάντηση. Ο Ρεχάγκελ, όμως, δεν μπορεί να ακολουθήσει πια τις αλλαγές. Και νομίζω ότι σε αυτή τη συνταγή του 2004 κόλλησαν και οι ποδοσφαιριστές, ελπίζοντας ότι το ψυχολογικό τους δέσιμο θα αρκούσε να για να βρεθεί η λύση, όταν τα πράγματα θα δυσκόλευαν ή όταν η πίεση θα μεγάλωνε. Πολλές φορές σε δηλώσεις τους κάποιοι ποδοσφαιριστές της Εθνικής υποστήριξαν ότι δεν είχαν κάτι να αποδείξουν, εννοώντας ότι δεν ήταν υποχρεωμένοι να ξαναπάρουν τον τίτλο για να αποδείξουν ότι τον άξιζαν το 2004. Και είχαν δίκιο.

Ηταν, όμως, υποχρεωμένοι να υπερασπιστούν αυτό που υπήρξαν. Πρωταθλητές. Και αυτό δεν το έκαναν. Η κριτική, το έγραψα και πριν, δεν είναι ευχάριστη υπόθεση, όταν είσαι στόχος της. Ομως θα πρέπει και κάποιοι ποδοσφαιριστές να συνειδητοποιήσουν ότι η απόδοσή τους δεν μπορεί να είναι υπεράνω κριτικής. Φυσικά, το ποιος λέει τι έχει πάντα σημασία. Θυμάμαι μια ιστορία που έλεγε κάποτε ο Χατζιδάκις. Ηταν νέος συνθέτης, μόλις είχε πάρει το Οσκαρ, είχε μεθύσει με την επιτυχία και μιλούσε κάπως αλαζονικά στη γνωστή παρέα του «Ζόναρς».

Τότε κάποια στιγμή ο Γκάτσος, σπάζοντας τη σιωπή του, του είπε: «Σκάσε, Μά-νο». Ο Χατζιδάκις έλεγε ότι το ποιος θα σου πει αυτό το «σκάσε» έχει σημασία. Οπως και το αν θα έχεις την ωριμότητα και τη γενναιότητα να το ακούσεις και να το καταλάβεις.

Το κόστος της κρίσης

Ο υποκριτικός χαρακτήρας της δημοκρατίας και όχι μόνο της ελληνικής φαίνεται και από τον απόηχο του απορριπτικού δημοψηφίσματος στην Ιρλανδία. Εκείνο που πρωτίστως απορρίφθηκε δεν ήταν το -απαράδεκτο- περιεχόμενο της συνθήκης της Λισσαβώνας, το οποίο δεν έχει διαβάσει ούτε ο Ιρλανδός πρωθυπουργός (όπως ο ίδιος ομολόγησε), αλλά το σκεπτικό πάνω στο οποίο οικοδομείται η Ευρώπη. Ενα σκεπτικό που γεμίζει με φόβο για το αύριο όλο και περισσότερους Ευρωπαίους, οι οποίοι βλέπουν τις ανισότητες να μεγαλώνουν με εντυπωσιακό ρυθμό και την περιθωριοποίηση να «καταπίνει» όλο και περισσότερους.

Οι πολίτες αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται για ένα παιχνίδι «στημένο», όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καλεί τις κυβερνήσεις να ενισχύσουν τα χαμηλότερα εισοδήματα, αλλά απαγορεύει δημοσιονομικές αποκλίσεις. Σε μία εποχή, μάλιστα, κατά την οποία οι περισσότερες κυβερνήσεις περικόπτουν δαπάνες του προϋπολογισμού που έχουν να κάνουν με τη στήριξη πολιτικών δημόσιου και κοινωνικού χαρακτήρα. Την ώρα που παρέχουν όλο και περισσότερες φοροαπαλλαγές στα υψηλά εισοδήματα και το μεγάλο κεφάλαιο.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube