Πόσα κοινά μπορούν να υπάρχουν ανάμεσα στον Χαβιέ Σαβιόλα και τον Θανάση Τσίγκα; Φαινομενικά κανένα. Πέρα από τις προφανείς τους διαφορές, που έχουν να κάνουν με την εθνικότητα, τη σωματοδομή, τις απολαβές, τις ποδοσφαιρικές παραστάσεις κ.λπ., κ.λπ., δεν νομίζω ότι θα έχουν ποτέ και οι δυο στο βιογραφικό τους την ομάδα «Παναθηναϊκός». Διότι ο πρώτος δεν θα καταδεχτεί ποτέ να έρθει και τον δεύτερο δεν καταδεχτήκαμε ποτέ να του δώσουμε την ευκαιρία να δείξει αν αξίζει να παίξει σ' αυτή την ομάδα ή όχι.
Σέβομαι απεριόριστα τους επιθετικούς που κάνουν αυτό που απαιτεί η θέση τους - ανεξάρτητα από όνομα, προέλευση ή προηγούμενη ομάδα: αυτούς που σκοράρουν. Με τη σπάλα, με το σβέρκο, με το καλάμι, με το δεξί κωλομέρι, δεν με ενδιαφέρει. Οποιος ενδιαφέρεται αποκλειστικά για τύπους που κάνουν τα πάντα με απαράμιλλο στυλ, ας παρακολουθούν επί 90 λεπτά τους ράφτες του «Μπέρμπερις» και όχι τους ποδοσφαιριστές. Δεν νομίζω να υπήρξε έστω κι ένας οπαδός της Μπάγερν Μονάχου που να χαλάστηκε φέτος, επειδή ο Λούκα Τόνι πέτυχε τα μισά του γκολ με τη χάρη που έχει κατσίκι αν του φορέσεις παγοπέδιλα και τον ρίξεις σε πίστα πατινάζ, σε περιγραφή Αλέξη Κωστάλα. Και δεν έχω γνωρίσει ούτε έναν άνθρωπο που να εκτιμά τόσο πολύ τους λεπτούς τρόπους και τα ντελικάτα αγγίγματα στην μπάλα του Ελντερ Ποστίγκα, ώστε να μη τον νοιάζει ο μέσος όρος του σε γκολ κάθε χρονιά, ο οποίος αγγίζει τα όρια του στατιστικού λάθους.
Ο Χαβιέ Σαβιόλα είναι ένας από τους πιο αδικημένους ποδοσφαιριστές στην Ευρώπη. Χωρίς να ξέρει κανείς τα πώς και τα γιατί, ξαφνικά θεωρήθηκε περιττός στην Μπαρτσελόνα, παρ' όλο που τα γκολάκια του τα έβαζε με τη σέσουλα κι άρχισε να παραχωρείται δανεικός δεξιά κι αριστερά, οπουδήποτε αλλού, εκτός από την ομάδα στην οποία ανήκε και η οποία τον πλήρωνε πλουσιοπάροχα - παρόμοια τύχη είχε κι ο επίσης χαρισματικός κι εξίσου αδικημένος Ρικέλμε, με τη διαφορά ότι ο δεύτερος ήταν σταθερά στη Βιγιαρεάλ, μέχρι που επίσης ανεξήγητα αποφάσισαν ότι δεν τους έκανε ο παίκτης που τους πήρε από το χεράκι και τους πήγε μέχρι τους «4» του Champions League. Ο Θανάσης Τσίγκας, είναι από τους πιο αδικημένους στην Ελλάδα. Ο Τσίγκας φυσικά δεν είναι Σαβιόλα, δεν έχει την κλάση του, τη φινέτσα του, την έκρηξη στη φάση που φέρνει τον Αργεντινό ένα βήμα μπροστά από τα στόπερ.
Είναι ένας παίκτης όμως που αποκτήθηκε από τον Παναθηναϊκό και ουσιαστικά δεν του δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να παίξει. Στα λιγοστά παιχνίδια που φιλοτιμήθηκαν να τον βάλουν, τη δουλειά του την έκανε. Κατά τα λοιπά, ήταν πάντα η πρώτη επιλογή στα έμψυχα ανταλλάγματα (πήγε στον ΠΑΟΚ όταν ο Παναθηναϊκός πήρε το Σαλπιγγίδη) ή στο «να μας αδειάσει τη γωνιά» όταν τον έστειλαν στο Περιστέρι.
Και τώρα ο Τσίγκας πάει στη Λάρισα ως έμψυχο αντάλλαγμα για τον Κλέιτον. Και ο Βγενόπουλος με τον Τεν Κάτε ζαχαρώνουν τον Σαβιόλα, τον ίδιο Σαβιόλα που σχεδόν τον παρακαλούσαν δύο χρόνια πριν ο ατζέντης και η ομάδα του να έρθει στον Παναθηναϊκό για έναν χρόνο κι εκείνος δεν ήθελε ούτε γι' αστείο να τ’ ακούει.
Αναρωτιέμαι πώς προσανατολίζεσαι σε έναν τόσο δύσκολο στόχο -δύο στόχους μαζί με τον Γκούντιονσεν- και ξεγράφεις τον Τσίγκα, έστω και ως τέταρτη ή πέμπτη επιλογή, έπειτα από μια χρονιά όπου όλοι σου οι επιθετικοί μαζί πλην Σαλπιγγίδη (Μανούτσο, Ποστίγκα, Ν’Ντόι, Παπαδόπουλος) δεν θα λέγαμε ότι έκαναν τα δίχτυα να σπαρταρίσουν από ρίγη συγκίνησης. Καταλαβαίνω την ανάγκη του κράχτη που θα κάνει τις κάρτες διαρκείας είδος υπό εξαφάνιση. Σέβομαι όμως και την ανάγκη του παίκτη που θα σκιστεί για την ομάδα και θα τα δώσει όλα για να αρπάξει τη μία και μοναδική ευκαιρία που θα του δοθεί. Καμιά φορά ο δεύτερος, αποδεικνύεται πιο χρήσιμος από τον πρώτο. Κι είναι αυτός, με τον οποίο θα ταυτιστεί ο οπαδός πολύ πιο εύκολα, απ' ό,τι με οποιονδήποτε Σαβιόλα του κόσμου τούτου.