Αν υπήρχε γνώση του αντιπάλου, θα παίζαμε περισσότερο από τη μεριά του Νίλσον και αντί για τον Καραγκούνη σε ρόλο αριστερού χαφ-επιθετικού θα αγωνίζονταν κάποιος που να μπορεί να κάνει μπούκες και ρήγματα –ο Γιαννακόπουλος π.χ, έστω και με ανάποδο πόδι θα ήταν πιο αποτελεσματικός. Επίσης, αν την ξέραμε, θα προσπαθούσαμε να πρεσάρουμε τους κεντρικούς αμυντικούς (όπως κάναμε με τους Νορβηγούς στην Αθήνα και το Οσλο) και θα παίζαμε με δύο φουνταριστούς, ώστε να μην περισσεύει παίκτης στη ζώνη τους και να κλείνει στον φορ. Τέλος –κι αυτό είναι το βασικότερο–, αν τους ξέραμε θα προσέχαμε πιο πολύ τον Βίλχελμσον, που πριν χτυπήσει μας δημιούργησε ένα σωρό ρήγματα και δεν θα τους αφήναμε να γυρίζουν την μπάλα ανενόχλητοι κοντά στην περιοχή του Νικοπολίδη.
Ξανά
Η Εθνική μας κόντρα στη Σουηδία δεν έπαιξε ούτε καν καταστροφικά: έπαιξε απλώς λάθος κι επί Ρεχάγκελ το ’χει ξανακάνει αυτό μόνο τρεις φορές. Με την Ουκρανία στην Αθήνα στα προκριματικά του Μουντιάλ, με τη Φινλανδία στο πρώτο ματς του Γερμανού, όταν και χάσαμε 5-1, και με την Ιαπωνία στο Confederation Cup, όταν και πάλι ουδείς γνώριζε τι ομάδα θα αντιμετωπίσουμε. Το μεγάλο πρόβλημα, κατά τη γνώμη μου, είναι κατά πόσο γνωρίζουμε τη Ρωσία. Εχω την υποψία ότι, επειδή όλοι μπήκαν στη λογική του πώς πρέπει να παίξει η ομάδα για να κερδίσει τα ματς (κλειστά, μαζεμένα, καταστροφικά), ουδείς έδωσε τη δέουσα προσοχή στον αντίπαλο: πιστέψαμε ότι βρέθηκε η τακτική που ταιριάζει σε κάθε περίσταση.
Καταστροφή
Αν η Εθνική προετοιμάστηκε για να παίξει αυτού του τύπου το ποδόσφαιρο που έπαιξε (?) εναντίον των Σουηδών, δεν υπάρχει σωτηρία ούτε απόψε. Και οι Ρώσοι μπορούν να μας νικήσουν όπως οι Σουηδοί, δηλαδή περιμένοντας και ψάχνοντας το λάθος που θα κάνει η δική μας άμυνα: για την ακρίβεια, όλοι μπορούν να μας νικήσουν αν εμείς δεν προσπαθούμε να τους φέρουμε σε δύσκολη θέση –παραλίγο στο πρόσφατο φιλικό να τον κάνουν οι Αρμένιοι, σκεφτείτε πόσο πιο εύκολο είναι το πράγμα για τους Ρώσους, που και προσχεδιασμένη ανάπτυξη έχουν και κομπίνες στις στημένες φάσεις και καλούς παίκτες. Το πρόβλημα, εν προκειμένω, είναι ότι θα αποδειχτεί εξίσου καταστροφικό κόντρα σε μια ομάδα του Γκους Χίντινκ και το αντίθετο, δηλαδή να παίξουμε με την άμυνα ψηλά, τρεις επιθετικούς και τον Κατσουράνη με τον Μπασινά να τρέχουν να μαζέψουν τα ασυμμάζευτα. Αν το να ξανακάνουμε ό,τι με τη Σουηδία είναι συνταγή ήττας, το να φτάσουμε στο άλλο άκρο εναντίον των Ρώσων είναι συνταγή καταστροφής.
Συνταγή
Τι χρειάζεται σήμερα είναι εύκολο να το πει κάποιος: χρειάζεται η συνταγή της Πορτογαλίας, η πραγματική όμως συνταγή και όχι το «μαϊμούδισμά» της. Η Ρωσία είναι ομάδα που θα παίξει για να κερδίσει –κι αυτή άλλωστε θέλει νίκη ελπίζοντας στην πρόκριση. Αν απέναντι στη δική τους θέληση αντιπαρατάξουμε τη δική μας, όπως συνέβη τότε στα ματς με τη Γαλλία, την Τσεχία και την Πορτογαλία, υπάρχει ελπίδα να τους βραχυκυκλώσουμε. Οτι μας υποτιμούν και δεν μας υπολογίζουν, το διαβάζεις στα βλέμματά τους. Οχι στα βλέμματα των Ρώσων, στα βλέμματα όλων. Η Ευρώπη μάς έχει ξεγραμμένους: χρειάζεται μια αντίδραση αληθινών ανδρών. Χρειάζεται να περάσουμε από το «δεν έχουμε τίποτα να αποδείξουμε» σε μια κατάθεση ψυχής: μόνοι μας και όλοι τους.
Αλλαγές
Δεν χρειάζονται θεαματικά ανακατέματα τις τράπουλας και πολλές αλλαγές στην ενδεκάδα. Το μεγάλο λάθος στο πρώτο ματς ήταν ότι αρνηθήκαμε να παίξουμε ποδόσφαιρο: ποδόσφαιρο είναι και να παίζεις άμυνα και να πρεσάρεις και να κυνηγάς κάθε μπάλα και να κυνηγάς κάθε στιγμή. Αυτά έλειψαν στο πρώτο ματς και δεν έφταιξαν μόνο το σχήμα ή οι τρεις στην άμυνα ή η μοναξιά του Γκέκα στην επίθεση. Αν υπήρχε μεγαλύτερη συγκέντρωση, πιο πολύ πάθος και λίγο παραπάνω κουράγιο, η Εθνική μπορεί να μην ενθουσίαζε τους τρίτους (ποτέ δεν το έκανε) αλλά θα είχε τουλάχιστον μια καλύτερη αγωνιστική συμπεριφορά. Θέλω να πω ότι, αν είναι να παίξουμε κατενάτσιο της αρκούδας κόντρα στη «ρωσική αρκούδα», αυτή τη φορά ας το κάνουμε σωστά. Με τους κατάλληλους παίκτες και τους κατάλληλους μηχανισμούς.
Μπίλιτς
Ελεγε χθες στην ελβετική τηλεόραση ο Μπίλιτς, προπονητής της εθνικής Κροατίας: «Στην άμυνα παίζουμε πότε με τρεις κεντρικούς αμυντικούς και πότε με δύο –ο Κόβατς ή παίρνει παίκτη ή βοηθά τη μεσαία γραμμή. Το 'καναν την προηγούμενη φορά οι Ελληνες». Ο Μπίλιτς προφανώς μελέτησε τον τρόπο που έπαιζε το 2004 ο Κατσουράνης και το κόπιαρε, το ίδιο περίπου κάνει στη Ρουμανία και ο Πιτούρκα με τον Κίβου. Οι άλλοι μας μελέτησαν, έμαθαν από μας: εμείς ξεχάσαμε σχεδόν τα πάντα, καταφεύγοντας σε απλοποιήσεις. Κόντρα στη σχηματική, ξεκούραστη, αλλά προβληματική σε νοοτροπία Ρωσία χρειάζονται τρέξιμο, πάθος, θετική σκέψη. Κυρίως όμως χρειάζονται ιδέες. Αυτό είναι που λείπει περισσότερο. Θυμάμαι στην Πορτογαλία τον Ζαγοράκη δεξί χαφ, τα μαν του μαν των πλάγιων μπακ στους αντίπαλους επιθετικούς, τις αλλαγές του Βρύζα με τον Χαριστέα στο κέντρο της επίθεσης, τις μετατοπίσεις του Κατσουράνη, το εναλλάξ πρέσινγκ των μέσων πάνω στον Ζιντάν, τον Φίγκο, τον Νέντβεντ, τις κομπίνες στις στημένες φάσεις. Θυμάμαι ότι ναι μεν αφήναμε λίγο παραπάνω την μπάλα στον αντίπαλο, αλλά παίζαμε ποδόσφαιρο. Με παίκτες που είχαν να αποδείξουν πολλά…
Πού 'ναι οι κόφτες;
Τι κόλλημα είναι αυτό που έχουν φάει οι Γερμανοί και θέλουν να καταργήσουν από το ποδόσφαιρό τους τα αμυντικά χαφ, δεν μπορώ να το καταλάβω. Η ιδέα να παίξουν εναντίον της γεμάτης ποιοτικούς μέσους Κροατίας με ένα μόνο κόφτη, τον Φρινγκς, που μοιάζει πιο πολύ με «οκτάρι» παλιάς κοπής παρά με «σκυλί του πολέμου», αποδείχτηκε καταστροφική. Ο Μόντριτς, ο Κράνιτσαρ και ο Ολιτς έκαναν πάρτι παίζοντας χωρίς αντίπαλο στο κέντρο και οι υποψήφιοι πρωταθλητές Γερμανοί έμπλεξαν για τα καλά, διότι τους περιμένει αρχικά μια μάχη με τους Αυστριακούς (ποτέ δεν ξέρεις όταν παίζεις με γηπεδούχους) και μετά ένας πόλεμος με τη φρέσκια και ξεκούραστη Πορτογαλία, μια και ο Σκολάρι με τους Ελβετούς θα βάλει τα δεύτερα.
Πιθανότατα αυτού του τύπου η αυτοκαταστροφική τακτική να ξεκινά από την υπερεκτίμηση του Μίκαελ Μπάλακ, που είναι ένας πολύ καλός παίκτης, αλλά δεν είναι μέσος. Ο άσος της Τσέλσι έχει στο παιγνίδι του μια ιδιοτυπία, που μπλέκει κάθε προπονητή ομάδας στην οποία αγωνίζεται: αν και η κανονική θέση του θα έπρεπε να είναι δεύτερος επιθετικός (βλέπει τον συμπαίκτη του, είναι επικίνδυνος στην περιοχή, έχει καλά σουτ, είναι δυνατός στο ψηλό παιγνίδι), εντούτοις ο ίδιος δεν θέλει να περιμένει την μπάλα κοντά στην αντίπαλη περιοχή και προτιμά να γυρίζει να την παίρνει από το κέντρο. Αυτή η διάθεσή του δημιουργεί την εντύπωση ότι χωρά στην ομάδα ένας ακόμα επιθετικός, ώστε ο οργανωτής Μπάλακ να έχει πιο πολλές επιλογές –έλα όμως που μπάλα παίζουν και οι άλλοι, οι οποίοι αν πρεσάρουν σωστά, όπως έκαναν οι Κροατές, όχι μόνο βρίσκονται σταθερά με έναν παίκτη παραπάνω στη μεσαία γραμμή, αλλά βρίσκουν και χώρους για να παίξουν στις αντεπιθέσεις.
Οι Γερμανοί πλήρωσαν αυτού του τύπου την επιμονή στο Μουντιάλ που διοργάνωσαν, όταν στον ημιτελικό ο Λίπι με τον Πίρλο, τον Γκατούζο και τον Περότα τούς πήρε το κέντρο και με τον Ντελ Πιέρο στην παράταση τους απέκλεισε.
Στη συνέχεια αυτού του τύπου την ξεροκεφαλιά πλήρωσαν η Βέρντερ (που έπαιζε εξίσου άναρχα στο Τσάμπιονς Λιγκ με τον Ντιέγκο να παριστάνει τον Μπάλακ) αλλά και η Μπάγερν Μονάχου, η οποία στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ ισοπεδώθηκε από τη Ζενίτ, διότι έπαιζε ουσιαστικά χωρίς κόφτες. Κι όμως, δεν βάζουν μυαλό κι απορώ γιατί. Πιθανότατα, όπως άλλοι γουστάρουν να κερδίζουν με τον τρόπο τους, οι Γερμανοί γουστάρουν να χάνουν με τον δικό τους…