Οταν ο Παναγιώτης Γιαννάκης αποφάσισε να κρεμάσει τη φανέλα της Εθνικής ομάδας, με το τέλος των Ολυμπιακών Αγώνων της Ατλάντα, έζησε φινάλε παραμυθένιο, ονειρικό. Οι συμπαίκτες του, βετεράνοι και αμούστακοι, τον αποχαιρέτησαν με δάκρυα συγκίνησης, όπως ταίριαζε σε ένα είδωλο αυτού του επιπέδου, όπως ταίριαζε σ' ένα τέλος εποχής.
Εκτοτε, ο προπονητής Γιαννάκης έκλεισε την πόρτα σε δύο νεότερους αρχηγούς, οι οποίοι αισθάνονται ότι το δικό τους «αντίο» ήταν άδοξο. Συμπτωματικά, τόσο ο Γιώργος Σιγάλας όσο και ο Μιχάλης Κακιούζης αποχαιρέτισαν το εθνόσημο παραμονές Ολυμπιακών Αγώνων, ενώ δήλωναν έτοιμοι να συμμετάσχουν στην προσπάθεια και να μυρίσουν ξανά την ατμόσφαιρα του Ολυμπιακού Χωριού.
Ο Κακιούζης ανακοίνωσε χθες την αποχώρησή του, αλλά το έκανε με «παγωμένη» καρδιά. Στην πραγματικότητα ο Γιαννάκης τού έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα. «Δεν χωράς στο πλάνο μου», είπε στον αρχηγό το μεσημέρι της Πέμπτης, πριν τον ευχαριστήσει για την προσφορά και για την προθυμία του.
«Αφησέ με τουλάχιστον να πάρω μέρος στην προετοιμασία και να παλέψω για μια θέση», του ζήτησε ο Κακιούζης, με επιχείρημα τις καλές του εμφανίσεις στο ισπανικό πρωτάθλημα με την Καχασόλ, αλλά και το περίσσευμα ενέργειας που έβγαινε από μέσα του (οι υποχρεώσεις του στη Σεβίλλη τελείωσαν πριν από ένα μήνα).
Ωστόσο η απόφαση του ομοσπονδιακού ήταν ειλημμένη και αδιαπραγμάτευτη. Ανανέωση. Σεβαστό. Ο Μιχάλης έκλεισε το τηλέφωνο σκασμένος και ζήτησε μόνο μια χάρη: «Να ανακοινώσω εγώ ότι αποχωρώ, αντί να συμβεί το αντίστροφο». Σεβαστό και αυτό. Ετσι αρμόζει σε έναν αρχηγό.
Ο Κακιούζης δεν έλειψε ποτέ από τις Εθνικές ομάδες. Εσκυψε το κεφάλι και δήλωσε «παρών» ακόμα και όταν ένιωσε την απόλυτη πίκρα, το 2003 στη Στοκχόλμη. Θυμάμαι ότι τον συνάντησα τυχαία σε ένα εστιατόριο μερικές ώρες μετά το τέλος του Ευρωμπάσκετ. «Είσαι καλά;» «Οχι, βέβαια».
Ο Ιωαννίδης τού ζήτησε να αψηφήσει ένα βασανιστικό τραυματισμό, τον πήρε στη δωδεκάδα, αλλά δεν τον χρησιμοποίησε καθόλου εκτός από 5-6 λεπτά στο αδιάφορο τελευταίο παιχνίδι με τη Σερβία. Λες και ήταν κάποιο παιδαρέλι! Με την επιστροφή του Γιαννάκη στην Εθνική ο Μιχάλης έγινε πολύτιμο στέλεχος και, εν τέλει, αρχηγός όταν έπαψαν να καλούνται οι Σιγάλας, Αλβέρτης (κοινή συναινέσει ο τελευταίος).
Τον ευλόγησαν οι... θεοί του μπάσκετ να σηκώσει πρώτος το τρόπαιο της «ανάστασης» του ελληνικού μπάσκετ, το 2005 στο Βελιγράδι. Την επόμενη χρονιά γύρισε από το Τόκιο με μετάλλιο, αλλά «πεθαμένος από τη στενοχώρια», όπως μου έλεγε στο αεροπλάνο της επιστροφής. Στον ημιτελικό με τους Αμερικανούς έκανε ένα από τα καλύτερα παιχνίδια της ζωής του, αλλά την άνευ όρων υποταγή στους Ισπανούς δεν μπόρεσε να τη χωνέψει.
Πέρυσι, στο Ευρωμπάσκετ της Μαδρίτης, έμεινε πιστός στρατιώτης της ομάδας ακόμα και όταν έμεινε στην άκρη του πάγκου, ακόμα και όταν είδε τον Λάζαρο να παριστάνει τον αρχηγό των αποδυτηρίων «ως μη έδει».
Στην Εθνική του 2008 ο 32χρονος Μιχάλης δεν χώρεσε. Αφήνει το πόστο του σε νεότερους συναδέλφους, όπως ο Πρίντεζης και ο Κουφός. Η δική του εποχή δεν κράτησε τόσα πολλά χρόνια όσο του Γιαννάκη, αλλά η παρουσία του αποτέλεσε κόσμημα και ως τέτοιo θα τη θυμόμαστε. Αν μη τι άλλο, θα έχει αυτό το καλοκαίρι άφθονο χρόνο για να χαρεί τη νεογέννητη κόρη του.