Στο ποδόσφαιρο πολλά πράγματα –συνήθως τα περισσότερα- μπορείς να τα πεις μετά το παιχνίδι. Και μετά το προχθεσινό παιχνίδι της Εθνικής με τη Σουηδία μπορούμε να πούμε πολλά και κυρίως να γκρινιάξουμε. Δικαιολογημένα; Ναι, δικαιολογημένα. Εκείνο που κατάλαβα, υποθέτω και πολλοί άλλοι, από τον τρόπο που έστησε την ομάδα ο Ρεχάγκελ είναι ότι ο ίδιος φοβήθηκε πολύ περισσότερο τον αντίκτυπο μίας ενδεχόμενης αποτυχίας στην πρεμιέρα από ό,τι οι ποδοσφαιριστές, που τελικά εγκλωβίστηκαν στο σύστημα που επέλεξε ο Γερμανός. Βέβαια, όταν ο προπονητής φοβάται το κόστος μίας πιθανής ήττας, αυτό το καταλαβαίνουν οι ποδοσφαιριστές και το γεγονός έχει αντίκτυπο στο παιχνίδι τους και στην αυτοπεποίθησή τους. Πιστεύω, μάλιστα, ότι η αυτοπεποίθηση της ομάδας είχε πάει περίπατο από τη στιγμή που ο προπονητής δεν πίστευε στους ποδοσφαιριστές του, πράγμα που φάνηκε και στις δηλώσεις του μετά το παιχνίδι, όταν ισχυρίστηκε ότι αν δεν έπαιζε με τρία σέντερ μπακ, η ομάδα θα έτρωγε πολλά γκολ.
Αν πάρει κάποιος ένα από τα παιχνίδια της Πορτογαλίας –με την εξαίρεση του ματς με τη Ρωσία- και το βάλει πάνω στο προχθεσινό, θα καταλήξει σε κάποιες χρήσιμες διαπιστώσεις. Η πρώτη έχει να κάνει με την έλλειψη της αυτοπεποίθησης. Η δεύτερη με τον τρόπο του παιχνιδιού. Στα παιχνίδια της Πορτογαλίας η ομάδα, ακόμη και όταν έδιωχνε την μπάλα από την άμυνα, το έκανε με σχέδιο. Η μπάλα δεν πήγαινε όπου και όπου, αλλά ο βασικός στόχος ήταν να πάει σε δικό μας παίκτη και στη συνέχεια να την κρατήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο. Η τρίτη έχει να κάνει με την πλήρη έλλειψη πρωτοβουλίας. Η σκηνή -εκεί γύρω στο 40' που τα τρία σέντερ μπακ αλλάζουν την μπάλα περιμένοντας τους Σουηδούς να πάνε επάνω τους- μαρτυρά κάτι πολύ σημαντικό. Οτι το ποδόσφαιρο του «μολών λαβέ», του «ελάτε να την πάρετε, για να ανοιχτείτε και να σας δαγκώσουμε» δεν αποδίδει.
Οι άλλοι, πλέον, γνωρίζουν πώς μπορούμε να παίξουμε και μας περιμένουν. Και όταν ο άλλος σε περιμένει, πρέπει εσύ να πάρεις την πρωτοβουλία. Αλλά τι είδους ποδόσφαιρο πρωτοβουλίας μπορεί να παίξει μία ομάδα που στην εντεκάδα της, εκτός από τον τερματοφύλακα, έχει 5 αμυντικούς και δύο αμυντικά χαφ; Και σήμερα, ακόμη και αμυντικά να θέλεις να συμπεριφερθείς στο γήπεδο, κάποια στιγμή θα ανακαλύψεις ότι πρέπει να έχεις και τους παίκτες που έχουν αυτό που οι Αγγλοι λένε «forward thinking». Που μπορούν να βγάλουν την ομάδα μπροστά και που κυρίως γνωρίζουν τι να κάνουν με την μπάλα στα πόδια. Και αν υποθέσουμε ότι ο Γιώργος Καραγκούνης –που έπαιξε όσο καλύτερα μπορούσε προχθές, με δεδομένο τον τραυματισμό και τις χαμένες προπονήσεις- είναι ο παίκτης που έχει αυτή την αντίληψη, δεν είναι αρκετός. Και άλλοι δύο ή τρεις σαν κι αυτόν να υπήρχαν όμως, πάλι δεν θα γινόταν τίποτε, αν ο προπονητής δεν έχει φροντίσει να διδάξει και να περάσει αυτή την αντίληψη στους ποδοσφαιριστές του. Στις δυνατότητες των οποίων -υποτίθεται ότι- πιστεύει. Βέβαια είναι μάλλον αδύνατο η ομάδα που είδαμε προχθές να μεταμορφωθεί προς το καλύτερο, κυρίως διότι δεν φαίνεται να έχει τη συνοχή που είχε στην Πορτογαλία, παρ' όλο που έχει καλύτερης ποιότητας υλικό.
Ο γράφων πιστεύει ότι ένα από τα δυσκολότερα πράγματα στο ποδόσφαιρο είναι η διαχείριση της ήττας. Και οι ποδοσφαιριστές αυτής της ομάδας μπορεί να έχουν όλη την καλή διάθεση να διαχειριστούν παραγωγικά τα μαθήματα αυτής της ήττας, αλλά δεν έχουν εναλλακτικό αγωνιστικό σχέδιο με ευθύνη του προπονητή τους. Οπότε η συνέχεια θα είναι ακόμη δυσκολότερη.
Ο «μπαμπούλας» των ξένων ποδοσφαιριστών
Το έγραψα και χθες. Λόγω του μεγάλου ειδησεογραφικού ενδιαφέροντος που συγκεντρώνει το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, μερικές ειδήσεις που έχουν ενδιαφέρον είναι καταδικασμένες να περάσουν μάλλον απαρατήρητες. Οπως η προχθεσινή δήλωση του προέδρου της Πρέμιερ Λιγκ, του σερ Ντέιβιντ Ρίτσαρντς που ήρθε σε σύγκρουση με τους συνεταίρους του –υποτίθεται– όταν δήλωσε ότι ο μεγάλος αριθμός ξένων ποδοσφαιριστών που αγωνίζονται στις αγγλικές ομάδες κάνει ζημιά στην εθνική ομάδα, ενώ παράλληλα κλείνει τον δρόμο στους ταλαντούχους ποδοσφαιριστές που ξεπηδούν από τα φυτώρια των ομάδων.
Ο Ρίτσαρντς υποστήριξε επίσης ότι θα ήταν καλό να μειωθεί ο αριθμός των ομάδων της Πρέμιερ Λιγκ από 20 σε 18, έτσι ώστε να ελαφρύνει λίγο το πρόγραμμα και αυτό να λειτουργήσει υπέρ της εθνικής, παρά το γεγονός ότι η μείωση των ομάδων και συνακόλουθα και των αγώνων, θα σημάνει μικρότερα έσοδα για τις μικρότερες κυρίως ομάδες.
Ο εκτελεστικός διευθυντής της Πρέμιερ Λιγκ, ο Ρίτσαρντ Σκούνταμορ, με ένα σχόλιο που δημοσιοποιήθηκε προχθές διαφωνεί με τις απόψεις του Ρίτσαρντς για την επίδραση των ξένων ποδοσφαιριστών στον καταρτισμό της εθνικής. Οι ομάδες είναι δεδομένο ότι βασίζουν τη δύναμή τους και φυσικά την τεράστια εμπορική επιτυχία του πρωταθλήματός τους στο γεγονός ότι αγωνίζονται πολλοί και καλοί ξένοι ποδοσφαιριστές. Είναι δεδομένο ότι η σύγκρουση των συλλόγων, που έχουν μετεξελιχθεί σε επιχειρήσεις, με τις εθνικές ομάδες θα συνεχίσει όσο δεν μπορούν ή δεν γίνεται να μπουν περιορισμοί στον αριθμό των ποδοσφαιριστών που κάθε ομάδα θα έχει δικαίωμα να χρησιμοποιεί. Σε ό,τι αφορά την υπεράσπιση του εθνικού ποδοσφαίρου, δεν μπορεί να το πετύχει κάποιος με περιορισμούς και απαγορεύσεις. Η συμμετοχή των επαγγελματιών ποδοσφαιριστών στις εθνικές θα μπορεί να γίνεται με ένα είδος κοινής συμφωνίας μεταξύ των συλλόγων και της ομοσπονδίας. Μία συμφωνία που πρώτα απ' όλα θα βασίζεται στη θέληση του ποδοσφαιριστή να αγωνιστεί για την εθνική του και στη δυνατότητα της ομοσπονδίας να μπορεί να αποζημιώσει τον σύλλογο σε περίπτωση τραυματισμού.
Αν δεν γίνει δυνατή η κατάρτιση των γενικών αρχών μίας τέτοιας συμφωνίας που θα μπορούσαν να αποδεχθούν όλοι οι εμπλεκόμενοι, ας μη χρησιμοποιούνται επαγγελματίες στις εθνικές, γεγονός που θα πλήξει την εμπορικότητα διοργανώσεων, όπως το Παγκόσμιο Κύπελλο ή το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, και τις ανάλογες διοργανώσεις σε άλλες ηπείρους.
«Το υπουργείο του τρόμου»
Το τρόμο που διατρέχει τις σελίδες του βιβλίου του Αλόιζ Λόρεντς –με τίτλο «Το υπουργείο του τρόμου»- τον έχουμε συναντήσει σε βιβλία μεγάλων λογοτεχνών, όπως ο Κάφκα ή ο Κέστλερ, για παράδειγμα. Ομως ο Λόρεντς ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές. Ηταν ο τελευταίος αρχηγός των μυστικών υπηρεσιών της Τσεχοσλοβακίας, ο άνθρωπος που διοικούσε ένα στρατό 100.000 πρακτόρων με στόχο την υπεράσπιση του «σοσιαλισμού». Είναι η μαρτυρία ενός insider για τον ρόλο, την οργάνωση, τους στόχους και τα μέσα των μυστικών υπηρεσιών. Για την παρακολούθηση του Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ και του Βάτσλαβ Χάβελ, τη λογοκρισία και τη διαρκή παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Για την αρχή και το τέλος της Ανοιξης της Πράγας. Για τους λόγους κατάρρευσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και για την «αντιπολίτευση» που βρισκόταν μέσα στις γραμμές της ίδιας της εξουσίας. Ενα βιβλίο πολύ χρήσιμο, διότι όλες οι εξουσίες ενδιαφέρονται για τον έλεγχο των μαζών και το ροκάνισμα των ελευθεριών. Βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Τόπος».