Εάν στη δεκαετία του ‘60 άνοιγες την εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη στο λήμμα «ταμπούρι», θα διάβαζες: «Εκ του τουρκικού tabur. Τάγμα στρατού. Τάξις τάγματος εις τετράγωνον. Οχύρωμα, χαράκωμα, προπέτασμα». Στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια «Ταμπούρι» ονομαζόταν ένα μουσικό συγκρότημα που έπαιζε αντάρτικα και πολιτικά τραγούδια στην ομώνυμη μπουάτ, στην Πλάκα.
Το προτιμούσαν οι οπαδοί του ΚΚΕ -οι του ΚΚΕ εσωτερικού σύχναζαν στο «Λημέρι». Στο αληθινό ταμπούρι καλύπτεσαι και πολεμάς. Στο μουσικό του 1975-76 άκουγες τραγούδια. Το ταμπούρι, όμως, που παρουσίασε το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα στον αγώνα εναντίον των Σουηδών το περιβάλλει μια τελεολογική απορία: οχυρώνεσαι και απλώς αναμένεις. Τι ακριβώς; Για ποιο σκοπό; Ελα ντε.
Τρεις στόπερ, δύο κόφτες κι ένα ακατανόητο οριζόντιο «πήγαινε–έλα» της μπάλας στο κέντρο. Τι ακριβώς περιμέναμε; Να μπουν οι Σουηδοί σε μία φάκα που δεν διέθετε καν τυράκι; Να θυμώσουν τόσο, ώστε να αποφασίσουν να παίξουν «όλα για όλα»; Να «θολώσουν» ομαδικώς και να νομίσουν ότι είχαν μείνει πίσω στο σκορ; Να κουραστούν ο Ιμπραΐμοβιτς κι ο Λάρσον; Να… νυστάξουν βλέποντάς μας τόσο διστακτικούς κι αδύναμους να «βγάλουμε» υποψία καλής κάθετης μπαλιάς ή να κάνουμε μισό ρήγμα από τα άκρα; Τι ακριβώς περιμέναμε;
Ας είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας. Την περασμένη Τρίτη την Εθνική ομάδα την χαρακτήρισαν τέσσερα οδυνηρά «άλφα» –διπλάσια των γκολ που «φορτωθήκαμε»: ανεξήγητα άτολμη, ασυγχώρητα αντιαισθητική. Οχι, αυτή δεν ήταν «συνταγή Πορτογαλίας 2004», αλλά κακέκτυπό της. Τότε ήταν ευδιάκριτο το σχέδιο για το «πώς» και το «πότε» θα χτυπούσαμε, σε κάθε αναμέτρηση.
Εναντίον των Σουηδών -όχι των Γερμανών ή των Γάλλων, διάβολε- σχεδόν παραιτηθήκαμε από το δικαίωμα να χτυπήσουμε. Δεν ξέρω ποια εκ των δύο παραμέτρων είναι σοβαρότερη: ότι μας έχουν «διαβάσει» καλύτερα οι άλλοι ή πως η τεχνική ηγεσία της ομάδας δεν έχει κάνει την καλύτερη δυνατή «ανάγνωση» των δυνατοτήτων και των χαρακτηριστικών του υπάρχοντος έμψυχου υλικού; Το πρώτο σίγουρα συμβαίνει -δεν είναι ανόητοι οι άλλοι. Το δεύτερο; Ισως.
Οι περισσότεροι συμφωνούμε πως αυτή η ομάδα μπορεί να παίξει καλύτερο ποδόσφαιρο από εκείνη του 2004.
Κανείς δεν περίμενε «τρέλες» ή «αποκοτιές» εναντίον των Σουηδών ή οποιουδήποτε αντιπάλου. Ανάμεσα, όμως, στην «αποκοτιά» και την πλήρη… αποκοπή μας από την περιοχή των αντιπάλων, η διαφορά είναι τεράστια.
Ελάχιστα με ενδιαφέρει εάν η «Gazzeta» ήταν ή όχι «έτοιμη από καιρό» να πανηγυρίσει για την ήττα μας, ούτε θα μου φαίνονταν ουσιώδεις ενδεχόμενοι αντιπερισπασμοί του είδους «κοιτάξτε πώς παίζει η "σκουάντρα ατζούρα" σας κι αφήστε μας εμάς». Το Euro διεξάγεται για να παίζεται μπάλα, όχι «κολοκυθιά».
Σε τελική ανάλυση τα σφυρίγματα χιλιάδων Σουηδών την ώρα που οι παίκτες μας ταλαιπωρούσαν ασκόπως την μπάλα στο κέντρο του γηπέδου, κανένα δημοσίευμα δεν τα προκάλεσε. Ούτε άχτι μάς είχαν οι Σουηδοί, ούτε τους βρήκαμε στο διάβα μας το 2004 για να μας φθονούν, ούτε δα φημίζονται –ως λαός– για ανεξήγητες κι απρόκλητες μοχθηρίες σε βάρος άλλων. Ισα ίσα, εκ παραδόσεως είναι οι πιο «ανοιχτοί» Βόρειοι.
Αποδοκίμασαν διότι ήταν, όντως, ενοχλητικό ό,τι έβλεπαν.
Αυτό ακριβώς (αξίζει να) μας πειράζει: έτσι όπως εμφανίστηκε στο συγκεκριμένο παιχνίδι το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα, δικαίωσε καλόπιστους και κακόπιστους επικριτές. Υπάρχει πειστική απάντηση; Μακάρι να υπάρχει και να τη δούμε το Σάββατο.
ΥΓ.: Καλές οι συζητήσεις για συστήματα και τακτικές, αλλά ας μην ξεχνάμε το ειδικό βάρος των μεγάλων παικτών. Λέγε με Ιμπραΐμοβιτς, δηλαδή. Κι επειδή δεν κρίνονται όλα (τα του ποδοσφαίρου) εκ του αποτελέσματος, θυμηθείτε τον αγώνα Ολλανδία - Ιταλία: οι «ατζούρι» απέκτησαν κάποια επιθετική σπιρτάδα μόνο όταν μπήκε ο Ντελ Πιέρο.