Διασκεδάζω με τις αντιδράσεις των ανταποκριτών της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου στην Αυστρία και την Ελβετία, όταν τους ρωτούν για την ατμόσφαιρα στις πόλεις που βρίσκονται. «Ναι. Γκουχ, γκουχ... Για την ατμόσφαιρα ρώτησες; Την ατμόσφαιρα... Η ατμόσφαιρα, λοιπόν, είναι ακόμα, πώς να το πούμε;». «Υποτονική;». «Ναι. Υποτονική. Φυσικά η ατμόσφαιρα θα αλλάξει όταν η διοργάνωση ζεσταθεί...». «Τους διοργανωτές τούς πείραξε η ήττα της Εθνικής τους;». «Τους διοργανωτές; Ναι τους διοργανωτές. Ναι, τους διοργανωτές δεν μοιάζει να τους πείραξε και πολύ η ήττα στο πρώτο ματς. Αλλωστε οι άνθρωποι δεν μοιάζει να ασχολούνται και πολύ με τη διοργάνωση». Και συνήθως εκεί η κουβέντα πηγαίνει στο αν προπονήθηκε ο Καραγκούνης.
Πρώτη, λοιπόν, εντύπωση από το Euro. Η εποχή των μεγάλων μετακινήσεων οπαδών με τα πλακώματα στις πλατείες, τους αστυφύλακες και τα σκυλιά μοιάζει τουλάχιστον προσωρινά να τελείωσε. Φυσικά βοηθάει και ο αποκλεισμός της εθνικής Αγγλίας, αλλά τον χουλιγκανισμό ξέκανε η ακρίβεια. Το ποδόσφαιρο του σήμερα, που για να δεις μια μεγάλη διοργάνωση χρειάζεσαι τετραψήφιο αριθμό ευρώ, είναι διασκέδαση της μέσης τάξης. Δεν χρειάζεται παρά να δείτε τα γκρο πλαν των θεατών από τις εξέδρες των γηπέδων της Αυστρίας και της Ελβετίας. Ετσι και γίνει πλάκωμα, το πιθανότερο είναι ότι ένας τραπεζικός δέρνει έναν οδοντίατρο. Αντε να βρεθεί κάποιος που να τα έχει κοπανήσει και να κάνει έναν ψευτοτσαμπουκά, αλλά στα Μάλλια τέτοια γίνονται 100 την ημέρα.
Θυμάμαι πριν από μερικά χρόνια ένα Θεσσαλονικιό φίλο να μου λέει. «Πριν κατέβω να μείνω στην Αθήνα πίστευα ότι υπάρχουν αθηναϊκά κέντρα που επιβουλεύονται τη Θεσσαλονίκη. Κατεβαίνοντας στην Αθήνα κατάλαβα ότι τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Οτι κανένας δεν ασχολείται». Δεύτερη, λοιπόν, εντύπωση που εισπράττω από τα ρεπορτάζ του Euro είναι ότι έχουμε πέσει σε μια περίπτωση Αθήνας – Θεσσαλονίκης. Οτι πολύ θα γουστάραμε να μας ζηλεύουν, επιβουλεύονται, ακόμα και να μας μισούν, αλλά πολύ δύσκολα το αντέχουμε ότι εκτός από τους επαγγελματίες των άλλων εθνικών, κανείς δεν φθονεί τους «θριαμβευτές της Λισσαβώνας». Κάποιος να βοηθήσει την ατμόσφαιρα. Κάποιος να κάνει μια εμπρηστική δήλωση εναντίον της Ελλάδας, κάποιος να μαχαιρώσει -παρακαλώ ελαφρά- έναν Ελληνα, αλλά όποιος γνωρίζει από θεσσαλονικιό συναίσθημα και ερωτικά πάθη, το μόνο που δεν αντέχεται είναι η αδιαφορία.
Ενα τελευταίο. Οταν ήμουν φαντάρος, στην εκπαίδευση μας τρέχανε και έπρεπε να φωνάζουμε «Ηθικόν ακμαιότατον. Των κομουνιστών; Ανύπαρκτον». Τώρα των κομουνιστών το ηθικόν μπορεί σύμφωνα με τους δικούς μας να ήταν «ανύπαρκτον», αλλά εμείς το λέγαμε επειδή φοβόμαστε τους κομουνιστές, μπας και πάρουμε θάρρος. Να το πιστέψω ότι ο Ιμπραΐμοβιτς είναι σακάτης, να το πιστέψω ότι οι Σουηδοί είναι σκοτωμένοι μεταξύ τους, οι Ισπανοί νεκροί από την κούραση και οι Ρώσοι αποδεκατισμένοι, αλλά μπορώ και να πιστεύω ότι το λέγε και ξανάλεγε μοιάζει λίγο με το ανύπαρκτο κομουνιστικό ηθικό;
Το φετινό Euro θα αναφέρεται στα βιβλία με αστερίσκο. Ευρωπαϊκό ή Παγκόσμιο Κύπελλο χωρίς Μανώλη Μαυρομάτη δεν έχει νόημα. Αν στο κρατικό κανάλι που πληρώνουμε όλοι μας (σ.σ.: αυτό γράφεται υποχρεωτικά όποτε αναφερόμαστε στα κρατικά) πιστεύουν ότι θα παραμυθιαστούμε με τη μία εμφάνιση του Μανόλο το Σάββατο, είναι γελασμένοι. Ακμαιότερος και από τα φροντιστήρια ΑΚΜΗ, ευστοχότερος από τον «Στόχο», ντυμένος με ένα πόλο καφέ μπλουζάκι, ο Μανώλης Μαυρομάτης έδειξε μέσα σε πέντε λεπτά πώς ήταν οι τηλεοπτικοί παρουσιαστές την εποχή που οι μπάλες είχαν τσουνί και οι άντρες πουλί. Στο πρώτο πεντάλεπτο ο Μανώλης είχε αναφερθεί στις ομάδες, στη Συνθήκη του Σένγκεν και σε ταξιδιωτικές συμβουλές για όσους σκοπεύουν να ταξιδέψουν στην Ελβετία. Ακουγες τον Μανώλη και όχι μόνο γινόσουν σοφότερος ποδοσφαιρικά, αλλά καλύτερος πολίτης, οικογενειάρχης και άνθρωπος.
Λέω λοιπόν και εγώ με το φτωχό μου το μυαλό, δέκα μέρες μας πρήζανε οι Τσοχοχελάκηδες ότι στην ΕΡΤ κόψανε την εκπομπή του Κούλογλου, που για τη Βατίδου και τον Κούγια να έκανε θέμα, το ήξερες ότι στο τέλος θα φταίγανε οι Αμερικανοί και για τον παραμερισμό του Μανόλο τι κάνανε; Μια μάντρα να μην πω τι κάνανε, που να παντρέψουνε τα παιδιά τους στην Τήλο.
Ο Θεός πάντως με φύλαξε που δεν έγινα κομουνιστής, αδελφή ή δεν πήγα στην Αυστρία. Μέχρι που πιο εντύπωση κάνει να έχεις δηλώσει ότι είσαι στην Ελλάδα από το να γράφεις «Σάλτσμπουργκ: ανταπόκριση». Αν πάντως υπάρχει ένα ελπιδοφόρο μήνυμα από αυτή τη μετανάστευση στην Αυστρία, είναι ότι ως λαός δεν έχουμε εντελώς παπαριάσει. Παρ' όλο που κάθε Μέσον εδώ και ένα μήνα έχει παρουσιάσει το ταξίδι στην Αυστρία για τον Ελληνα κάτι σαν το ταξίδι στη Μέκκα για τον μωαμεθανό, οι Ελληνες δεν πιάστηκαν τόσο κορόιδα να πάρουν γιουροδάνεια και τα ταξιδιωτικά γραφεία πάνε να βάλουν τα εισιτήρια εκεί που δεν φτάνει ο ήλιος. Ευτυχώς, γιατί ένα ταξίδι με μία, άντε δύο διανυκτερεύσεις και ένα εισιτήριο είχε φτάσει να κάνει 1.400 ευρώ. Κάποιοι τριαντάρηδες και σαραντάρηδες τα έχουν να τα δώσουν, αλλά για τους πιτσιρικάδες είναι «δύο της γενιάς των επτακοσίων στην τιμή του ενός» και οι πενηντάρηδες και βάλε άλλη όρεξη δεν έχουν από το να τραβιούνται στην Αυστρία με φουστανέλες, που έχουν να τις φορέσουν από την εποχή του σχολαρχείου.
Ποιοι Ελληνες, λοιπόν, θα πάνε στην Αυστρία; Πρώτα απ' όλα αυτοί που νομίζουν ότι γίνονται κομμάτι της ιστορίας. Αυτοί που «ψηθήκανε» ότι θα γίνουν ο ενδέκατος παίκτης της Εθνικής και τα σχετικά όμορφα και εθνικοπατριωτικά. Δεύτερον, αυτοί που είναι καλεσμένοι των χορηγών. Μπίρες, τράπεζες, καταστήματα ηλεκτρονικών, υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας και τα σχετικά. Τρίτον, αυτοί που θα πάνε με κρατικά και παρακρατικά έξοδα. Στη δεύτερη κατηγορία παράγοντες της ΕΠΟ, πρόεδροι των Ενώσεων, άνθρωποι του υφυπουργείου Αθλητισμού και πατέρες. Οχι πατέρες της εκκλησίας, ούτε συγγενείς του γενειοφόρου ηγέτη του «τριφυλλιού», αλλά πατέρες του Εθνους. Οι κοινοβουλευτικοί μας εκπρόσωποι που σχεδίαζαν να πάρουν το τσάρτερ το ερχόμενο Σάββατο για να συμπαρασταθούν στον αγώνα της Εθνικής μας ώστε να επαναλάβει το θαύμα της Λισσαβώνας (το τελευταίο ελπίζω να το έγραψα αρκετά γλοιωδώς ώστε να μου δώσουν και εμένα θέση στο τσάρτερ).
Το θέμα της τσάμπα θέσης στο τσάρτερ της Βουλής με απασχολούσε, ενώ υποκρινόμουν ότι παρακολουθούσα τις σκέψεις του Γρηγόρη Ψαριανού, όπως τις εξέφραζε πλάι σε μια τεκίλα και πάνω σε ένα σκαμπό λίγο μετά τις 1 στο «MG». Ο Γρηγόρης επέστρεφε λίγο μετά την κατάκτηση του prestigious award «Υπέρβαρος ΑΕΚτζής», που του είχε απονεμηθεί από τον σύνδεσμο ΑΕΚ της Κατερίνης. Δίπλα στον επίσης τιμημένο με το δεύτερο σημαντικό βραβείο του συνδέσμου «Αεκτζής, αλλά όχι υπέρβαρος» Χριστόφορο Ζαραλίκο. Οι δύο βραβευμένοι του Τύπου προσπαθούσαν να λύσουν το πρόβλημα «τι κάνουμε έτσι και αλλάξει η διοίκηση και ο Ντούσαν Μπάγεβιτς γυρίσει στην ΑΕΚ;». Στην αρχή προσπάθησαν να διαλύσουν τις ανησυχίες τους με αστεία: «Πανούτσο, όταν ήμασταν στην Κατερίνη, ξέρεις τι είδαμε; Μία φάρμα βατράχων. Σκεφτόμαστε να πάρουμε μία και να την ονομάσουμε "Πρίγκιπας". Χα, χα, χα». Οι δύο βραβευμένοι ΑΕΚτζήδες, σαν παιδιά που προσπαθούν να διασκεδάσουν τους φόβους στο νεκροταφείο σφυρίζοντας στο σκοτάδι, σκάρωναν αμήχανα πράγματα για να μη σκέφτονται ότι αν έρθει ο Πρίγκιπας καβάλα σ' άσπρο άλογο στην ΑΕΚ, ο ένας θα πάρει μια βούρτσα για να βουρτσίζει το άλογο και ο άλλος σκουπίτσα και φαράσι για να το ακολουθεί από πίσω. Λίγο πριν από το αστείο για τρίτη φορά με τη φάρμα των βατράχων στην πόρτα του «MG» εμφανίστηκε ο Μάκης Βορίδης. Τι θα γινόταν αν ο Μάκης έπαιρνε ένα Steyer και καθάριζε τον βραβευμένο πατέρα του Εθνους; Ο Γρηγόρης θα έβγαζε από την τσέπη ένα άδειο -το μόνο εύκολο κονσερβοκούτι- και θα έσφαζε τον ηγέτη της εθνικιστικής παράταξης.
Δεν έγινε τίποτα. Οι δύο πατέρες του Εθνους είπαν κάτι πολιτισμένα: «Τι γίνεσαι; Πέρασες από κάτω;» και αφού τελείωσαν τα επαγγελματικά, ο Μάκης είπε μία «καληνύχτα» και αποχώρησε. «Δηλαδή ο Φλωράκης, αν έβλεπε τον Ζέρβα, έτσι θα έκανε; Δεν θα τον έσφαζε με κονσερβοκούτι;». «Εμείς είμαστε Συνασπισμός», απάντησε ο Γρηγόρης. Σωστά. Με κονσερβοκούτια έσφαζαν οι κομουνιστές. Στον Συνασπισμό, αν χρειαστεί, τους σφάζουμε με κονσερβάκια από φουά γκρα.